Τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν επιβαρυνθεί σε υπερβολικό βαθμό από την ανάληψη κρατικών χρεών, σύμφωνα με όσα αναφέρει η Deutsche Bank.
Η τρέχουσα κρίση υπογραμμίζει τις πτυχές της συσχέτισης μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζών σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα μεγάλα πακέτα κρατικών ενισχύσεων που δόθηκαν για την καταπολέμηση της πανδημίας και την άμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεών της έχουν οδηγήσει σε αύξηση του χρέους των κρατών - μελών στη ζώνη του ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες αγόρασαν το ένα τρίτο (284 δισεκατομμύρια ευρώ) των ομολόγων που εκδόθηκαν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου 2020, προτού μειώσουν τη συμμετοχή τους στο τελευταίο τρίμηνο του 2020.
Οι τράπεζες έχουν αγοράσει επίσης πάνω από το ένα τέταρτο των ομολόγων, ύψους 53,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, που εκδόθηκαν από την ΕΕ έως τον Ιανουάριο του 2021, στο πλαίσιο του προγράμματος SURE.
Κίνδυνος για τις τράπεζες
Προφανώς, η ζήτηση από τις τράπεζες δίνει στις κυβερνήσεις το απαραίτητο χρηματοοικονομικό περιθώριο σε περιόδους κρίσης, και αυτό είναι ένα ισχυρό επιχείρημα για ρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ΕΕ χαλάρωσε τις απαιτήσεις της για τα ελάχιστα κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών, προκειμένου να διευκολύνει τη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Αυτές οι διευκολύνσεις αποσκοπούν επίσης στο να βοηθήσουν σε ό,τι αφορά τα ίδια κεφάλαια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Ωστόσο, η διόγκωση του χαρτοφυλακίου των κρατικών ομολόγων που διακρατούν οι τράπεζες τις καθιστά ευάλωτες στα δημοσιονομικά προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι χώρες στις οποίες διατηρούν την έδρα τους.
Υπό το τρέχον καθεστώς, οι τραπεζικές απαιτήσεις αυξάνονται όχι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα, μέσω κρατικών εγγυήσεων τραπεζικών δανείων προς τις ιδιωτικές εταιρείες.
Στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γερμανία, μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου 2020, αυτά ανήλθαν στα 320 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τραπεζική ένωση
Η τραπεζική ένωση θα βοηθήσει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και θα καταστήσει τις τράπεζες λιγότερο ευάλωτες - αλλά μόνο εάν υπάρξει αυστηρή μείωση του κινδύνου.
Οι αυξημένοι δείκτες των NPL εξακολουθούν να προκαλούν ανησυχία και ενδέχεται να αυξηθούν ξανά μετά από χρόνια προόδου.
Είναι δε απαραίτητο να εναρμονιστούν οι διαδικασίες επεξεργασίας και αναδιάρθρωσης δανείων που τελούν σε καθεστώς αθέτησης.
Το πτωχευτικό δίκαιο και η φορολόγηση των τραπεζών δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο.
Σε κάθε περίπτωση, οι κίνδυνοι που εγκυμονεί η κρατική επιβάρυνση πρέπει να μετριαστούν βάσει τόσο του πιστωτικού κινδύνου όσο και των ορίων συγκέντρωσης.
Παρόλο που η κεφαλαιακή επάρκεια δεν μπορεί να προστατεύσει πλήρως τις τράπεζες από ενδεχόμενη χρεοκοπία, μπορεί να τις αναγκάσει να σταθμίσουν τις αποδόσεις των ομολόγων έναντι του κόστους κεφαλαίου τους και να αποτρέψουν την υπερβολική έκθεση σε ομόλογα του Δημοσίου.
Το αντιπαράδειγμα της Ελλάδας
Τελικά, η όποια ρύθμιση θα πρέπει να αποθαρρύνει τις τράπεζες από το να ενσωματώσουν πρόσθετο αδικαιολόγητο κίνδυνο στους ισολογισμούς τους, επενδύοντας, σε μεγάλο βαθμό, σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλού -θεωρητικά- κινδύνου, όπως τα ομόλογα του Δημοσίου.
Στη χειρότερη περίπτωση, οι υπερμεγέθεις ισολογισμοί που είναι επιβαρυμένοι με δημόσιο χρέος μπορεί να αποτελέσουν ωρολογιακή βόμβα, όπως έδειξε δραματικά η πτώχευση της Ελλάδας το 2012.
www.bankingnews.gr
Deutsche Bank: Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επιβαρυνθεί υπερβολικά από κρατικό χρέος
Οι υπερμεγέθεις τραπεζικοί ισολογισμοί που είναι επιβαρυμένοι με δημόσιο χρέος μπορεί να αποτελέσουν ωρολογιακή βόμβα
Σχόλια αναγνωστών