Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Νομισματικός Πόλεμος - Πώς Κίνα και Γερμανία έσωσαν το δολάριο το 2010 και γιατί αυτό δεν θα ξανασυμβεί

Νομισματικός Πόλεμος - Πώς Κίνα και Γερμανία έσωσαν το δολάριο το 2010 και γιατί αυτό δεν θα ξανασυμβεί
Η «κατακερματισμένη» παγκοσμιοποίηση και αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών ισχύος οδηγεί σε αλλαγή του νομισματικού καθεστώτος
Σύμφωνα με τον ο Olivier Blanchard (2016), πρώην επικεφαλής του τμήματος Έρευνας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με τον όρo νομισματικός πόλεμος περιγράφεται η γενικευμένη ανταγωνιστική υποτίμηση νομισμάτων.
Ζούμε σε αυτήν την εποχή;
Μετά τη  χρηματοπιστωτική κρίση και την υγειονομική κρίση του Covid επικράτησε η εντύπωση ότι η διατήρηση του δολαρίου ως κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος ήταν προς των συμφέρον όλων των «παικτών» και επικράτησε «νομισματική ειρήνη».
Μετά την έναρξη όμως της Ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία φάνηκε – όπως διαρκώς επισημαίνεται από το BN – η διαμόρφωση δύο σημαντικών γεωπολιτικών μπλοκ τα οποία ανταγωνίζονται για την παγκόσμια ηγεμονία σε ένα καθεστώς το οποίο η διεθνής οικονομική βιβλιογραφία και τα κορυφαία παγκόσμια οικονομία ΜΜΕ αποκαλούν «κερματισμένη» παγκοσμιοποίηση.

Το ιστορικό πλαίσιο των νομισματικών πολέμων

Κατά τον καθηγητή Barry Eichengreen (2013), του Πανεπιστημίου Berkeley της Καλιφόρνιας, η έννοια του νομισματικού πολέμου χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ως απάντηση στο πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE: quantitative easing) που υιοθέτησε από πλευράς νομισματικής πολιτικής η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών ( Federal Reserve) προκειμένου να αντιμετωπίσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/2009.
Η υποτίμηση του νομίσματος για να ενισχυθεί η εγχώρια οικονομία κάνοντας τις εξαγωγές διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών φθηνότερες, και βελτιώνοντας έτσι την διεθνή ανταγωνιστικότητα, παραπέμπει στις πολιτικές του τύπου “beggar-thy-neighbor” της δεκαετίας του 1930 (δηλαδή έχουμε έναν οικονομικό πόλεμο σε έναν συγκεκριμένο γεωπολιτικό χώρο).
Σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής της Fed, Ben Bernanke (2013), η καθηγήτρια Joan Robinson (1947) περιέγραψε το φαινόμενο των αλλεπάλληλων ανταγωνιστικών υποτιμήσεων νομισμάτων μετά την κρίση του 1929 στις Ηνωμένες Πολιτείες και την άτακτη εγκατάλειψη του «κανόνα του χρυσού» από τις ανεπτυγμένες οικονομίες της ευρωπαϊκής ηπείρου με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές εκείνης της δεκαετίας.
Κατά την οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Harvard, Carmen Reinhart (2016a), η αστάθεια στην διεθνή αγορά συναλλάγματος είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται εδώ και δεκαετίες, εάν όχι αιώνες.

Ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι μεγάλες υποτιμήσεις ή και καταρρεύσεις νομισμάτων αποτέλεσαν κάτι σύνηθες μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Ωστόσο οι περιπτώσεις λιγόστεψαν αισθητά ή εξέλειπαν την περίοδο ανάμεσα στο 2004 και το 2014, διάστημα το οποίο «μπορεί να μείνει στην ιστορία ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα» - και αυτό θα το δούμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας
Στην σύγχρονη κρίση, ανώτατοι αξιωματούχοι που εκπροσωπούν υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπογράμμισαν τον κίνδυνο ξεσπάσματος ενός ανεξέλεγκτου νομισματικού πολέμου στην περίπτωση διάλυσης της Ευρωζώνης και την ανάγκη συμφωνίας σε επίπεδο G-20 για συνεργασία και αποφυγή νομισματικών πολέμων.
Η ανάδυση των BRICS και η γενικότερη τάση χειραφέτησης από το χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο στηρίζεται στο δολάριο καθιστά εμπραγμάτους του ανωτέρω φόβους σε συνδυασμό με την χρήση του δολαρίου ως όπλου μέσω των ανεξέλεγτων κυρώσεων και την ανοικτή κλοπή των ρωσικών assets – παρά τα πρωτοφανή προβλήματα που προκαλεί σε επίπεδο εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου και στην αξιοπιστία του δυτικού συστήματος.
Στο πλαίσιο της συνάντησης του G-20 τον Οκτώβριο 2010 στη Νότιο Κορέα, ανώτατοι αξιωματούχοι καλούσαν τις Κε ντρικές Τράπεζες «να αποτρέψουν… μια ατέλειωτη μάχη... στις συναλλαγματικές ισοτιμίες».
Προηγμένες οικονομίες, συμπε ριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν αποθεματικά νομίσματα, θα είναι σε επαγρύπνηση ενάντια στην υπερβολική μεταβλητότητα και στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών». (U.S. Department of the Treasury, 2010).
Στιγμιότυπο_οθόνης_2024-08-17_153904.png
Το κοινό συμφέρον και η νομισματική ειρήνη

Η νομισματική ειρήνη θεμελιώθηκε από το κοινό συμφέρον που γέννησε η κρίση του 2007-8 για τους τρεις οικονομικά ισχυρότερους πόλους: Τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Αμερική, την Κίνα στην Ασία και την Γερμανία στην Ευρωζώνη.
Ως νομισματική ειρήνη τώρα, ορίζουμε τη συντονισμένη δράση στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του τριγώνου ΗΠΑ – Γερμανία (Ευρωζώνη) – Κίνα, προκειμένου να διατηρηθεί το status quo του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Κατά τους Eichengreen και Temin (2010): «…η απόφαση επιστροφής στον κανόνα του χρυσού και η διατήρηση της mentalité που άνθισε τον 19ο αιώνα επιτρέποντας την θεώρηση του νομισματικού αυτού συστήματος ως κανονικότητας στον τομέα των διεθνών νομισματικών σχέσεων, αντανακλούν βαθιές ιστορικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν σε μακρές χρονικές περιόδους...».
Ομοίως, η διατήρηση της κουλτούρας που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά με το νόμισμα των ΗΠΑ να κυριαρχεί ως μέσο συναλλαγών, ως μονάδα τιμολόγησης εμπορευμάτων, και ως μέσον αποθήκευσης πλούτου, ήταν μείζονος σημασίας για την διαχείριση της σύγχρονης κρίσης που ξέσπασε με την κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008.
Η νομισματική ειρήνη λοιπόν, επηρεάζεται από τον θεσμικό ρόλο των Κεντρικών Τραπεζών καθώς και από συγκεκριμένα νομισματικά και μακροοικονομικά μεγέθη όπως τα επιτόκια και ο πληθωρισμός.
Επομένως, η θεσμική κυριαρχία των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών και η δράση τους στο πλαίσιο συνεργασίας και συντονισμού –κατά το δυνατόν– της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής, θα πρέπει να ιδωθεί όχι μόνον ως απουσία «νομισματικoύ πολέμου» αλλά, αντιθέτως, ως εδραίωση της νομισματικής ειρήνης.
Τα συμφέροντα είναι αιώνια
Η κατάρρευση της Lehman άγγιξε την καρδιά του «αιώνιου» συμφέροντος της αμερικανικής υπερδύναμης: Απείλησε το κυρίαρχο καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος (Global Reserve Currency).
Ο Kissinger (2014) ανα φέρει την γνωστή ρήση του Λόρδου Pamlerston που διατυπώθηκε στην Βουλή των Κοινοτήτων το 1848: «Δεν υπάρχουν ούτε αιώνιοι σύμμαχοι, ούτε αιώνιοι εχθροί. Μόνο τα συμφέροντα είναι αιώνια».
Μετά το 2008, η διατάραξη της εύθραυστης χρηματοπιστωτικής ισορροπίας δημιούργησε την ανάγκη συμφωνίας των μεγάλων δυνάμεων με σκοπό τη νομισματική ειρήνη.
Οι αμερικανικές τοποθετήσεις στο εξωτερικό εξακολουθούσαν ωστόσο να φέρνουν πολύ καλύτερες αποδόσεις από όσο κόστιζε το αμερικανικό χρέος –είναι το προνόμιο που παρέχει η εμπιστοσύνη στο δολάριο–, πράγμα που περιόρισε την υποβάθμιση της αμερικανικής αρνητικής θέσης η οποία ήταν περίπου 10% του εθνικού εισοδήματος τη δεκαετία του 1990 και υπερβαίνει ελαφρά το 20% στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Ο σοβαρός κίνδυνος κατάρρευσης του δολαρίου ένωσε τα συμ φέροντα των τριών.
Για τις ΗΠΑ οι αιτίες είναι προφανείς: Η διαφύλαξη του «εξωφρενικά ακριβού προνομίου» του πράσινου νομίσματος συνιστά μόνιμο ζωτικό συμφέρον για την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στον παγκόσμιο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό χάρτη.

Τα κινεζικά συμφέροντα

Για την Κίνα, η αποτροπή της κατάρρευσης του δολαρίου ήταν κρισιμότατη καθώς ο πακτωλός δολαριακών συναλλαγματικών διαθεσίμων και αμερικανικών κυβερνητικών ομολόγων μέσω των οποίων ο ασιατικός δράκος ανακύκλωνε τα δολαριακά πλεονάσματα από τις εξαγωγές στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, θα υφίστατο ραγδαία απομείωση της αξιάς των περιουσιακών του στοιχείων.
Ενδεχόμενη αντίδραση της Κίνας με μαζικές πωλήσεις δολαρίων και αμερικανικών ομολόγων, προκειμένου να διαφοροποιηθεί το συναλλαγματικό ρίσκο, θα εξελισσόταν γρήγορα σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία καθώς θα επιτάχυνε την κατάρρευση του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Τέλος, το συμφέρον της Γερμανίας ταυτιζόταν με την κοινή «κόκκινη γραμμή» των άλλων δύο δυνάμεων, την αποτροπή δηλαδή του κινδύνου ανεξέλεγκτης υποτίμησης του αμερι κανικού δολαρίου.
Ο αντίλογος στο επιχείρημα ότι επειδή το ευρώ σχεδιάστηκε μεταξύ άλλων και ως αντίβαρο στην κυριαρχία που απολαμβάνει εδώ και μισό και πλέον αιώνα το πράσινο νόμισμα και επομένως θα ευνοείτο ως ανερχόμενο αποθεματικό νόμισμα από μια κρίση εμπιστοσύνης στο δολάριο, είναι πως η Γερμανία όχι μόνο δεν θα ισχυροποιούσε αλλά θα επιβάρυνε την θέση της από μια βίαιη ενδυνάμωση του ευρώ προϊούσης της κα τάρρευσης του δολαρίου, διότι η εξαγωγική μηχανή της γερμα νικής οικονομίας θα επιβραδυνόταν σημαντικά από ένα (απ τομα) πολύ σκληρό ευρώ ως σκιώδες μάρκο.
Συνεπώς, η Γερμανία είχε εξίσου ισχυρό συμφέρον να αποσοβηθεί ο κίνδυνος μιας ραγδαίας απαξίωσης του δολαριακού προνομίου˙ κοινό συμφέρον με το δίπολο Κίνας – Αμερικής.

Το παζλ των επιτοκίων κατά Greenspan και η υπόθεση Summers για στασιμοπληθωρισμό

Εάν θεωρήσουμε ως διαχωριστική γραμμή τη χρηματοπι στωτική κρίση του 2008-2009, το φαινόμενο συγκριτικά χαμηλότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε σχέση με το «κανονικό» επίπεδο που θα προέβλεπε η μακροοικονομική θεωρία παρατηρείται, και στην περίοδο προ της κρίσης, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ακριβώς στα μέσα της δεκαετίας του 2000, δηλαδή μερικά χρόνια πριν την κρίση, το φαινόμενο της σχεδόν επίπεδης, ενίοτε μάλιστα και ανεστραμμένης, καμπύλης των αμερικανικών επιτοκίων (προκύπτουσας λόγω των χαμηλότερων αποδόσεων στο μακροπρόθεσμο τμήμα της συγκρι τικά με ό,τι θα ανεμένετο «κανονικά») είχε χαρακτηρισθεί ως «αίνιγμα» (conundrum) από τον τότε πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Alan Greenspan .
Το ίδιο φαινόμενο ερμηνεύθηκε εν συνεχεία από τον μετέπειτα πρόεδρο της Fed Ben Bernanke πάντοτε στην περίοδο προ κρίσης, όταν ο τελευταίος επα νειλημμένως και εμφατικά τόνισε το ρόλο που διαδραματίζει ο παγκόσμιος «κορεσμός αποταμιεύσεων» (savings glut) στο χαμηλότερο του κανονικού επίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων/ αποδόσεων.

Αμφότεροι οι, πρώην πλέον, Αμερικανοί κεντρικοί τραπεζίτες αναφέρονταν στα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, οι τιμές των οποίων διαμορφώνονταν σε επίπεδα απο δόσεων χαμηλότερα από εκείνα που θα προέβλεπε ένα σύνηθες μακροοικονομικό μοντέλο. Προσφάτως, δηλαδή μερικά χρόνια μετά το διαχωριστικό σημείο που αναφέραμε, προκειμένου να το ποθετήσουμε χρονικά τις σημαντικές οικονομικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν με σκοπό να ερμηνεύσουν την πτωτική τροχιά των επιτοκίων, είτε σε απόλυτο επίπεδο είτε, συγκριτικά, υπό την μορφή περισσότερο οριζόντιων καμπύλων αντανακλώντας τα χα μηλότερα του «κανονικού» μακροπρόθεσμα επιτόκια, ο Αμερικανός πρώην υπουργός Οικονομικών Larry Summers επικαλέσθηκε μια θεωρία που πρωτοεμφανίσθηκε κατά την δεκαετία του 1930 στον απόηχο του κραχ της Wall Street το ’29.
Πρόκειται για την υπόθεση της «χρόνιας στασιμότητας» (secular stagnation) η οποία στοιχειοθετείται από το συστηματικά χαμηλότερο επί πεδο επενδύσεων και ρυθμών ανάπτυξης στις προηγμένες οικονομίες και συνιστά την ισχυρότερη δύναμη που οδηγεί καθοδικά το επίπεδο των επιτοκίων.
Από την άλλη πλευρά, ο Piketty (2014, σ. 100) υποστηρίζει ότι: «Αυτό που παίζεται τον 21ο αιώνα είναι η ενδεχόμενη επάνοδος σε μια ιστορική κατάσταση ασθενούς μεγέθυνσης... η μεγέθυνση υπήρξε πάντοτε σχετικά ασθενής, αν εξαιρέσουμε κάποιες έκτα κτες περιόδους ή φαινόμενα σύγκλισης... θα είναι ακόμη ασθε νέστερη στο μέλλον, τουλάχιστον όσον αφορά την δημογραφική της συνιστώσα». Επισημαίνουμε την διαφορετική οπτική θεώρηση της ιστορικής εξέλιξης των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης στην πολύ μακρά περίοδο από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, σε σχέση με την με λέτη των τελευταίων εκατό ετών, περιλαμβανομένων των δύο με γαλύτερων κρίσεων, του 1930 και του 2008.

Το σπάσιμο της «φούσκας»

Η κρίση που πυροδοτήθηκε από το σπάσιμο της «φούσκας» στην αγορά ακινήτων των Ηνωμένων Πολιτειών το 2007 απείλησε το κυρίαρχο καθεστώς του αμερικανικού δολαρίου ως πα γκόσμιου αποθεματικού νομίσματος μετά την κατάρρευση της Lehman το Σεπτέμβριο του 2008. Τ
ο ρήγμα που δημιουργήθηκε από την μετατόπιση των τεκτονικών πλακών του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναζωπύρωσε τον κίνδυνο κατάρρευσης του νομισματικού συστήματος, έθεσε υπό αμφισβή τηση την έννοια της «επένδυσης δίχως κίνδυνο» (risk-free rate) καθώς «ποιο περιουσιακό στοιχείο ήταν ασφαλές»;
Ο σοβαρός κίνδυνος κατάρρευσης του δολαρίου ένωσε γρήγορα τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και της Γερμανίας.
Το «εξωφρενικά ακριβό προνόμιο» του πράσινου νομίσματος έπρεπε πάση θυσία να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού για τις τρεις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις.
Με την Οικονομική και Νοmισματική Ένωση να είναι ατελής, η εμπιστοσύνη στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έπρεπε παράλληλα να διαφυλαχθεί με το χτίσιμο κατάλληλων μηχανισμών ως τειχών προστασίας απέναντι στην εκδήλωση κερδοσκοπικών πιέσεων.
Η Ευρωζώνη δεν είχε δικό της «Νομισματικό Ταμείο», χρειάσθηκε λοιπόν την τεχνο γνωσία και την συνδρομή του ΔΝΤ στα προγράμματα δημοσιο νομικής προσαρμογής των οικονομιών του ευρωπαϊκού νότου.
Έτσι, πρώτον, ο αμερικανικός παράγων απέκτησε κυρίαρχο ρόλο και ισχυρό λόγο στην ευρωζώνη.

Δεύτερον, η Γερμανία αξιοποίησε έναν ανεξάρτητο θεσμό ως φόβητρο εφαρμογής της δη μοσιονομικής προσαρμογής προς την κατεύθυνση των ισοσκελι σμένων προϋπολογισμών.
Και, τρίτον, η Κίνα κέρδισε την ισορροπία του δολαρίου καθόσον το ευρώ θα βρισκόταν και αυτό, πέρα από το δολάριο, στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, τουλάχιστον βραχυ- και μεσοπρόθεσμα, ο στόχος της νομισματικής ειρήνης επετεύχθη.
Με βαρύτατα όμως ανταλλάγματα όπως τον ακήρυχτο «οικονομικό πόλεμο» Βορρά – Νότου στην Ευρωζώνη, καθώς και τις ασκήσεις των Κεντρικών Τραπεζών σε αχαρτογράφητα νερά μη συμβατικής πολιτικής.
Ο οικονομικός αυτός πόλεμος εντός της ευρωζώνης έχει παρά πλευρες απώλειες και θύματα όπως όλοι οι αληθινοί πόλεμοι στην ιστορία.
Οι πληγές παραμένουν μεγάλες και πολλές: Ανεργία (ιδιαίτερα των νέων), διευρυμένη κοινωνική ανισότητα, ανε παρκής ζήτηση για επενδύσεις και ασυμμετρία μεταξύ Βορρά – Νότου εν τη απουσία του αναγκαίου μηχανισμού ανακύκλωσης πλεονασμάτων.
Μια συνθήκη που ευνοεί την συνεργασία αυτή είναι όταν υπάρχει ήδη ένα σύνολο πολιτικών και συμπεριφορών ως “πλαίσιο πολιτικής” (policy regime) που πρέπει να  
διαφυλαχθεί.
Υποστηρίζουμε ότι μετά το 2008 εδραιώθηκε η νομισματική ειρήνη ως πλαίσιο αμοιβαία επωφελούς οικονομικής συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ, Γερμανίας και Κίνας και αυτό το καθεστώς ανατρέπεται.
Η διατήρηση και διαφύλαξη του εν λόγω καθεστώτος οδήγησε στη συνέργεια μεταξύ των Fed και EKT (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) -  η νομισματική ειρήνη που εδραιώθηκε με την θεσμική δράση των Κεντρικών Τραπεζών ακολουθείται τώρα από έναν νομισματικό πόλεμο που θα αλλάξει βαθιά το χρηματοπιστωτικό σύστημα

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης