Το θετικό και το αρνητικό σενάριο
Η Σύνοδος του ΔΝΤ που είναι σε εξέλιξη στις ΗΠΑ θα είναι καθοριστική για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας αλλά και της κυβέρνησης Τσίπρα.
Καθώς σε αυτήν θα διαπιστωθεί κατά πόσο οι δανειστές είναι πρόθυμοι να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να βρουν από κοινού μια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση για το ελληνικό ζήτημα ή θα προτιμήσουν να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια της σημερινής κυβέρνησης.
Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι για να βγουν οι αριθμοί του ελληνικού προγράμματος πρέπει αφενός να μειωθεί το ελληνικό χρέος και αφετέρου να μειωθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Κάτι που επιθυμεί και η κυβέρνηση Τσίπρα (αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση).
Θέση με την οποία διαφωνεί σφόδρα κυρίως το Βερολίνο, το οποίο δεν θέλει να αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας απόφασης δεδομένου ότι έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο και η κυβέρνηση Merkel δέχεται πιέσεις και έντονη αμφισβήτηση.
Στάση βέβαια που προκαλεί νέο κύμα δυσαρέσκειας στο εσωτερικό της Γερμανίας, δεδομένου ότι η κυβέρνηση Merkel κατάφερε να επιτύχει την έγκριση του τρίτου ελληνικού προγράμματος από τη Bundestag με την υπόσχεση ότι σε αυτό το πρόγραμμα θα συμμετάσχει και το ΔΝΤ.
Το οποίο όμως με τη σειρά του διαμηνύει (όπως είπε χθες και η Lagarde) ότι για να συμμετάσχει, θα πρέπει να έχει λυθεί το θέμα του χρέους.
Το σκηνικό καθίσταται όμως πιο περίπλοκο και από τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρωζώνη και ΕΕ.
Η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, οι πιέσεις σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λόγω της σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής (σε συνδυασμό με άλλα κορυφαία ζητήματα – προκλήσεις, όπως το προσφυγικό, η τρομοκρατία, η άνοδος του εθνικισμού) έχει φουντώσει τη συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και για την ανάγκη μιας διαφορετικής πορείας και συνταγής, από αυτήν της λιτότητας.
Η λογική λέει ότι κανείς δεν θέλει μέσα σε αυτά τα σοβαρά προβλήματα, το ελληνικό ζήτημα να είναι ανοιχτό.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης (ευθύνη πρωτίστως της κυβέρνησης) και η διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (ευθύνη κυρίως των δανειστών) θα άνοιγαν το δρόμο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE (αγοράς κρατικών ομολόγων) από την ΕΚΤ.
Εξέλιξη που όπως υποστήριξε χθες σε δηλώσεις του στο Reuters ο υποδιοικητής της ΤτΕ, Γ. Μουρμούρας θα μπορούσε να είναι «καταλύτης για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές εντός του πρώτου τριμήνου του 2017).
Πρόκειται για ένα θετικό σενάριο τόσο για την οικονομία όσο και για την κυβέρνηση Τσίπρα.
Το οποίο μπορεί να μην έχει άμεσες θετικές συνέπειες στην τσέπη των πολιτών ή να μεταφράζεται ως το τέλος των φορολογικών επιβαρύνσεων, αλλά αν μη τι άλλο αποτελεί ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τη συνέχεια.
Για να υλοποιηθεί βέβαια το σενάριο αυτό θα πρέπει να υποχωρήσει το Βερολίνο.
Εάν η Γερμανία επιμείνει για οριστικές λύσεις στο χρέος μετά το 2018, το πρόβλημα παραμένει στο τραπέζι.
Στάση που – όπως προβλέπει και το ΔΝΤ – θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάγκη λήψης νέων σκληρών μέτρων.
Τα οποία όμως ούτε η κοινωνία αντέχει αλλά ούτε η σημερινή κυβέρνηση έχει τη δύναμη ή τη διάθεση να πάρει.
Ο τελευταίος λόγος για άλλη μια φορά είναι στο Βερολίνο.
Αυτό θα αποφασίσει τι θα συμβεί με την ελληνική οικονομία και εν πολλοίς ποια θα είναι η τύχη της κυβέρνησης Τσίπρα.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Καθώς σε αυτήν θα διαπιστωθεί κατά πόσο οι δανειστές είναι πρόθυμοι να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να βρουν από κοινού μια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση για το ελληνικό ζήτημα ή θα προτιμήσουν να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια της σημερινής κυβέρνησης.
Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι για να βγουν οι αριθμοί του ελληνικού προγράμματος πρέπει αφενός να μειωθεί το ελληνικό χρέος και αφετέρου να μειωθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Κάτι που επιθυμεί και η κυβέρνηση Τσίπρα (αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση).
Θέση με την οποία διαφωνεί σφόδρα κυρίως το Βερολίνο, το οποίο δεν θέλει να αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας απόφασης δεδομένου ότι έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο και η κυβέρνηση Merkel δέχεται πιέσεις και έντονη αμφισβήτηση.
Στάση βέβαια που προκαλεί νέο κύμα δυσαρέσκειας στο εσωτερικό της Γερμανίας, δεδομένου ότι η κυβέρνηση Merkel κατάφερε να επιτύχει την έγκριση του τρίτου ελληνικού προγράμματος από τη Bundestag με την υπόσχεση ότι σε αυτό το πρόγραμμα θα συμμετάσχει και το ΔΝΤ.
Το οποίο όμως με τη σειρά του διαμηνύει (όπως είπε χθες και η Lagarde) ότι για να συμμετάσχει, θα πρέπει να έχει λυθεί το θέμα του χρέους.
Το σκηνικό καθίσταται όμως πιο περίπλοκο και από τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρωζώνη και ΕΕ.
Η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, οι πιέσεις σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λόγω της σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής (σε συνδυασμό με άλλα κορυφαία ζητήματα – προκλήσεις, όπως το προσφυγικό, η τρομοκρατία, η άνοδος του εθνικισμού) έχει φουντώσει τη συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και για την ανάγκη μιας διαφορετικής πορείας και συνταγής, από αυτήν της λιτότητας.
Η λογική λέει ότι κανείς δεν θέλει μέσα σε αυτά τα σοβαρά προβλήματα, το ελληνικό ζήτημα να είναι ανοιχτό.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης (ευθύνη πρωτίστως της κυβέρνησης) και η διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (ευθύνη κυρίως των δανειστών) θα άνοιγαν το δρόμο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE (αγοράς κρατικών ομολόγων) από την ΕΚΤ.
Εξέλιξη που όπως υποστήριξε χθες σε δηλώσεις του στο Reuters ο υποδιοικητής της ΤτΕ, Γ. Μουρμούρας θα μπορούσε να είναι «καταλύτης για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές εντός του πρώτου τριμήνου του 2017).
Πρόκειται για ένα θετικό σενάριο τόσο για την οικονομία όσο και για την κυβέρνηση Τσίπρα.
Το οποίο μπορεί να μην έχει άμεσες θετικές συνέπειες στην τσέπη των πολιτών ή να μεταφράζεται ως το τέλος των φορολογικών επιβαρύνσεων, αλλά αν μη τι άλλο αποτελεί ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τη συνέχεια.
Για να υλοποιηθεί βέβαια το σενάριο αυτό θα πρέπει να υποχωρήσει το Βερολίνο.
Εάν η Γερμανία επιμείνει για οριστικές λύσεις στο χρέος μετά το 2018, το πρόβλημα παραμένει στο τραπέζι.
Στάση που – όπως προβλέπει και το ΔΝΤ – θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάγκη λήψης νέων σκληρών μέτρων.
Τα οποία όμως ούτε η κοινωνία αντέχει αλλά ούτε η σημερινή κυβέρνηση έχει τη δύναμη ή τη διάθεση να πάρει.
Ο τελευταίος λόγος για άλλη μια φορά είναι στο Βερολίνο.
Αυτό θα αποφασίσει τι θα συμβεί με την ελληνική οικονομία και εν πολλοίς ποια θα είναι η τύχη της κυβέρνησης Τσίπρα.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών