Tέσσερα μαθήματα ιστορίας για το πώς θα αντιδράσουν οι αγορές μετά τις εκλογές των ΗΠΑ
Καθοριστικό ρόλο στην πορεία που θα πάρουν οι αγορές τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες είναι οι αμερικανικές εκλογές στις 5 Νοεμβρίου 2024, σύμφωνα με τη γερμανική Deutsche Bank.
1. Το 2016, η υπερβολική εξάρτηση από τις προβλέψεις της αγοράς αποδείχθηκε επικίνδυνη.
Εύλογα η νίκη του Trump ήταν μια μεγάλη έκπληξη εκείνη την εποχή, για αυτό το χρηματιστήριο μετεκλογικά αντέδρασε αρνητικά, με τους επενδυτές να τελούν σε σοκ.
Οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν μόλις 28% πιθανότητα να κερδίσει, ενώ σε κρίσιμες πολιτείες όπως το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και η Πενσιλβάνια έδειχναν πως η Hillary Clinton προπορευόταν.
Αντίθετα το 2024, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Trump έχει 54% πιθανότητα νίκης.
Έτσι, ενώ οι επενδυτές είναι πολύ επικεντρωμένοι στην αντίδραση του 2016 και σε αυτό που συνέβη, αξίζει να θυμόμαστε ότι αυτό ήταν απάντηση σε ένα αποτέλεσμα έκπληξη, λέει η γερμανική τράπεζα.
Είναι σαφές ότι οι αγορές θα προβάλουν κάποια αντίδραση, δεδομένης της αβεβαιότητας που υπάρχει, αλλά τυχόν νίκη Trump δεν θα προκαλούσε την ίδια έκπληξη όπως την προηγούμενη φορά.
2. Ιστορικά, όταν τα εκλογικά αποτελέσματα επεκτείνουν την αβεβαιότητα, αποτελούν δύσκολο σκηνικό για τις αμερικανικές μετοχές.
Το 2000 και το 1876, το αποτέλεσμα μετά την ημέρα των εκλογών ήταν αμφίβολο.
Για περισσότερο από έναν μήνα και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε νικητής, λέει η Deutsche Bank.
Ειδικότερα, το 2000, ο George Bush κέρδισε με μικρή διαφορά 0,009% χάρη στη Φλόριντα.
Εν μέσω της αβεβαιότητας, ο S&P 500 υποχώρησε 1,6% την επόμενη μέρα (8 Νοεμβρίου) πριν δει περαιτέρω πτώση 0,7% και 2,4% την Πέμπτη και την Παρασκευή, αντίστοιχα.
Στην πραγματικότητα, ο Νοέμβριος του 2000 ήταν ο χειρότερος για τον S&P 500 εκείνη τη χρονιά, με πτώση 8% από την αρχή μέχρι το τέλος.
Πιο πίσω στο 1876, η διαμάχη ήταν ακόμη χειρότερη, χωρίς βεβαιότητα για τον νικητή μήνες μετά.
20 ψήφοι του Εκλογικού Κολεγίου ήταν αμφίβολες, και το Κογκρέσο δημιούργησε τελικά μια 15μελή Επιτροπή για να διευθετήσει τα οποία ζητήματα υπήρχαν.
Όπως και με τις εκλογές του 2000, οι αγορές μετοχών έπεσαν.
Βέβαια, είναι δύσκολο να διακριβωθεί αν αυτό συνέβη λόγω καλπών, αφού οι εκλογές του 1876 διεξήχθησαν ακριβώς στη μέση αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως «Μακρά Ύφεση» του 1873-79.
3. Ο έλεγχος του Κογκρέσου εγείρει επίσης θέματα – εάν ο νέος Πρόεδρος δεν είχε τον έλεγχο σε κανένα από τα σώματα, αυτό θα είχε ουσιαστικό αντίκτυπο στην ικανότητά του να υλοποιήσει την ατζέντα του.
Τον τελευταίο καιρό, κάθε νέος Πρόεδρος ελέγχει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου.
Αυτό το ατού συχνά χάνεται στα μέσα της προεδρίας τους, αλλά στην αρχή έχουν πάντα τον έλεγχο και επομένως την ικανότητα να εφαρμόσουν το νομοθετικό τους πρόγραμμα.
Αν μη τι άλλο, αυτό είναι ένα βασικό ζήτημα που αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών δαπανών (χωρίς τους οποίους μπορεί να συμβεί διακοπή λειτουργίας) ή της ανάγκης να αυξηθεί το ανώτατο όριο του χρέους, κάτι που απαιτεί πρόσθετη νομοθετική παρέμβαση.
Απαιτείται επίσης πλειοψηφία στη Γερουσία για την έγκριση των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των Διοικητών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Όμως, σε ένα σενάριο διχασμένης κυβέρνησης, αυτό δίνει στη συνέχεια στο άλλο μέρος ένα αποτελεσματικό δικαίωμα αρνησικυρίας σε σημαντικούς τομείς πολιτικής και θα μπορούσε να εμποδίσει τον Πρόεδρο να εφαρμόσει το νομοθετικό του πρόγραμμα.
Αυξάνει επίσης την προοπτική περισσότερων μαχών για τομείς όπως το ανώτατο όριο του χρέους, που συνήθως συμβαίνουν υπό διχασμένη κυβέρνηση και όχι με ενωμένη κυβέρνηση.
4. Οι πρόσφατες εκλογές δείχνουν ότι τα λάθη στις δημοσκοπήσεις συσχετίζονται, οπότε αν η μία πλευρά υποτιμάται σε ένα swing state, είναι πιθανό τα ίδια λάθη να συμβαίνουν και σε άλλες πολιτείες και στη μάχη για το Κογκρέσο. Το 2016 προσφέρει ένα καλό παράδειγμα αυτού.
Οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν τον Trump σε όλες τις μεσοδυτικές πολιτείες, με την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται στην Πενσιλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν. Αυτό ισχύει και για τη Γερουσία, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι ξεπέρασαν τις προσδοκίες και πέτυχαν πλειοψηφία 52-48.
Κάτι παρόμοιο έγινε το 2020, όπου οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν επίσης τον Trump και τους Ρεπουμπλικάνους, αν και όχι αρκετά για να κερδίσει ο Trump.
Αυτό συνέβη και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου οι Δημοκρατικοί δεν επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες, με αποτέλεσμα να κερδίσουν μόνο 222 έδρες.
«Έτσι και πάλι, τα λάθη στις δημοσκοπήσεις συσχετίστηκαν, με τη μία πλευρά να ξεπερνά τις προσδοκίες σε πολλούς τομείς» καταλήγει η Deutsche Bank.
www.bankingnews.gr
1. Το 2016, η υπερβολική εξάρτηση από τις προβλέψεις της αγοράς αποδείχθηκε επικίνδυνη.
Εύλογα η νίκη του Trump ήταν μια μεγάλη έκπληξη εκείνη την εποχή, για αυτό το χρηματιστήριο μετεκλογικά αντέδρασε αρνητικά, με τους επενδυτές να τελούν σε σοκ.
Οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν μόλις 28% πιθανότητα να κερδίσει, ενώ σε κρίσιμες πολιτείες όπως το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και η Πενσιλβάνια έδειχναν πως η Hillary Clinton προπορευόταν.
Αντίθετα το 2024, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Trump έχει 54% πιθανότητα νίκης.
Έτσι, ενώ οι επενδυτές είναι πολύ επικεντρωμένοι στην αντίδραση του 2016 και σε αυτό που συνέβη, αξίζει να θυμόμαστε ότι αυτό ήταν απάντηση σε ένα αποτέλεσμα έκπληξη, λέει η γερμανική τράπεζα.
Είναι σαφές ότι οι αγορές θα προβάλουν κάποια αντίδραση, δεδομένης της αβεβαιότητας που υπάρχει, αλλά τυχόν νίκη Trump δεν θα προκαλούσε την ίδια έκπληξη όπως την προηγούμενη φορά.
2. Ιστορικά, όταν τα εκλογικά αποτελέσματα επεκτείνουν την αβεβαιότητα, αποτελούν δύσκολο σκηνικό για τις αμερικανικές μετοχές.
Το 2000 και το 1876, το αποτέλεσμα μετά την ημέρα των εκλογών ήταν αμφίβολο.
Για περισσότερο από έναν μήνα και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε νικητής, λέει η Deutsche Bank.
Ειδικότερα, το 2000, ο George Bush κέρδισε με μικρή διαφορά 0,009% χάρη στη Φλόριντα.
Εν μέσω της αβεβαιότητας, ο S&P 500 υποχώρησε 1,6% την επόμενη μέρα (8 Νοεμβρίου) πριν δει περαιτέρω πτώση 0,7% και 2,4% την Πέμπτη και την Παρασκευή, αντίστοιχα.
Στην πραγματικότητα, ο Νοέμβριος του 2000 ήταν ο χειρότερος για τον S&P 500 εκείνη τη χρονιά, με πτώση 8% από την αρχή μέχρι το τέλος.
Πιο πίσω στο 1876, η διαμάχη ήταν ακόμη χειρότερη, χωρίς βεβαιότητα για τον νικητή μήνες μετά.
20 ψήφοι του Εκλογικού Κολεγίου ήταν αμφίβολες, και το Κογκρέσο δημιούργησε τελικά μια 15μελή Επιτροπή για να διευθετήσει τα οποία ζητήματα υπήρχαν.
Όπως και με τις εκλογές του 2000, οι αγορές μετοχών έπεσαν.
Βέβαια, είναι δύσκολο να διακριβωθεί αν αυτό συνέβη λόγω καλπών, αφού οι εκλογές του 1876 διεξήχθησαν ακριβώς στη μέση αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως «Μακρά Ύφεση» του 1873-79.
3. Ο έλεγχος του Κογκρέσου εγείρει επίσης θέματα – εάν ο νέος Πρόεδρος δεν είχε τον έλεγχο σε κανένα από τα σώματα, αυτό θα είχε ουσιαστικό αντίκτυπο στην ικανότητά του να υλοποιήσει την ατζέντα του.
Τον τελευταίο καιρό, κάθε νέος Πρόεδρος ελέγχει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου.
Αυτό το ατού συχνά χάνεται στα μέσα της προεδρίας τους, αλλά στην αρχή έχουν πάντα τον έλεγχο και επομένως την ικανότητα να εφαρμόσουν το νομοθετικό τους πρόγραμμα.
Αν μη τι άλλο, αυτό είναι ένα βασικό ζήτημα που αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών δαπανών (χωρίς τους οποίους μπορεί να συμβεί διακοπή λειτουργίας) ή της ανάγκης να αυξηθεί το ανώτατο όριο του χρέους, κάτι που απαιτεί πρόσθετη νομοθετική παρέμβαση.
Απαιτείται επίσης πλειοψηφία στη Γερουσία για την έγκριση των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των Διοικητών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Όμως, σε ένα σενάριο διχασμένης κυβέρνησης, αυτό δίνει στη συνέχεια στο άλλο μέρος ένα αποτελεσματικό δικαίωμα αρνησικυρίας σε σημαντικούς τομείς πολιτικής και θα μπορούσε να εμποδίσει τον Πρόεδρο να εφαρμόσει το νομοθετικό του πρόγραμμα.
Αυξάνει επίσης την προοπτική περισσότερων μαχών για τομείς όπως το ανώτατο όριο του χρέους, που συνήθως συμβαίνουν υπό διχασμένη κυβέρνηση και όχι με ενωμένη κυβέρνηση.
4. Οι πρόσφατες εκλογές δείχνουν ότι τα λάθη στις δημοσκοπήσεις συσχετίζονται, οπότε αν η μία πλευρά υποτιμάται σε ένα swing state, είναι πιθανό τα ίδια λάθη να συμβαίνουν και σε άλλες πολιτείες και στη μάχη για το Κογκρέσο. Το 2016 προσφέρει ένα καλό παράδειγμα αυτού.
Οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν τον Trump σε όλες τις μεσοδυτικές πολιτείες, με την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται στην Πενσιλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν. Αυτό ισχύει και για τη Γερουσία, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι ξεπέρασαν τις προσδοκίες και πέτυχαν πλειοψηφία 52-48.
Κάτι παρόμοιο έγινε το 2020, όπου οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν επίσης τον Trump και τους Ρεπουμπλικάνους, αν και όχι αρκετά για να κερδίσει ο Trump.
Αυτό συνέβη και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου οι Δημοκρατικοί δεν επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες, με αποτέλεσμα να κερδίσουν μόνο 222 έδρες.
«Έτσι και πάλι, τα λάθη στις δημοσκοπήσεις συσχετίστηκαν, με τη μία πλευρά να ξεπερνά τις προσδοκίες σε πολλούς τομείς» καταλήγει η Deutsche Bank.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών