Κόντρα στο κλίμα η εκτίμηση της S&P
Πλέον, ο -αμερικανικός- οίκος αξιολόγησης «βλέπει» στο 2,4% την ανάπτυξη των ΗΠΑ το 2024, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για επίδοση 1,5%.
Η επικαλείται την καλύτερη του αναμενομένου αύξηση του ΑΕΠ στο β' εξάμηνο του 2023, αλλά και την ισχυρή αγορά εργασίας της χώρας.
Παράλληλα, εκτιμά ότι ο πληθωρισμός πιθανότατα θα συνεχίσει να επιβραδύνεται τους ερχόμενους μήνες.
Ωστόσο, τα πρακτικά της συνεδρίασης που έγινε στις 31 Ιανουαρίου 2024, κατά την οποία η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve, Fed) διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια στο εύρος 5,25% με 5,50%, έδειξαν τις δεύτερες σκέψεις της FOMC (Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής) για τις ενδεχόμενες μειώσεις επιτοκίων εντός του 2024.
Συγκεκριμένα, στη συνεδρίαση τα μέλη συμφώνησαν ότι η οικονομική δραστηριότητα επεκτάθηκε με σταθερό ρυθμό το δ' τρίμηνο του 2023, ενώ ο πληθωρισμός είχε υποχωρήσει αλλά παρέμεινε υψηλός.
«Τα μέλη έκριναν ότι οι κίνδυνοι για την επίτευξη των στόχων της Επιτροπής για την απασχόληση και τον πληθωρισμό κινούνταν σε καλύτερη ισορροπία. Τα μέλη θεώρησαν ότι οι οικονομικές προοπτικές (των ΗΠΑ) είναι αβέβαιες και συμφώνησαν να παραμείνουν ιδιαίτερα προσεκτικοί στους κινδύνους πληθωρισμού. (...) Τα μέλη συμφώνησαν ότι δεν περίμεναν ότι θα ήταν σκόπιμο να μειωθεί το εύρος στόχου έως ότου αποκτήσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς το 2%», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, τα μέλη συμφώνησαν να συνεχίσουν να μειώνουν τις διακρατήσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας σε τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου και τίτλους που υποστηρίζονται από στεγαστικά δάνεια, όπως περιγράφεται και στα προηγούμενα ανακοινωθέντα σχέδιά της.
«Όλα τα μέλη επιβεβαίωσαν την ισχυρή δέσμευσή τους να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%. (...) Συμφώνησαν επίσης ότι οι αξιολογήσεις τους θα λάβουν υπόψη ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των αναγνώσεων για τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, τις πληθωριστικές πιέσεις και τις πληθωριστικές προσδοκίες και τις οικονομικές και διεθνείς εξελίξεις. Δεδομένου ότι οι πιέσεις που εμφανίστηκαν σε ορισμένες τράπεζες στις αρχές του περασμένου έτους έχουν υποχωρήσει, τα μέλη συμφώνησαν να αφαιρέσουν από τη δήλωση την αναφορά στην ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ, καθώς και σε αυστηρότερους χρηματοοικονομικούς και πιστωτικούς όρους και τις επιπτώσεις τους στις οικονομικές προοπτικές», σημειώνεται στα πρακτικά. Βέβαια, να σχολιαστεί ότι, ακόμη, ουκ ολίγοι αναλυτές και επενδυτές «φωνάζουν» για μία ενδεχόμενη κατάρρευση στις μικρότερες τράπεζες των ΗΠΑ.
«Όσον αφορά τις εκτιμήσεις που σχετίζονται με μελλοντικές δράσεις πολιτικής, τα μέλη συμφώνησαν, δεδομένης της εκτίμησής τους ότι το επιτόκιο πολιτικής είναι πιθανό να βρίσκεται στο αποκορύφωμά του για αυτόν τον κύκλο σύσφιξης, να αφαιρέσουν την αναφορά στην έκταση οποιασδήποτε πρόσθετης σύσφιξης πολιτικής».
Η παραπάνω αναφορά μεταφράζεται σε μη περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων.
«Όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές, οι συμμετέχοντες έκριναν ότι η τρέχουσα στάση της νομισματικής πολιτικής ήταν περιοριστική και θα εξακολουθούσε να ασκεί πτωτική πίεση στην οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό. Αντίστοιχα, ανέμεναν ότι η προσφορά και η ζήτηση στις αγορές προϊόντων και εργασίας θα συνέχιζαν να κινούνται σε καλύτερη ισορροπία. (...)
Στη συζήτησή τους για τον τομέα των νοικοκυριών, οι συμμετέχοντες παρατήρησαν ότι οι καταναλωτικές δαπάνες ήταν υψηλότερες από τις αναμενόμενες, υποστηριζόμενες από τη χαμηλή ανεργία και τη σταθερή αύξηση του εισοδήματος. Ορισμένοι συμμετέχοντες έκριναν ότι η αύξηση της κατανάλωσης ήταν πιθανό να μετριαστεί φέτος, καθώς η αύξηση του εισοδήματος από την εργασία αναμενόταν να επιβραδυνθεί και οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις που σχετίζονται με την πανδημία αναμενόταν να μειωθούν. (...)
Στη συζήτηση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι συμμετέχοντες παρατήρησαν ότι οι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα είχαν υποχωρήσει σημαντικά από την περασμένη άνοιξη, αν και σημείωσαν τα τρωτά σημεία σε ορισμένες τράπεζες που έκριναν ότι δικαιολογείται παρακολούθηση. Αυτοί οι συμμετέχοντες παρατήρησαν πιθανούς κινδύνους για ορισμένες τράπεζες που σχετίζονται με αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, σημαντική εξάρτηση από ανασφάλιστες καταθέσεις, μη πραγματοποιηθείσες απώλειες περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν από την αύξηση των πιο μακροπρόθεσμων επιτοκίων ή υψηλά ανοίγματα σε CRE».
Την ίδια στιγμή, ουκ ολίγοι αναλυτές και επενδυτές προειδποιούν για ύφεση.
Πιο πρόσφατη πρόβλεψη αυτή του David Rosenberg, γνωστού οικονομολόγου, ο οποίος έκανε λόγο για ύφεση, η οποία δεν αναμένεται να είναι ρηχή, αλλά θα έχει διαστάσεις ανάλογες της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Σύμφωνα με οικονομικό δείκτη, τον οποίο ο Rosenberg αποκαλεί πλήρες μοντέλο, η πιθανότητα να βυθιστεί σε υφεσιακό «βάλτο» η αμερικανική οικονομία τους επόμενους 12 μήνες ξεπερνά το 85%... Αυτή είναι η υψηλότερη ένδειξη του μοντέλου από τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση το 2008.
Το μοντέλο βασίζεται σε έγγραφο εργασίας του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών, και αποτελείται από δείκτες χρηματοοικονομικών συνθηκών, την αναλογία χρέους-εξυπηρέτησης, τα spreads και το επίπεδο της καμπύλης αποδόσεων.
Ο Rosenberg είπε ότι αυτό το οικονομικό μοντέλο υπερέχει έναντι άλλων λόγω της δυνατότητάς του να παρέχει εγκαίρως προειδοποιήσεις για ύφεση.
Μάλιστα, δεν έχει εκπέμψει ψευδή σήματα από το 1999.
Όπως σημείωσε, στις αρχές του 2023 αυτό το μοντέλο πρότεινε πιθανότητα ύφεσης μόνο 12% - ενώ ο δείκτης καμπύλης αποδόσεων έλεγε ότι η πιθανότητα ύφεσης ήταν 50%.
Το «πλήρες μοντέλο» προέβλεψε την «ήπια προσγείωση» που είδαμε το 2023 - αλλά τώρα λέει ότι για το 2024 οι πιθανότητες ύφεσης είναι πολύ αυξημένες, είπε ο Rosenberg.
Το μοντέλο θέτει υπό αμφισβήτηση το αφήγημα ότι η οικονομία πρόκειται να πραγματοποιήσει ένα σενάριο «ήπιας προσγείωσης» ή «μη προσγείωσης» φέτος.
«Η πεποίθησή ότι η ύφεση έχει καθυστερήσει αλλά δεν έχει εκτροχιαστεί εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο» είπε ο Rosenberg, προσθέτοντας πως αν όντως υπάρξει ύφεση αυτό θα είναι καταστροφικό για το χρηματιστήριο…
«Λίγες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων προεξοφλούν αυτό το αποτέλεσμα, παρόλο που οι υφέσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του επιχειρηματικού κύκλου και σχεδόν πάντα έρχονται μετά από έναν κύκλο αύξησης των επιτοκίων της Fed που συνεχίζεται πέρα από το σημείο της αντιστροφής της καμπύλης αποδόσεων» δήλωσε ο επενδυτής.
Πέρα από τα παραπάνω, το μοντέλο που χρησιμοποίησε ο Rosenberg βοηθά να εξηγηθεί γιατί ο δείκτης καμπύλης απόδοσης που ακολουθείται προσεκτικά ήταν μέχρι στιγμής ανακριβής στην πρόβλεψη μιας ύφεσης.
«Η καμπύλη αποδόσεων δεν λειτούργησε ως προγνωστικός παράγοντας ύφεσης το 2017-19: οι χαλαρές οικονομικές συνθήκες, οι εξαιρετικά χαμηλές υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους και τα ευνοϊκά spreads αντιστάθμισαν το σήμα από την ανεστραμμένη καμπύλη αποδόσεων των ΗΠΑ» δήλωσε ο Rosenberg.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών