Το 2004, ο Erdogan -απευθυνόμενος στους «αδελφούς της Δυτικής Θράκης» είπε ότι «είναι Ελληνες πολίτες, Ευρωπαίοι πολίτες»
Ειδικότερα, από τη μία πλευρά, η Ελλάδα επιμένει ότι πρόκειται για μουσουλμανική μειονότητα, που έχει αναγνωριστεί στη χώρα σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
«Η Μουσουλμανική Μειονότητα στην Θράκη, αριθμεί περίπου 120.000 Έλληνες κατοίκους» δήλωσε την Κυριακή (30/5/2021), ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών για να συμπληρώσει «οι συνεχείς προσπάθειες διαστρέβλωσης της πραγματικότητας αυτής από την Τουρκία, καθώς και οι αιτιάσεις περί δήθεν μη προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών αυτών, ή περί δήθεν διακριτικής μεταχείρισης είναι αβάσιμες και απορρίπτονται στο σύνολό τους».
Στον αντίποδα, η Τουρκία επιμένει ότι πρόκειται για «τουρκική» μειονότητα, που θα πρέπει να αναγνωριστεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Επίσης υποστηρίζει ότι η «τουρκική» μειονότητα αντιμετωπίζει πολλούς περιορισμούς στην ικανότητα τους να ιδρύουν σωματεία και συλλόγους, να ασκούν την κουλτούρα τους και να παρέχουν εκπαίδευση στην τουρκική γλώσσα.
Ωστόσο, το 2004 και ο ίδιος ο Erdogan -από τη θέση του πρωθυπουργού τότε- κατά τη διάρκεια ιδιωτικής επίσκεψης του στη Θράκη και απευθυνόμενους στους «αδελφούς της Δυτικής Θράκης» είπε ότι «είναι Ελληνες πολίτες, Ευρωπαίοι πολίτες» και πρέπει να «εργαστούν για μια ισχυρή Ελλάδα» από την οποία, όπως είπε, «θα ωφεληθείτε και οι ίδιοι».
Η ιστορία
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Ελλάδα και η Τουρκία πραγματοποίησαν μια ανταλλαγή πληθυσμών. Ειδικότερα, όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι της Τουρκίας υποκείμενοι στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης -τον Έλληνα Πατριάρχη- θα μετανάστευαν στην Ελλάδα εκτός από τις κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου, και όλοι οι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα θα μετανάστευαν στην Τουρκία εκτός από τους μουσουλμάνους της Θράκης. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Οι πληθυσμοί που ανταλλάχτηκαν δεν ήταν ομοιογενείς, οι χριστιανοί οι οποίοι μετανάστευσαν στην Ελλάδα δεν ήταν αποκλειστικά ελληνόφωνοι αλλά περιλάμβαναν και ομιλητές της τουρκικής. Παρομοίως, οι μουσουλμάνοι οι οποίοι μετανάστευσαν στην Τουρκία δεν ήταν αποκλειστικά τουρκόφωνοι, αλλά περιλάμβαναν ομιλητές της αλβανικής, της βουλγαρικής, της βλάχικης και ακόμα και της ελληνικής γλώσσας (αλλά μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα). Αυτό οφειλόταν στο σύστημα οργάνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα στο σύστημα διοίκησης των οθωμανικών Μιλέτ όπου ο διαχωρισμός γινόταν με βάση την θρησκευτική ομάδα όπου ανήκε ο πολίτης. Οι μουσουλμάνοι στην Δυτική Θράκη, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, αποτελούσαν ξεκάθαρη πλειονότητα των κατοίκων και αυτή η αναλογία άλλαξε όταν η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε με συστηματικό τρόπο χριστιανικούς προσφυγικούς πληθυσμούς από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Από την συνθήκη της Λωζάνης (1923) μέχρι το 1954 η Ελλάδα αναγνώριζε την μειονότητα ως μουσουλμανική. Την άνοιξη του 1954, η Ελλάδα επικύρωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία αναγνώριζε τα σχολεία της μειονότητας ως τουρκικά. Ο νόμος 3065/1954 (ΦΕΚ Α’ 239, 9.10.1954) ήταν ο πρώτος νόμος που ρύθμιζε τα θέματα της μειονοτικής εκπαίδευσης ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα. Στο Νόμο αυτό η Ελλάδα αναγνωρίζει τα σχολεία της μειονότητας ως τουρκικά. Η αλλαγή του χαρακτηρισμού από Τουρκικά σε Μουσουλμανικά ή Μειονοτικά (Μ/ΚΑ) θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 1972 κατά την διάρκεια της Χούντας όπου αποφασίστηκε να αλλάξουν όλες οι πινακίδες που ανέφεραν τα σχολεία ως "Τουρκικά". Ο χαρακτηρισμός των Πομάκων ως Τούρκων ήταν στα πλαίσια πολιτικής κατά της κομμουνιστικής Βουλγαρίας και της πιθανής επεκτατικής πολιτικής στη Θράκη και τη Μακεδονία.
Οι Πομάκοι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940 θεωρούνταν από την ελληνική πολιτική ως πιθανοί συνεργάτες της Σόφιας και των Σοβιετικών μιας και αυτοί βρίσκονται στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας και μιλάνε σλαβική γλώσσα, κοντινή με τα βουλγάρικα και για αυτό εφαρμόστηκε πολιτική τουρκοποίησης. Σήμερα μερικοί Πομάκοι, λόγω αυτής της πολιτικής αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι.
Το 1991 ο ανεξάρτητος βουλευτής Αχμέτ Φαϊκογλου είπε στην βουλή οι Πομάκοι είναι στο αίμα γνήσιοι Τούρκοι και ότι η μειονότητα είναι Τουρκική αλλά με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Αντίστοιχες δηλώσεις είχε κάνει και ο Αχμέτ Σαδίκ αναφέροντας συνέντευξη ότι κανένας πολιτικός δεν μπορεί να πει ότι οι Πομάκοι δεν είναι Τούρκοι, επειδή δεν μιλάνε Τούρκικα. Αυτοί οι άνθρωποι που μιλάνε Πομάκικα είναι Τούρκοι, όπως οι Ελληνόφωνοι στην Αλβανία και οι Έλληνες της Αμερικής είναι Έλληνες. Η Ελληνική πολιτεία την δεκαετία 1970 (γεγονότα εισβολής Τούρκων στην Κύπρο) και 1980 για την αποφυγή εκμετάλλευσης της "Τουρκοποιημένης Πομάκικης μειονότητας" από την Τουρκία αρχίζει να διαχωρίζει τους Πομάκους από την υπόλοιπη μειονότητα. Σήμερα η μειονότητα χαρακτηρίζεται επίσημα μόνο ως μουσουλμανική.
Με αφορμή την εκλογή του Αχμέτ Σαδίκ και του Αχμέτ Φαϊκογλου το 1993 η Ελλάδα θέσπισε το εκλογικό όριο του 3% καθιστώντας δυσκολότερη την εκλογή ανεξάρτητων βουλευτών / μικρά κόμματα από την μειονότητα. Ο Αχμέτ Σαδίκ το 1991 ένα χρόνο πριν πεθάνει από αυτοκινητιστικό δυστύχημα ίδρυσε το μειονοτικό κόμμα Φιλία-Ισότητα-Ειρήνη (Τουρκικά: Dostluk-Eşitlik-Bariş Partisi - DEB). Στις Ευρωεκλογές του 2014 ήταν πρώτο σε ψήφους στο Νομό Ροδόπης και στον Νομό Ξάνθης. Το DEB έχει κύριο στόχο την ανάδειξη των προβλημάτων της «Μουσουλμανικής Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης» και έχει σύνθημα «Ευρώπη, Ευρώπη άκουσε τη φωνή μας, την ανεξάρτητη μειονοτική φωνή μας. Είμαστε και εμείς εδώ».
Από την δεκαετία του 1990 η ελληνική κυβέρνηση αλλά και αργότερα εθνικιστικοί κύκλοι (όπως του ΛΑΟΣ) υποστηρίζουν σωματεία και ομάδες Πομάκων οι οποίοι αναδεικνύουν την ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας των Πομάκων ως διαφορετική από την ταυτότητα των Τούρκων. Το 1997 υποστηρίχθηκε η ίδρυση του "Κέντρου Πομακικών Σπουδών" και τότε ξεκίνησε η έκδοση της Εφημερίδας "Ζαγάλισα". Επίσης μέσω του "Κέντρου Πομάκικων Σπουδών" το 2009 ιδρύθηκε ο "Πανελλήνιος Σύλλογος Πομάκων" με χρηματοδότηση του επιχειρηματία Εφιετζόγλου. Ο σημερινός εκδότης της πομάκικης εφημερίδας "Ζαγάλισα" Αχμέτ Ιμάμ υπήρξε το 2007 υποψήφιος με το ΛΑΟΣ ενώ μέχρι το 1993 ήταν δάσκαλος (δημόσιος υπάλληλος) σε μειονοτικό σχολείο της Θράκης. To 1993 απολύθηκε λόγω "ανθελληνικής" δράσης / πειθαρχικής παράβασης άρθρων του υπαλληλικού κώδικα (δημοσίων υπαλλήλων). Το 2000 έκανε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) κατά της Ελλάδας (Νο. 63719/00) υποστηρίζοντας ότι η απόλυσή του έγινε λόγω ότι ήταν μέλος της Τουρκικής Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Η προσφυγή του απορρίφθηκε από το δικαστήριο το 2003. Σήμερα ο Αχμέτ Ιμάμ υπερασπίζεται την Πομάκικη ταυτότητα σε διεθνείς οργανισμούς όπως του ΟΑΣΕ.
Σήμερα η Ελλάδα αναγνωρίζει την μειονότητα μόνο ως μουσουλμανική (από συνθήκη Λωζάνης).
Το 2012 ο Άρειος Πάγος δεν αναγνώρισε την "Τουρκική Ένωση Ξάνθης" παρόλο που υπήρχε θετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) του 2008. Η αιτιολόγηση του Αρείου Πάγου ήταν, ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν είναι δεσμευτική για την Ελλάδα. Στις 30 Νοεμβρίου 2017, μετά από καταγγελία της Χρυσής Αυγής, η εισαγγελία διέταξε προκαταρτική εξέταση για ακαδημαϊκούς που ασχολούνται με τον όρο «τουρκική μειονότητα», αλλά μετά από παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών