Διαπιστώνει βελτίωση η Standard & Poor's... αλλά...
Μόνο στρωμένος με ροδοπέταλα δεν είναι ο δημοσιονομικός δρόμος για τη μείωση του ελληνικού χρέους, παρά την πανθομολογούμενη σε ονομαστικούς όρους βελτίωση της εγχώριας οικονομίας, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο Standard & Poor’s.
Η αλήθεια είναι πως η Ευρωζώνη, από δημοσιονομικής απόψεως, διανύει ένα έτος καμπής…
Οι έκτακτες συνθήκες οι οποίες είχαν διαμορφώσει το μακροοικονομικό περιβάλλον τα προηγούμενα χρόνια δίνουν σταδιακά τη θέση τους στην κανονικότητα…
Ωστόσο, οι διαδοχικοί κραδασμοί έχουν εντείνει την ανησυχία για το επίπεδο του χρέους.
Η S&P Global Ratings αναμένει ότι αυτές οι ανησυχίες, σε συνδυασμό με την τρέχουσα νομισματική πολιτική σύσφιξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), θα απαιτήσουν από τις χώρες της ΕΕ να επικεντρωθούν στη δημοσιονομική εξυγίανση.
Σημειωτέον πως τα δημοσιονομικά είναι ξανά στο προσκήνιο, εν αναμονή της εφαρμογής του νέου πλαισίου σταθερότητας, που θα διέπει τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών.
Πρόσθετο βάρος αποτελεί η επιβράδυνση της ανάπτυξης, που διαβρώνει μοιραία τα κυβερνητικά έσοδα, ενώ παραμονεύουν κίνδυνοι όπως το δημογραφικό, η πίεση για αύξηση των αμυντικών δαπανών και το χαρακτηριστικό επενδυτικό έλλειμμα, που για την Ελλάδα είναι πάγιο αίτημα και πρόβλημα.
Τα καλά νέα
Τα καλά νέα για την Ελλάδα, λέει ο S&P, είναι το ότι ήδη παρατηρείται μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ αλλά και πολιτική βούληση για δημοσιονομική εξυγίανση.
Οι πληρωμές τόκων, οι οποίες ήταν παρόμοιες με αυτές της Ισπανίας το 2022 (2,4% του ΑΕΠ), θα παραμείνουν συγκρατημένες έως το 2026, γεγονός το οποίο υποστηρίζεται από προφίλ του ελληνικού χρέους, το οποίο εν πολλοίς διακρατεί ο επίσημος τομέας (75%).
Η Ελλάδα επέστρεψε σε πρωτογενές πλεόνασμα ισοζυγίου το 2022, ενώ επωφελείται επίσης από μια πολύ μεγάλη μέση διάρκεια λήξης των ομολόγων της (περίπου 20 έτη), η οποία παρατείνει το χρόνο πριν οι υψηλότερες αποδόσεις μετακυλιστούν σε πληρωμές τόκων.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα που θα υπερβαίνει το 2% του ΑΕΠ 2024.
Περαιτέρω αυξήσεις του κόστους χρέους θα εξαρτηθούν από τον ρυθμό της ποσοτικής σύσφιξης, την οποία επιχειρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η δε ποσοτική σύσφιξη της ΕΚΤ, η οποία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023, θα μπορούσε να επιταχυνθεί εάν η ΕΚΤ περιορίσει ταχύτερα την επανεπένδυση των κρατικών ομολόγων που λήγουν, και τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του Πανδημικού Προγράμματος Έκτακτων Αγορών (PEPP), που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ταχύτερη ποσοτική σύσφιξη θα μπορούσε να αυξήσει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και τις πληρωμές τόκων.
Ο οίκος πιστεύει, ωστόσο, η ΕΚΤ θα επιδιώξει να αποφύγει τον χρηματοοικονομικό κατακερματισμό, ο οποίος θα μπορούσε να συμβεί εάν η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι άνιση σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Αυτός ο κατακερματισμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομη άνοδο των αποδόσεων σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει ασθενή πιστωτικά μεγέθη.
Τι χρειάζεται για τη μείωση του χρέους
Σε ό,τι αφορά την περαιτέρω μείωση του χρέους, ο οίκος επισημαίνει πως η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες για δημοσιονομική εξυγίανση τουλάχιστον ως το 2026.
Τυχόν αποτυχία πλήρους εφαρμογής των απαιτούμενων μέτρων θα μπορούσε να προκαλέσει αρνητικές ενέργειες αξιολόγησης.
Στο μεταξύ, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ θα τεθούν σε ισχύ το 2024 μετά από συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών τον Δεκέμβριο του 2023.
Συγκεκριμένα, η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η οποία ενεργοποιείται όταν μια χώρα παραβιάζει τους κανόνες, θα τεθεί σε ισχύ από τα μέσα Ιουνίου 2024, μετά τις ευρωεκλογές.
Στη συνέχεια η Ε.Ε θα αρχίσει να αξιολογεί αν τα κράτη συμμορφώνονται.
Οι νέοι κανόνες διατηρούν τα προηγούμενα ανώτατα όρια για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, στο 3% του ΑΕΠ και στο 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος.
Ωστόσο, το πλαίσιο περιλαμβάνει επίσης νέα μέτρα που παρέχουν ένα βαθμό ευκαμψία.
Σε κάθε περίπτωση, λέει ο οίκος, ο δημοσιονομικός δρόμος είναι στρωμένος με αγκάθια…
www.bankingnews.gr
Η αλήθεια είναι πως η Ευρωζώνη, από δημοσιονομικής απόψεως, διανύει ένα έτος καμπής…
Οι έκτακτες συνθήκες οι οποίες είχαν διαμορφώσει το μακροοικονομικό περιβάλλον τα προηγούμενα χρόνια δίνουν σταδιακά τη θέση τους στην κανονικότητα…
Ωστόσο, οι διαδοχικοί κραδασμοί έχουν εντείνει την ανησυχία για το επίπεδο του χρέους.
Η S&P Global Ratings αναμένει ότι αυτές οι ανησυχίες, σε συνδυασμό με την τρέχουσα νομισματική πολιτική σύσφιξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), θα απαιτήσουν από τις χώρες της ΕΕ να επικεντρωθούν στη δημοσιονομική εξυγίανση.
Σημειωτέον πως τα δημοσιονομικά είναι ξανά στο προσκήνιο, εν αναμονή της εφαρμογής του νέου πλαισίου σταθερότητας, που θα διέπει τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών.
Πρόσθετο βάρος αποτελεί η επιβράδυνση της ανάπτυξης, που διαβρώνει μοιραία τα κυβερνητικά έσοδα, ενώ παραμονεύουν κίνδυνοι όπως το δημογραφικό, η πίεση για αύξηση των αμυντικών δαπανών και το χαρακτηριστικό επενδυτικό έλλειμμα, που για την Ελλάδα είναι πάγιο αίτημα και πρόβλημα.
Τα καλά νέα
Τα καλά νέα για την Ελλάδα, λέει ο S&P, είναι το ότι ήδη παρατηρείται μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ αλλά και πολιτική βούληση για δημοσιονομική εξυγίανση.
Οι πληρωμές τόκων, οι οποίες ήταν παρόμοιες με αυτές της Ισπανίας το 2022 (2,4% του ΑΕΠ), θα παραμείνουν συγκρατημένες έως το 2026, γεγονός το οποίο υποστηρίζεται από προφίλ του ελληνικού χρέους, το οποίο εν πολλοίς διακρατεί ο επίσημος τομέας (75%).
Η Ελλάδα επέστρεψε σε πρωτογενές πλεόνασμα ισοζυγίου το 2022, ενώ επωφελείται επίσης από μια πολύ μεγάλη μέση διάρκεια λήξης των ομολόγων της (περίπου 20 έτη), η οποία παρατείνει το χρόνο πριν οι υψηλότερες αποδόσεις μετακυλιστούν σε πληρωμές τόκων.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα που θα υπερβαίνει το 2% του ΑΕΠ 2024.
Περαιτέρω αυξήσεις του κόστους χρέους θα εξαρτηθούν από τον ρυθμό της ποσοτικής σύσφιξης, την οποία επιχειρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η δε ποσοτική σύσφιξη της ΕΚΤ, η οποία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023, θα μπορούσε να επιταχυνθεί εάν η ΕΚΤ περιορίσει ταχύτερα την επανεπένδυση των κρατικών ομολόγων που λήγουν, και τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του Πανδημικού Προγράμματος Έκτακτων Αγορών (PEPP), που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ταχύτερη ποσοτική σύσφιξη θα μπορούσε να αυξήσει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και τις πληρωμές τόκων.
Ο οίκος πιστεύει, ωστόσο, η ΕΚΤ θα επιδιώξει να αποφύγει τον χρηματοοικονομικό κατακερματισμό, ο οποίος θα μπορούσε να συμβεί εάν η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι άνιση σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Αυτός ο κατακερματισμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομη άνοδο των αποδόσεων σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει ασθενή πιστωτικά μεγέθη.
Τι χρειάζεται για τη μείωση του χρέους
Σε ό,τι αφορά την περαιτέρω μείωση του χρέους, ο οίκος επισημαίνει πως η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες για δημοσιονομική εξυγίανση τουλάχιστον ως το 2026.
Τυχόν αποτυχία πλήρους εφαρμογής των απαιτούμενων μέτρων θα μπορούσε να προκαλέσει αρνητικές ενέργειες αξιολόγησης.
Στο μεταξύ, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ θα τεθούν σε ισχύ το 2024 μετά από συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών τον Δεκέμβριο του 2023.
Συγκεκριμένα, η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η οποία ενεργοποιείται όταν μια χώρα παραβιάζει τους κανόνες, θα τεθεί σε ισχύ από τα μέσα Ιουνίου 2024, μετά τις ευρωεκλογές.
Στη συνέχεια η Ε.Ε θα αρχίσει να αξιολογεί αν τα κράτη συμμορφώνονται.
Οι νέοι κανόνες διατηρούν τα προηγούμενα ανώτατα όρια για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, στο 3% του ΑΕΠ και στο 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος.
Ωστόσο, το πλαίσιο περιλαμβάνει επίσης νέα μέτρα που παρέχουν ένα βαθμό ευκαμψία.
Σε κάθε περίπτωση, λέει ο οίκος, ο δημοσιονομικός δρόμος είναι στρωμένος με αγκάθια…
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών