Η αγορά ομολόγων βρίσκεται σε ευαίσθητη κατάσταση και ο κίνδυνος μιας στιγμής τύπου Liz Truss είναι μια καθόλου αμελητέα πιθανότητα υπό τις παρούσες συνθήκες
Με πολύ σοβαρή κρίση απειλείται η αγορά ομολόγων των ΗΠΑ καθώς οι επενδυτές ανησυχούν όλο και περισσότερο για το διογκούμενο αμερικανικό έλλειμμα, προειδοποιεί η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης, η γαλλική BNP Paribas…
Η σοβαρή αυτή προειδοποίηση για ένα ενδεχόμενο γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά στις παγκόσμιες αγορές έρχεται μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου από τον οίκο Moody’s.
Αναλυτές της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas δήλωσαν: «Η αγορά ομολόγων βρίσκεται σε ευαίσθητη κατάσταση και ο κίνδυνος μιας στιγμής τύπου Liz Truss είναι μια καθόλου αμελητέα πιθανότητα υπό τις παρούσες συνθήκες».
Οι φόβοι για την υπερχρεωμένη αμερικανική οικονομία έχουν ενταθεί μετά τον εμπορικό πόλεμο του Donald Trump, τον οποίο οι οικονομολόγοι θεωρούν ικανό να πυροδοτήσει ύφεση, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος μείωσε ορισμένους δασμούς.
Οι αναλυτές της BNP Paribas προειδοποίησαν ότι «δεν θα χρειαστεί πολύ» για να εκτιναχθεί το έλλειμμα από το 6,4% του ΑΕΠ «στο περίπου 9% του ΑΕΠ το 2026, εάν υπάρξει ύφεση φέτος».
Αυτό συμβαίνει ενώ το «μεγάλο, όμορφο» φορολογικό νομοσχέδιο του Trump, το οποίο αναμένεται να αυξήσει τον δανεισμό, επιβίωσε των ενδοκομματικών προστριβών των Ρεπουμπλικανών και αναμένεται να πάρει το πράσινο φως την Κυριακή.
Οι αναλυτές της γαλλικής τράπεζας δήλωσαν ότι, ενώ αναμένουν πως το Κογκρέσο θα συγκρατήσει τον πρόεδρο, η τρέχουσα συγκυρία είναι ιδιαίτερα τεταμένη.
«Το φορολογικό νομοσχέδιο που συζητείται στο Κογκρέσο αποτελεί ένα κρίσιμο σημείο ελέγχου – και πιθανόν σημείο καμπής για την αγορά ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου», τόνισαν.
Αμφιλεγόμενη «διάκριση»
Η αλήθεια είναι πάντως πως ο Donald Trump μόλις κατέκτησε μια αμφιλεγόμενη «διάκριση»: για πρώτη φορά εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ από κανέναν μεγάλο οίκο αξιολόγησης.
Η υποβάθμιση των ΗΠΑ από τον οίκο Moody’s την περασμένη εβδομάδα στην κατηγορία Aa1 στέρησε από τη χώρα την τελευταία της αξιολόγηση «τριπλού Α».
Έπειτα από την ιστορική υποβάθμιση από την S&P Global Ratings το 2011 και μια παρόμοια κίνηση της Fitch το 2023, η απόφαση της Moody’s αποτελεί ένα δυσάρεστο μήνυμα για τα αμερικανικά δημόσια οικονομικά — και βαραίνει άμεσα την προεδρία Trump.
Καθεμία από τις τρεις υποβαθμίσεις από τους κορυφαίους οίκους πηγάζει από το ίδιο βασικό πρόβλημα: χρόνια δημοσιονομική κακοδιαχείριση που οφείλεται στην πολιτική παράλυση.
Η υποβάθμιση της S&P το 2011 ήρθε μετά από μια σφοδρή διαμάχη για το ανώτατο όριο του χρέους και ένα σχέδιο περιορισμού του ελλείμματος το οποίο ο οίκος έκρινε ανεπαρκές, εν μέσω έντονης πολιτικής πόλωσης και έλλειψης αξιόπιστης λύσης.
Η υποβάθμιση της Fitch το 2023 προειδοποίησε για συνεχή επιδείνωση της διακυβέρνησης και μόνιμο παιγνίδι υψηλού κινδύνου γύρω από το όριο χρέους.
Τώρα, η Moody’s χτυπά τον δικό της συναγερμό: παρά μια δεκαετία αυξανόμενου χρέους και διαρκών ελλειμμάτων, η Ουάσιγκτον έχει ελάχιστα περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας.
Οι δαπάνες για κοινωνικά προγράμματα αυξάνονται, τα φορολογικά έσοδα υστερούν, και κανένα από τα δύο κόμματα δεν είναι πρόθυμο να συμβιβαστεί.
Το μήνυμα των οίκων είναι σαφές: το αδιέξοδο ανάμεσα στα κόμματα και η αβεβαιότητα ως προς τις πολιτικές έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Οι προηγούμενες υποβαθμίσεις δεν τρόμαξαν τους επενδυτές — το 2011, τα αμερικανικά ομόλογα σημείωσαν παραδόξως άνοδο μετά την υποβάθμιση από την S&P, ενώ η κίνηση της Fitch το 2023 είχε περιορισμένο και παροδικό αντίκτυπο στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων.
Αυτή τη φορά, όμως, παρατηρήθηκε άλμα στις αποδόσεις των 30ετών αμερικανικών ομολόγων πάνω από το 5%, ξεπερνώντας την πρόσφατη κορύφωση που είχε προκαλέσει η αμφιλεγόμενη ανακοίνωση Trump για αυξήσεις δασμών, την οποία είχε χαρακτηρίσει «ημέρα απελευθέρωσης».
Δίνουν σταθερή προοπτική
Όσο η αμερικανική κυβέρνηση συνεχίζει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, το χρέος του Δημοσίου θα διατηρεί τον χαρακτήρα του ως σημείο αναφοράς «χωρίς ρίσκο».
Και οι τρεις οίκοι αυτή τη στιγμή δίνουν σταθερή προοπτική στις ΗΠΑ, δείχνοντας ότι δεν επίκειται άμεση νέα υποβάθμιση.
Ωστόσο, η Moody’s έχει προειδοποιήσει ότι, εάν επιδεινωθούν περαιτέρω τα δημοσιονομικά μεγέθη ή η διακυβέρνηση, είναι πιθανή μια νέα μείωση της αξιολόγησης.
Με άλλα λόγια, ο Λευκός Οίκος έχει την ευθύνη να αποτρέψει μια ακόμη σοβαρότερη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ.
Σε πολιτικό επίπεδο, η απόφαση της Moody’s έχει εντείνει την ανταλλαγή κατηγοριών στην Ουάσιγκτον.
Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι δικαιώθηκαν στις προειδοποιήσεις τους για τη δημοσιονομική πολιτική του Trump — ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Chuck Schumer, χαρακτήρισε την απόφαση «καμπανάκι» για να σταματήσει το «δώρο φοροαπαλλαγών των Ρεπουμπλικανών που εκτοξεύει το έλλειμμα».
Οι Ρεπουμπλικανοί απαντούν ότι οι υπερβολικές δαπάνες —και όχι οι φοροαπαλλαγές— είναι «ο πραγματικός ένοχος», ενώ ορισμένοι απορρίπτουν την υποβάθμιση ως υπερβολική αντίδραση των οίκων αξιολόγησης.
Το σκηνικό αυτό θυμίζει προηγούμενες συγκρούσεις. Μετά την υποβάθμιση της S&P το 2011, κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη.
Η κυβέρνηση Obama μήνυσε, μάλιστα, την S&P το 2013 για σφάλματα κατά την οικονομική κρίση, υπόθεση που κατέληξε σε διακανονισμό 1,5 δισ. δολαρίων.
Και μετά την υποβάθμιση της Fitch το 2023, αξιωματούχοι του Biden κατήγγειλαν την κίνηση ως «αυθαίρετη».
Η άβολη αλήθεια είναι πως και τα δύο κόμματα έχουν συμβάλει στην αύξηση του χρέους της Αμερικής, αλλά κανένα δεν υποστηρίζει μια βιώσιμη λύση.
«Για περισσότερο από μία δεκαετία, το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω συνεχών δημοσιονομικών ελλειμμάτων», αναφέρει η Moody’s στην ανακοίνωση υποβάθμισης.
«Κατά την περίοδο αυτή, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν, ενώ οι φορολογικές περικοπές περιόρισαν τα έσοδα του κράτους. Καθώς τα ελλείμματα και το χρέος αυξήθηκαν και τα επιτόκια ανέβηκαν, οι πληρωμές τόκων για το κρατικό χρέος αυξήθηκαν αισθητά».
Η διαρθρωτική δυσλειτουργία —η βαθιά πόλωση και η μόνιμη πολιτική αντιπαράθεση— καθιστά ουσιαστικά αδύνατη τη σοβαρή δημοσιονομική μεταρρύθμιση. Και αυτή η δυσλειτουργία επιμένει.
Χωρίς μια διμερής συμφωνία για τις δαπάνες και τα έσοδα, η δημοσιονομική πορεία της χώρας θα επιδεινώνεται, όποιος κι αν βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Αμερική δεν «τιμωρείται» για τον υπερβολικό δανεισμό της είναι ο απαράμιλλος ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Ωστόσο, το μερίδιο των διεθνών αποθεμάτων που διακρατούνται σε δολάρια έχει μειωθεί από σχεδόν 80% τη δεκαετία του 1970 σε κάτω από 60% σήμερα.
Η Moody’s αναγνωρίζει ότι η κυριαρχία του δολαρίου ως αποθεματικού περιουσιακού στοιχείου προσφέρει στις ΗΠΑ εξαιρετική δημοσιονομική ευελιξία.
Ακόμη και μετά τις προηγούμενες υποβαθμίσεις, οι παγκόσμιοι επενδυτές συνέχισαν να αγοράζουν αμερικανικό χρέος, αναζητώντας την ασφάλειά του, υπογραμμίζοντας ότι ακόμη δεν υπάρχει σοβαρή εναλλακτική στη βάθος και ρευστότητα των αμερικανικών ομολόγων.
Όμως αυτή η «ασπίδα» δεν είναι αλάνθαστη ούτε διαρκής.
Κάθε κρίση γύρω από το όριο χρέους και κάθε προειδοποίηση υποβάθμισης διαβρώνει σταδιακά την εμπιστοσύνη στη δημοσιονομική διαχείριση των ΗΠΑ.
Η απώλεια του ΑΑΑ από όλους τους οίκους αποτελεί ένα συμβολικό πλήγμα στο κύρος της Αμερικής.
Θα έπρεπε να λειτουργήσει ως κίνητρο για την Ουάσιγκτον να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά της, πριν διαβρωθεί ουσιαστικά η εμπιστοσύνη στο δολάριο — και στην ίδια την οικονομική ιδιαιτερότητα του αμερικανικού συστήματος.
Προειδοποιητικά σημάδια
Σε κάθε περίπτωση, τα προειδοποιητικά σημάδια είναι μπροστά μας: ένα κραχ 30 τρισ. δολαρίων στην αγορά ομολόγων πλησιάζει, και κανείς δεν φαίνεται να ξέρει πώς να το αποτρέψει — ούτε καν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Jerome Powell.
Η απόδοση του 30ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου εκτινάχθηκε στο 5,012%, η 10ετής στο 4,54% και η 2ετής στο 4,023%. Δεν ήταν απλώς μια αντίδραση — ήταν μια κατάρρευση.
Αν ο Powell επιμείνει, οι αποδόσεις των ομολόγων μπορεί να συνεχίσουν να ανεβαίνουν πάνω από το επικίνδυνο όριο του 5%, φέρνοντας τις αγορές πιο κοντά σε μια πλήρη κατάρρευση.
Αυτό θα χτυπήσει τον δανεισμό των καταναλωτών, θα εκτοξεύσει τα επιτόκια στεγαστικών δανείων πάνω από το ήδη υψηλό 7,5% και θα «σκοτώσει» κάθε προσπάθεια ανάκαμψης της αγοράς κατοικίας.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις θα πληγούν επίσης λόγω του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης, ενώ τα πρώιμα σημάδια δείχνουν ήδη επιβράδυνση του ΑΕΠ λόγω της πίεσης από τους δασμούς στο πρώτο τρίμηνο.
Οι καταναλωτές, που αποτελούν το 70% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ίσως περιορίσουν τις δαπάνες τους, ειδικά εφόσον ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον στόχο του 2% της Fed.
Ένα κραχ στην αγορά ομολόγων μπορεί να στραγγαλίσει την οικονομία — και αν ο Powell δεν δράσει σύντομα, θα του επιρριφθούν βαριές ευθύνες.
Αλλά υπάρχει και μια παγίδα: η πρόωρη μείωση επιτοκίων, ειδικά με τους δασμούς να προσθέτουν πιθανώς έως και 1% στον δείκτη τιμών καταναλωτή (CPI), ενδέχεται να πυροδοτήσει νέο κύμα πληθωρισμού — ίσως και χειρότερο από αυτό του μοιραίου 2008.
Ο Powell έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα υποχωρήσει μπροστά στις πολιτικές πιέσεις.
Ωστόσο, αν η αγορά ομολόγων καταρρεύσει, μπορεί να μην έχει άλλη επιλογή.
Αν τα πράγματα βγουν εκτός ελέγχου, οι ΗΠΑ ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κρίση εξυπηρέτησης του χρέους.
Το εκτιμώμενο έλλειμμα των 2 τρισ. δολ. για το 2025 και οι τρέχουσες πληρωμές τόκων (που ήδη ανέρχονται στο 15% του προϋπολογισμού) θα γίνουν μη βιώσιμα.
Αυτό σημαίνει περικοπές αλλού, περαιτέρω υποβαθμίσεις και πιθανή απώλεια της αξιοπιστίας των αμερικανικών ομολόγων.
Υπάρχει επίσης κίνδυνος για τις τράπεζες. Όσες διακρατούν ομόλογα με χαμηλές αποδόσεις που αγοράστηκαν στα χρόνια της εύκολης ρευστότητας, ιδίως μικρές περιφερειακές τράπεζες, θα υποστούν τεράστιες ζημίες.
Το είδαμε αυτό με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank το 2023. Η επόμενη μπορεί να είναι ακόμη πιο δύσκολο να ελεγχθεί - και κάπως έτσι θυμηθήκαμε τη Lehman Brothers.
www.bankingnews.gr
Η σοβαρή αυτή προειδοποίηση για ένα ενδεχόμενο γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά στις παγκόσμιες αγορές έρχεται μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου από τον οίκο Moody’s.
Αναλυτές της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas δήλωσαν: «Η αγορά ομολόγων βρίσκεται σε ευαίσθητη κατάσταση και ο κίνδυνος μιας στιγμής τύπου Liz Truss είναι μια καθόλου αμελητέα πιθανότητα υπό τις παρούσες συνθήκες».
Οι φόβοι για την υπερχρεωμένη αμερικανική οικονομία έχουν ενταθεί μετά τον εμπορικό πόλεμο του Donald Trump, τον οποίο οι οικονομολόγοι θεωρούν ικανό να πυροδοτήσει ύφεση, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος μείωσε ορισμένους δασμούς.
Οι αναλυτές της BNP Paribas προειδοποίησαν ότι «δεν θα χρειαστεί πολύ» για να εκτιναχθεί το έλλειμμα από το 6,4% του ΑΕΠ «στο περίπου 9% του ΑΕΠ το 2026, εάν υπάρξει ύφεση φέτος».
Αυτό συμβαίνει ενώ το «μεγάλο, όμορφο» φορολογικό νομοσχέδιο του Trump, το οποίο αναμένεται να αυξήσει τον δανεισμό, επιβίωσε των ενδοκομματικών προστριβών των Ρεπουμπλικανών και αναμένεται να πάρει το πράσινο φως την Κυριακή.
Οι αναλυτές της γαλλικής τράπεζας δήλωσαν ότι, ενώ αναμένουν πως το Κογκρέσο θα συγκρατήσει τον πρόεδρο, η τρέχουσα συγκυρία είναι ιδιαίτερα τεταμένη.
«Το φορολογικό νομοσχέδιο που συζητείται στο Κογκρέσο αποτελεί ένα κρίσιμο σημείο ελέγχου – και πιθανόν σημείο καμπής για την αγορά ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου», τόνισαν.
Αμφιλεγόμενη «διάκριση»
Η αλήθεια είναι πάντως πως ο Donald Trump μόλις κατέκτησε μια αμφιλεγόμενη «διάκριση»: για πρώτη φορά εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ από κανέναν μεγάλο οίκο αξιολόγησης.
Η υποβάθμιση των ΗΠΑ από τον οίκο Moody’s την περασμένη εβδομάδα στην κατηγορία Aa1 στέρησε από τη χώρα την τελευταία της αξιολόγηση «τριπλού Α».
Έπειτα από την ιστορική υποβάθμιση από την S&P Global Ratings το 2011 και μια παρόμοια κίνηση της Fitch το 2023, η απόφαση της Moody’s αποτελεί ένα δυσάρεστο μήνυμα για τα αμερικανικά δημόσια οικονομικά — και βαραίνει άμεσα την προεδρία Trump.
Καθεμία από τις τρεις υποβαθμίσεις από τους κορυφαίους οίκους πηγάζει από το ίδιο βασικό πρόβλημα: χρόνια δημοσιονομική κακοδιαχείριση που οφείλεται στην πολιτική παράλυση.
Η υποβάθμιση της S&P το 2011 ήρθε μετά από μια σφοδρή διαμάχη για το ανώτατο όριο του χρέους και ένα σχέδιο περιορισμού του ελλείμματος το οποίο ο οίκος έκρινε ανεπαρκές, εν μέσω έντονης πολιτικής πόλωσης και έλλειψης αξιόπιστης λύσης.
Η υποβάθμιση της Fitch το 2023 προειδοποίησε για συνεχή επιδείνωση της διακυβέρνησης και μόνιμο παιγνίδι υψηλού κινδύνου γύρω από το όριο χρέους.
Τώρα, η Moody’s χτυπά τον δικό της συναγερμό: παρά μια δεκαετία αυξανόμενου χρέους και διαρκών ελλειμμάτων, η Ουάσιγκτον έχει ελάχιστα περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας.
Οι δαπάνες για κοινωνικά προγράμματα αυξάνονται, τα φορολογικά έσοδα υστερούν, και κανένα από τα δύο κόμματα δεν είναι πρόθυμο να συμβιβαστεί.
Το μήνυμα των οίκων είναι σαφές: το αδιέξοδο ανάμεσα στα κόμματα και η αβεβαιότητα ως προς τις πολιτικές έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Οι προηγούμενες υποβαθμίσεις δεν τρόμαξαν τους επενδυτές — το 2011, τα αμερικανικά ομόλογα σημείωσαν παραδόξως άνοδο μετά την υποβάθμιση από την S&P, ενώ η κίνηση της Fitch το 2023 είχε περιορισμένο και παροδικό αντίκτυπο στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων.
Αυτή τη φορά, όμως, παρατηρήθηκε άλμα στις αποδόσεις των 30ετών αμερικανικών ομολόγων πάνω από το 5%, ξεπερνώντας την πρόσφατη κορύφωση που είχε προκαλέσει η αμφιλεγόμενη ανακοίνωση Trump για αυξήσεις δασμών, την οποία είχε χαρακτηρίσει «ημέρα απελευθέρωσης».
Δίνουν σταθερή προοπτική
Όσο η αμερικανική κυβέρνηση συνεχίζει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, το χρέος του Δημοσίου θα διατηρεί τον χαρακτήρα του ως σημείο αναφοράς «χωρίς ρίσκο».
Και οι τρεις οίκοι αυτή τη στιγμή δίνουν σταθερή προοπτική στις ΗΠΑ, δείχνοντας ότι δεν επίκειται άμεση νέα υποβάθμιση.
Ωστόσο, η Moody’s έχει προειδοποιήσει ότι, εάν επιδεινωθούν περαιτέρω τα δημοσιονομικά μεγέθη ή η διακυβέρνηση, είναι πιθανή μια νέα μείωση της αξιολόγησης.
Με άλλα λόγια, ο Λευκός Οίκος έχει την ευθύνη να αποτρέψει μια ακόμη σοβαρότερη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ.
Σε πολιτικό επίπεδο, η απόφαση της Moody’s έχει εντείνει την ανταλλαγή κατηγοριών στην Ουάσιγκτον.
Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι δικαιώθηκαν στις προειδοποιήσεις τους για τη δημοσιονομική πολιτική του Trump — ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Chuck Schumer, χαρακτήρισε την απόφαση «καμπανάκι» για να σταματήσει το «δώρο φοροαπαλλαγών των Ρεπουμπλικανών που εκτοξεύει το έλλειμμα».
Οι Ρεπουμπλικανοί απαντούν ότι οι υπερβολικές δαπάνες —και όχι οι φοροαπαλλαγές— είναι «ο πραγματικός ένοχος», ενώ ορισμένοι απορρίπτουν την υποβάθμιση ως υπερβολική αντίδραση των οίκων αξιολόγησης.
Το σκηνικό αυτό θυμίζει προηγούμενες συγκρούσεις. Μετά την υποβάθμιση της S&P το 2011, κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη.
Η κυβέρνηση Obama μήνυσε, μάλιστα, την S&P το 2013 για σφάλματα κατά την οικονομική κρίση, υπόθεση που κατέληξε σε διακανονισμό 1,5 δισ. δολαρίων.
Και μετά την υποβάθμιση της Fitch το 2023, αξιωματούχοι του Biden κατήγγειλαν την κίνηση ως «αυθαίρετη».
Η άβολη αλήθεια είναι πως και τα δύο κόμματα έχουν συμβάλει στην αύξηση του χρέους της Αμερικής, αλλά κανένα δεν υποστηρίζει μια βιώσιμη λύση.
«Για περισσότερο από μία δεκαετία, το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω συνεχών δημοσιονομικών ελλειμμάτων», αναφέρει η Moody’s στην ανακοίνωση υποβάθμισης.
«Κατά την περίοδο αυτή, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν, ενώ οι φορολογικές περικοπές περιόρισαν τα έσοδα του κράτους. Καθώς τα ελλείμματα και το χρέος αυξήθηκαν και τα επιτόκια ανέβηκαν, οι πληρωμές τόκων για το κρατικό χρέος αυξήθηκαν αισθητά».
Η διαρθρωτική δυσλειτουργία —η βαθιά πόλωση και η μόνιμη πολιτική αντιπαράθεση— καθιστά ουσιαστικά αδύνατη τη σοβαρή δημοσιονομική μεταρρύθμιση. Και αυτή η δυσλειτουργία επιμένει.
Χωρίς μια διμερής συμφωνία για τις δαπάνες και τα έσοδα, η δημοσιονομική πορεία της χώρας θα επιδεινώνεται, όποιος κι αν βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Αμερική δεν «τιμωρείται» για τον υπερβολικό δανεισμό της είναι ο απαράμιλλος ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Ωστόσο, το μερίδιο των διεθνών αποθεμάτων που διακρατούνται σε δολάρια έχει μειωθεί από σχεδόν 80% τη δεκαετία του 1970 σε κάτω από 60% σήμερα.
Η Moody’s αναγνωρίζει ότι η κυριαρχία του δολαρίου ως αποθεματικού περιουσιακού στοιχείου προσφέρει στις ΗΠΑ εξαιρετική δημοσιονομική ευελιξία.
Ακόμη και μετά τις προηγούμενες υποβαθμίσεις, οι παγκόσμιοι επενδυτές συνέχισαν να αγοράζουν αμερικανικό χρέος, αναζητώντας την ασφάλειά του, υπογραμμίζοντας ότι ακόμη δεν υπάρχει σοβαρή εναλλακτική στη βάθος και ρευστότητα των αμερικανικών ομολόγων.
Όμως αυτή η «ασπίδα» δεν είναι αλάνθαστη ούτε διαρκής.
Κάθε κρίση γύρω από το όριο χρέους και κάθε προειδοποίηση υποβάθμισης διαβρώνει σταδιακά την εμπιστοσύνη στη δημοσιονομική διαχείριση των ΗΠΑ.
Η απώλεια του ΑΑΑ από όλους τους οίκους αποτελεί ένα συμβολικό πλήγμα στο κύρος της Αμερικής.
Θα έπρεπε να λειτουργήσει ως κίνητρο για την Ουάσιγκτον να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά της, πριν διαβρωθεί ουσιαστικά η εμπιστοσύνη στο δολάριο — και στην ίδια την οικονομική ιδιαιτερότητα του αμερικανικού συστήματος.
Προειδοποιητικά σημάδια
Σε κάθε περίπτωση, τα προειδοποιητικά σημάδια είναι μπροστά μας: ένα κραχ 30 τρισ. δολαρίων στην αγορά ομολόγων πλησιάζει, και κανείς δεν φαίνεται να ξέρει πώς να το αποτρέψει — ούτε καν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Jerome Powell.
Η απόδοση του 30ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου εκτινάχθηκε στο 5,012%, η 10ετής στο 4,54% και η 2ετής στο 4,023%. Δεν ήταν απλώς μια αντίδραση — ήταν μια κατάρρευση.
Αν ο Powell επιμείνει, οι αποδόσεις των ομολόγων μπορεί να συνεχίσουν να ανεβαίνουν πάνω από το επικίνδυνο όριο του 5%, φέρνοντας τις αγορές πιο κοντά σε μια πλήρη κατάρρευση.
Αυτό θα χτυπήσει τον δανεισμό των καταναλωτών, θα εκτοξεύσει τα επιτόκια στεγαστικών δανείων πάνω από το ήδη υψηλό 7,5% και θα «σκοτώσει» κάθε προσπάθεια ανάκαμψης της αγοράς κατοικίας.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις θα πληγούν επίσης λόγω του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης, ενώ τα πρώιμα σημάδια δείχνουν ήδη επιβράδυνση του ΑΕΠ λόγω της πίεσης από τους δασμούς στο πρώτο τρίμηνο.
Οι καταναλωτές, που αποτελούν το 70% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ίσως περιορίσουν τις δαπάνες τους, ειδικά εφόσον ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον στόχο του 2% της Fed.
Ένα κραχ στην αγορά ομολόγων μπορεί να στραγγαλίσει την οικονομία — και αν ο Powell δεν δράσει σύντομα, θα του επιρριφθούν βαριές ευθύνες.
Αλλά υπάρχει και μια παγίδα: η πρόωρη μείωση επιτοκίων, ειδικά με τους δασμούς να προσθέτουν πιθανώς έως και 1% στον δείκτη τιμών καταναλωτή (CPI), ενδέχεται να πυροδοτήσει νέο κύμα πληθωρισμού — ίσως και χειρότερο από αυτό του μοιραίου 2008.
Ο Powell έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα υποχωρήσει μπροστά στις πολιτικές πιέσεις.
Ωστόσο, αν η αγορά ομολόγων καταρρεύσει, μπορεί να μην έχει άλλη επιλογή.
Αν τα πράγματα βγουν εκτός ελέγχου, οι ΗΠΑ ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κρίση εξυπηρέτησης του χρέους.
Το εκτιμώμενο έλλειμμα των 2 τρισ. δολ. για το 2025 και οι τρέχουσες πληρωμές τόκων (που ήδη ανέρχονται στο 15% του προϋπολογισμού) θα γίνουν μη βιώσιμα.
Αυτό σημαίνει περικοπές αλλού, περαιτέρω υποβαθμίσεις και πιθανή απώλεια της αξιοπιστίας των αμερικανικών ομολόγων.
Υπάρχει επίσης κίνδυνος για τις τράπεζες. Όσες διακρατούν ομόλογα με χαμηλές αποδόσεις που αγοράστηκαν στα χρόνια της εύκολης ρευστότητας, ιδίως μικρές περιφερειακές τράπεζες, θα υποστούν τεράστιες ζημίες.
Το είδαμε αυτό με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank το 2023. Η επόμενη μπορεί να είναι ακόμη πιο δύσκολο να ελεγχθεί - και κάπως έτσι θυμηθήκαμε τη Lehman Brothers.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών