γράφει : Βασίλης Μεταξάς
Τα ελάχιστα δίκια και τα πολλά άδικα των εθνικιστών
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πλέον όπως ακριβώς τη θέλουμε.
Η άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η τραπεζική κρίση και η κρίση χρέους που ακολούθησαν, κατέστησαν την ΕΕ ένα άκρως τεχνοκρατικό μπλοκ, που "ξέχασε" τις θεμελιώδεις ιδρυτικές αξίες του.
Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν αθόρυβα ήδη από την υιοθέτηση του ευρώ, η οποία ανέδειξε στη συνέχεια τις τεράστιες ανισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών.
Κάποτε η ΕΕ αντιμετώπιζε τους πολίτες της σαν ανθρώπους. Τα τελευταία χρόνια τους αντιμετωπίζει σαν αριθμούς, βάζοντάς τους ουκ ολίγες φορές σε δεύτερη μοίρα για να "βγουν" οι λογαριασμοί (με φωτεινή εξαίρεση τη στάση ορισμένων κρατών στο μεταναστευτικό, όπως η Γερμανία, η Σουηδία και η Ελλάδα). Τρανό παράδειγμα η κρίση στην Ελλάδα αλλά και οι μηχανισμοί δημοσιονομικής επιτήρησης, οι οποίοι οδηγούν σε περικοπές δαπανών. Ορισμένες φορές αναγκαίων δαπανών. Η επιμονή στη λιτότητα πλήγωσε την αξιοπρέπεια και τις ζωές των πολιτών.
Επιπλέον, με τον μανδύα της συμμόρφωσης με τους κοινούς κανόνες από πλευράς κράτους – μέλους, δεν είναι δυνατόν μία επιτροπή λίγων ανθρώπων να παρεμβαίνει ενεργά και κατά συρροή στα εσωτερικά μίας χώρας. Ακόμη χειρότερα, είναι ανεπίτρεπτο να επιμένει και να εκβιάζει (όπως έγινε την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2015) για μη παραγωγικές πολιτικές, που φέρνουν σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τις αδύναμες ομάδες.
Ένα ακόμη σοβαρό "αγκάθι" για την ΕΕ, που προκάλεσε και το Brexit, είναι η "γερμανοκρατία". Και, αν και κάποιοι είμαστε αντίθετοι ιδεολογικά με τους ακραίους, πρέπει να παραδεχθούμε ότι έχουν δίκιο όταν διαμαρτύρονται έντονα για τον αυταρχισμό που επέδειξε το Βερολίνο όλα αυτά τα χρόνια. Δεν νοείται να συγκεντρώνονται, πχ, οι υπουργοί Οικονομικών 19 κρατών απλά για να αποφασίσουν ότι επιβάλει μια χώρα. Επιπλέον, δεν νοείται η Γερμανία να έχει "τσακίσει" τον εσωτερικό ανταγωνισμό στο ευρωπαϊκό εμπόριο, με πλεονάσματα-ρεκόρ που μεταφράζονται σε ελλείμματα των υπολοίπων κρατών.
Παράλληλα, μεταξύ άλλων, δεν νοείται στην ΕΕ, την καλύτερη περιοχή του πλανήτη για να ζεις, να καταγράφεται διψήφιο ποσοστό ανέργων νέων.
Η εν λόγω "στροφή" προς την τεχνοκρατία κοστίζει στην ΕΕ. Η ενίσχυση του εθνικισμού είναι μία αναπόφευκτη συνέπεια. Έχουν, όμως, απόλυτο δίκιο;
Ας θυμηθούμε όσα έχουμε ξεχάσει.
Η ΕΕ έχει προσφέρει ότι δεν θα πετύχαιναν ποτέ τα κράτη-μέλη από μόνα τους. Η πρόοδος όλων των χωρών από τη στιγμή που θα εισέλθουν στην Ένωση (βλέπε Βουλγαρία), το αποδεικνύει.
Και δεν είναι μόνο το οικονομικό κομμάτι, στο οποίο η Ελλάδα ωφελήθηκε περισσότερο από όλους. Η ΕΕ έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη να εκσυγχρονιστούν κοινωνικά, να αφήσουν οριστικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η Ελλάδα.
Ο λόγος που η χώρα μας εκσυγχρονίστηκε και ξέφυγε από τη γενικότερη νοοτροπία (πχ παραδοπιστία, εθνικισμός που οδήγησε σε πολέμους) των Βαλκανίων, είναι η ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος που πολλές βαλκανικές χώρες δεν μπορούν να εισέλθουν στην ΕΕ αυτή τη στιγμή: το γεγονός ότι δεν προτίθενται να εξελιχθούν κοινωνικά.
Μην ξεχνάμε το ακόμη σημαντικότερο: η ΕΕ διασφάλισε την ειρήνη σε μια περιοχή που επί αιώνες ταλανιζόταν από πολεμικές διαμάχες.
Μέσα σε όλα τα άλλα, η ΕΕ είναι αυτή που έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια πολίτες να ταξιδέψουν σε άλλες χώρες, καθώς κατέστησε τη μετάβαση εκτός συνόρων καθημερινότητα. Η ΕΕ είναι αυτή που έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια φοιτητές να σπουδάσουν δωρεάν σε άλλες χώρες εντός του μπλοκ. Όπως πολύ σωστά μου είχε πει κάποιος σε μια σχετική συζήτηση, "η ΕΕ είναι αυτό το τραπέζι": μιλούσαμε σε ένα τραπέζι με πολίτες από τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, το Βέλγιο, την Ελλάδα και ντόπιους -στην Ολλανδία.
Οπότε, έχουν δικαίωμα οι εθνικιστικές να αρνούνται μεταξύ άλλων την αποδοχή προσφύγων και μεταναστών, εις βάρος άλλων χωρών; Φυσικά και όχι. Από τη στιγμή που θες να απολαμβάνεις τα οφέλη, θα πρέπει να τηρείς και τις υποχρεώσεις σου. Στην προκειμένη περίπτωση, τις ποσοστώσεις. Επίσης, δεν γίνεται να επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο η ταλανιζόμενη Ελλάδα.
Τα οικονομικά οφέλη της Ελλάδας
Επειδή ορισμένοι αναγνώστες μιλούν μόνο τη γλώσσα των αριθμών, παραθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία σχετικά με τα οικονομικά οφέλη της Ελλάδας.
Όπως ανέφερε σε εκτενές άρθρο της (2017) η «Καθημερινή», η Ελλάδα έχει εισπράξει (καθαροί κοινοτικοί πόροι) 162 δισ. ευρώ από την ΕΕ για την περίοδο 1981-2016, ενώ, αν προστεθούν και οι πόροι που έχουν συμφωνηθεί να χρηματοδοτήσουν έργα και δράσεις έως το 2020, μέσα από το νέο ΕΣΠΑ και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η συνεισφορά της Ε.Ε. προσεγγίζει τα 200 δισ. ευρώ!
Το ποσό αυτό κατατάσσει την Ελλάδα μεταξύ των πιο ωφελημένων χωρών στην ιστορία της ΕΕ και αποτελεί το καθαρό ποσό που εισέρρευσε στη χώρα και όχι αυτό που είχε εγκριθεί στο πλαίσιο των διαφόρων προγραμματικών περιόδων και το οποίο προσεγγίζει τα 250 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την ανάλυση των κ. Γ. Οικονόμου και Κ. Καζαντζή στο υπό έκδοση βιβλίο «Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση: Από τη σύνδεση στην κρίση», σε επιμέλεια των κ. Ν. Μαραβέγια και Θ. Σακελλαρόπουλου, το καθαρό όφελος για τη χώρα μας παραμένει υψηλό ακόμη και αν από αυτό αφαιρεθεί η συνεισφορά μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό κάθε χρόνο. Πρόκειται για το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αφού αφαιρεθούν οι εισφορές, οι επιστροφές κονδυλίων που δεν απορροφήθηκαν, αλλά και τα εκατοντάδες εκατομμύρια των προστίμων που υποχρεώνεται να πληρώνει λόγω των ατασθαλιών και των παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας και το οποίο ανήλθε στα τέλη του 2015 στα 118,2 δισ. ευρώ.
«Η άποψη αυτή, που είναι και η κυρίαρχη σε όσους έχουν ελάχιστη γνώση των κοινοτικών πραγμάτων, δεν ακυρώνει την κριτική που υπάρχει για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης ή του ιδιωτικού τομέα να αξιοποιήσει επαρκώς τα κοινοτικά κονδύλια και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη, γεφυρώνοντας το χάσμα στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στη χώρα μας και τα άλλα αναπτυγμένα κράτη-μέλη. Αυτή η απόσταση είναι, άλλωστε, μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στη σημερινή κρίση», ανέφερε τότε εύστοχα ο αρθρογράφος.
Η ιστορία των κοινοτικών μεταβιβάσεων για την Ελλάδα έχει ξεκινήσει με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, το 1982. Ήταν τότε που η Ελλάδα, ως το νέο και πιο αδύναμο οικονομικά μέλος της Κοινότητας, κατέθεσε ένα μνημόνιο συνεργασίας το οποίο προέβλεπε την εξασφάλιση χρηματοδότησης για μια σειρά από μεγάλα έργα και παρεμβάσεις που θα συνέβαλαν στη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τους κοινοτικούς μέσους όρους. Είχε προηγηθεί η στήριξη της γεωργίας από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων και, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αποτέλεσε βασικό χρηματοδοτικό μηχανισμό στήριξης του αγροτικού εισοδήματος μέσω κατώτατων εγγυημένων τιμών και εισοδηματικών ενισχύσεων. Ακολούθησε το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, γνωστό ως πακέτο Ντελόρ (1988-1993), που έδωσε τη σκυτάλη στο Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το λεγόμενο πακέτο Σαντέρ (1994 -1999), και στη συνέχεια το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης της περιόδου 2000-2006. Από το 1988, την εποχή του πρώτου πακέτου Ντελόρ, οπότε θεσπίστηκαν πολυετείς δημοσιονομικές προοπτικές, οι σχετικές αποφάσεις συνδέθηκαν με τις «ιστορικές στιγμές» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τις στιγμές δηλαδή των μεγάλων επανεξισορροπήσεων της Ε.Ε., που σηματοδότησαν την ώθηση προς «περισσότερη Ευρώπη».
Καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000, η Ελλάδα φιγουράρει σταθερά στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες εισπράξεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η σχέση αυτή ανατράπηκε μετά τη διεύρυνση του 2004, χωρίς ωστόσο να στερήσει από τη χώρα μας τα υψηλά κονδύλια των δύο ΕΣΠΑ που ακολούθησαν. Στη μεγαλύτερη από τις κατηγορίες δαπανών του προϋπολογισμού, τη γεωργία την περίοδο 2007-2012, η Ελλάδα εισπράττει το 5% του συνόλου, μετά τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία, αλλά είναι δεύτερη στην κατάταξη μετά την Ιρλανδία σε εισπράξεις ανά κάτοικο. Αντίστοιχη είναι η εικόνα που προκύπτει για τις εισπράξεις από τα διαρθρωτικά ταμεία, με την Ελλάδα την ίδια περίοδο να κατατάσσεται στην τέταρτη θέση σε όρους απόλυτων μεγεθών και στην τρίτη θέση σε ό,τι αφορά τις εισπράξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από το 1981 το ύψος των καθαρών μεταβιβάσεων, δηλαδή αυτών που εισπράττουμε αφού αφαιρέσουμε τις εισφορές μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο διαρκώς και, από το 1,3 δισ. ευρώ του 1983, φτάσαμε τα 3 δισ. ευρώ το 1990 και τα 5,5 δισ. ευρώ το 2000. Το 2008, δηλαδή λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, οι κοινοτικές μεταβιβάσεις ανήλθαν σε επίπεδο-ρεκόρ, φθάνοντας τα 8,5 δισ. ευρώ, για να εξισορροπηθούν στη συνέχεια στο ύψος των 6,2 δισ. ευρώ το 2015, όταν, μετά την εθνική διαπραγμάτευση της χώρας και προκειμένου να κλείσει το ΕΣΠΑ χωρίς απώλειες κοινοτικών πόρων, συμφωνήθηκε ο μηδενισμός της εθνικής συμμετοχής στο πρόγραμμα και η εκταμίευση του συνόλου των κοινοτικών πόρων που απέμεναν για να ολοκληρωθεί το ΕΣΠΑ.
Οι μελέτες που έχουν γραφεί μέχρι σήμερα για τα οφέλη από τη συμμετοχή μας στην Ένωση προσδιορίζουν τη συνεισφορά της μεταξύ 2% και 5% του ΑΕΠ, σταθερά από το 1995 περίπου. Ειδικά την εποχή της κρίσης, που συνέπεσε με την έναρξη του πρώτου ΕΣΠΑ, δηλαδή την περίοδο 2007-2013, οι κοινοτικοί πόροι αποτελούν τον αποκλειστικό σχεδόν τροφοδότη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που χωρίς τα σχετικά κονδύλια θα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
Ο κατάλογος των έργων που χρηματοδοτήθηκαν με κοινοτικούς πόρους είναι μακρύς. Από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες, σαν αυτές που εγκαινιάστηκαν πρόσφατα από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ή άλλες όπως η Αττική Οδός, η Εγνατία Οδός, μεγάλα έργα υποδομής όπως το μετρό της Αθήνας, αλλά και χιλιάδες άλλα μικρά και μεγάλα έργα που είτε είναι ορατά κάνοντας μια απλή βόλτα στην πρωτεύουσα, στις πόλεις της περιφέρειας είτε όχι, είναι έργα που έχουν χρηματοδοτηθεί από την Ε.Ε. Ο κατάλογος των χρηματοδοτούμενων έργων είναι ανεξάντλητος και περιλαμβάνει βασικές υποδομές και υπηρεσίες της χώρας, όπως το Taxis, την ευρυζωνική διασύνδεση, τη σιδηροδρομική διασύνδεση, τη δημιουργία λιμένων, την ίδρυση και τον εκσυγχρονισμό νοσοκομείων, τη χρηματοδότηση πανεπιστημίων, την αναβάθμιση και τη δημιουργία μουσείων, μέχρι τη στήριξη των βρεφονηπιακών σταθμών, που λειτουργούν ακόμη και σήμερα χάρη στα κοινοτικά κονδύλια. Δισεκατομμύρια ευρώ δόθηκαν για τον εκσυγχρονισμό επιχειρήσεων, την εκπαίδευση και την απασχόληση εργαζομένων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και, αν και πολλά από αυτά σπαταλήθηκαν σε ανεπαρκείς δομές και αντιπαραγωγικές επενδύσεις, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η χώρα μας θα ήταν σήμερα σε καλύτερη θέση χωρίς αυτήν τη στήριξη.
Η κριτική δεν εξαντλείται στην αναποτελεσματική απορρόφηση των πόρων, αλλά και στη δημιουργία μιας συλλογικής ανυπακοής που κυριάρχησε για πολλά χρόνια ειδικά στον χώρο της γεωργίας. Από τον πειρασμό της «πράσινης ισοτιμίας» και την πρακτική «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά», οι εκάστοτε κυβερνήσεις υπέκυψαν χωρίς εξαιρέσεις είτε στα μεγάλα συμφέροντα του καρτέλ των κατασκευαστών είτε στα μικροσυμφέροντα και τις πολιτικές επιδιώξεις δημάρχων και άλλων τοπικών παραγόντων. Ερευνα του 2009 απέδειξε ότι 1 χλμ. του ΠΑΘΕ κόστιζε στη χώρα μας όσο 7 χλμ. στην Ισπανία ή την Πορτογαλία, ενώ χαρακτηριστική περίπτωση καθυστερήσεων εκτός από τους μεγάλους οδικούς άξονες είναι το Κτηματολόγιο και η διαχείριση των στερεών αποβλήτων.
Πίσω από αυτή την κριτική κρύβεται η γκρίζα πλευρά της ιστορίας των κοινοτικών πόρων. Εκτός από τις καθυστερήσεις, τις ατασθαλίες και τις υπερτιμολογήσεις μικρών και μεγάλων δημοσίων έργων, αρκετοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για την «κατάρα των πόρων» και η οποία δεν είναι άλλη από την υπερμεγέθυνση του δημόσιου τομέα και την ενίσχυση του πελατειακού κράτους, μέσα από τη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης μεταξύ της εκάστοτε πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και κοινωνικών ομάδων που συνδέονται με αυτή. Η κριτική αυτή κάθε άλλο παρά άδικη είναι εάν μάλιστα συνεκτιμηθεί ότι, παρά τον πακτωλό χρημάτων που εισέρρευσε στη χώρα επί τρεις δεκαετίες, η Ελλάδα χάνει θέσεις ανταγωνιστικότητας στον παγκόσμιο καταμερισμό, σχολιάζει η εφημερίδα.
Οπότε ας μην είμαστε αχάριστοι.
Η ΕΕ είναι ό,τι καλύτερο επετεύχθη πολιτικά παγκοσμίως, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντί να την καταργήσουμε και να γεμίσουμε με "φαντάσματα" του παρελθόντος, ας προσπαθήσουμε να τη βελτιώσουμε. Για να γίνει αυτό όμως, πρέπει πρώτα να την εκτιμήσουμε και να μην καταπίνουμε "αμάσητη" την λαϊκίστικη ή εθνικιστική ρητορική -τις περισσότερες φορές ταυτίζονται.
Το μίσος πρέπει να γίνει εποικοδομητική δράση και διάλογος. Δεν πρέπει να στρεφόμαστε πάντα ενάντια στον εύκολο στόχο των ξένων. Πρέπει πρώτα να στραφούμε στους εαυτούς μας και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Δεν πρέπει να κλείσουμε στα σύνορά μας. Πρέπει να εξευρωπαϊστούμε ακόμη περισσότερο και να διορθώσουμε τις ατέλειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
www.bankingnews.gr
Η άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η τραπεζική κρίση και η κρίση χρέους που ακολούθησαν, κατέστησαν την ΕΕ ένα άκρως τεχνοκρατικό μπλοκ, που "ξέχασε" τις θεμελιώδεις ιδρυτικές αξίες του.
Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν αθόρυβα ήδη από την υιοθέτηση του ευρώ, η οποία ανέδειξε στη συνέχεια τις τεράστιες ανισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών.
Κάποτε η ΕΕ αντιμετώπιζε τους πολίτες της σαν ανθρώπους. Τα τελευταία χρόνια τους αντιμετωπίζει σαν αριθμούς, βάζοντάς τους ουκ ολίγες φορές σε δεύτερη μοίρα για να "βγουν" οι λογαριασμοί (με φωτεινή εξαίρεση τη στάση ορισμένων κρατών στο μεταναστευτικό, όπως η Γερμανία, η Σουηδία και η Ελλάδα). Τρανό παράδειγμα η κρίση στην Ελλάδα αλλά και οι μηχανισμοί δημοσιονομικής επιτήρησης, οι οποίοι οδηγούν σε περικοπές δαπανών. Ορισμένες φορές αναγκαίων δαπανών. Η επιμονή στη λιτότητα πλήγωσε την αξιοπρέπεια και τις ζωές των πολιτών.
Επιπλέον, με τον μανδύα της συμμόρφωσης με τους κοινούς κανόνες από πλευράς κράτους – μέλους, δεν είναι δυνατόν μία επιτροπή λίγων ανθρώπων να παρεμβαίνει ενεργά και κατά συρροή στα εσωτερικά μίας χώρας. Ακόμη χειρότερα, είναι ανεπίτρεπτο να επιμένει και να εκβιάζει (όπως έγινε την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2015) για μη παραγωγικές πολιτικές, που φέρνουν σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τις αδύναμες ομάδες.
Ένα ακόμη σοβαρό "αγκάθι" για την ΕΕ, που προκάλεσε και το Brexit, είναι η "γερμανοκρατία". Και, αν και κάποιοι είμαστε αντίθετοι ιδεολογικά με τους ακραίους, πρέπει να παραδεχθούμε ότι έχουν δίκιο όταν διαμαρτύρονται έντονα για τον αυταρχισμό που επέδειξε το Βερολίνο όλα αυτά τα χρόνια. Δεν νοείται να συγκεντρώνονται, πχ, οι υπουργοί Οικονομικών 19 κρατών απλά για να αποφασίσουν ότι επιβάλει μια χώρα. Επιπλέον, δεν νοείται η Γερμανία να έχει "τσακίσει" τον εσωτερικό ανταγωνισμό στο ευρωπαϊκό εμπόριο, με πλεονάσματα-ρεκόρ που μεταφράζονται σε ελλείμματα των υπολοίπων κρατών.
Παράλληλα, μεταξύ άλλων, δεν νοείται στην ΕΕ, την καλύτερη περιοχή του πλανήτη για να ζεις, να καταγράφεται διψήφιο ποσοστό ανέργων νέων.
Η εν λόγω "στροφή" προς την τεχνοκρατία κοστίζει στην ΕΕ. Η ενίσχυση του εθνικισμού είναι μία αναπόφευκτη συνέπεια. Έχουν, όμως, απόλυτο δίκιο;
Ας θυμηθούμε όσα έχουμε ξεχάσει.
Η ΕΕ έχει προσφέρει ότι δεν θα πετύχαιναν ποτέ τα κράτη-μέλη από μόνα τους. Η πρόοδος όλων των χωρών από τη στιγμή που θα εισέλθουν στην Ένωση (βλέπε Βουλγαρία), το αποδεικνύει.
Και δεν είναι μόνο το οικονομικό κομμάτι, στο οποίο η Ελλάδα ωφελήθηκε περισσότερο από όλους. Η ΕΕ έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη να εκσυγχρονιστούν κοινωνικά, να αφήσουν οριστικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η Ελλάδα.
Ο λόγος που η χώρα μας εκσυγχρονίστηκε και ξέφυγε από τη γενικότερη νοοτροπία (πχ παραδοπιστία, εθνικισμός που οδήγησε σε πολέμους) των Βαλκανίων, είναι η ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος που πολλές βαλκανικές χώρες δεν μπορούν να εισέλθουν στην ΕΕ αυτή τη στιγμή: το γεγονός ότι δεν προτίθενται να εξελιχθούν κοινωνικά.
Μην ξεχνάμε το ακόμη σημαντικότερο: η ΕΕ διασφάλισε την ειρήνη σε μια περιοχή που επί αιώνες ταλανιζόταν από πολεμικές διαμάχες.
Μέσα σε όλα τα άλλα, η ΕΕ είναι αυτή που έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια πολίτες να ταξιδέψουν σε άλλες χώρες, καθώς κατέστησε τη μετάβαση εκτός συνόρων καθημερινότητα. Η ΕΕ είναι αυτή που έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια φοιτητές να σπουδάσουν δωρεάν σε άλλες χώρες εντός του μπλοκ. Όπως πολύ σωστά μου είχε πει κάποιος σε μια σχετική συζήτηση, "η ΕΕ είναι αυτό το τραπέζι": μιλούσαμε σε ένα τραπέζι με πολίτες από τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, το Βέλγιο, την Ελλάδα και ντόπιους -στην Ολλανδία.
Οπότε, έχουν δικαίωμα οι εθνικιστικές να αρνούνται μεταξύ άλλων την αποδοχή προσφύγων και μεταναστών, εις βάρος άλλων χωρών; Φυσικά και όχι. Από τη στιγμή που θες να απολαμβάνεις τα οφέλη, θα πρέπει να τηρείς και τις υποχρεώσεις σου. Στην προκειμένη περίπτωση, τις ποσοστώσεις. Επίσης, δεν γίνεται να επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο η ταλανιζόμενη Ελλάδα.
Τα οικονομικά οφέλη της Ελλάδας
Επειδή ορισμένοι αναγνώστες μιλούν μόνο τη γλώσσα των αριθμών, παραθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία σχετικά με τα οικονομικά οφέλη της Ελλάδας.
Όπως ανέφερε σε εκτενές άρθρο της (2017) η «Καθημερινή», η Ελλάδα έχει εισπράξει (καθαροί κοινοτικοί πόροι) 162 δισ. ευρώ από την ΕΕ για την περίοδο 1981-2016, ενώ, αν προστεθούν και οι πόροι που έχουν συμφωνηθεί να χρηματοδοτήσουν έργα και δράσεις έως το 2020, μέσα από το νέο ΕΣΠΑ και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η συνεισφορά της Ε.Ε. προσεγγίζει τα 200 δισ. ευρώ!
Το ποσό αυτό κατατάσσει την Ελλάδα μεταξύ των πιο ωφελημένων χωρών στην ιστορία της ΕΕ και αποτελεί το καθαρό ποσό που εισέρρευσε στη χώρα και όχι αυτό που είχε εγκριθεί στο πλαίσιο των διαφόρων προγραμματικών περιόδων και το οποίο προσεγγίζει τα 250 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την ανάλυση των κ. Γ. Οικονόμου και Κ. Καζαντζή στο υπό έκδοση βιβλίο «Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση: Από τη σύνδεση στην κρίση», σε επιμέλεια των κ. Ν. Μαραβέγια και Θ. Σακελλαρόπουλου, το καθαρό όφελος για τη χώρα μας παραμένει υψηλό ακόμη και αν από αυτό αφαιρεθεί η συνεισφορά μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό κάθε χρόνο. Πρόκειται για το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αφού αφαιρεθούν οι εισφορές, οι επιστροφές κονδυλίων που δεν απορροφήθηκαν, αλλά και τα εκατοντάδες εκατομμύρια των προστίμων που υποχρεώνεται να πληρώνει λόγω των ατασθαλιών και των παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας και το οποίο ανήλθε στα τέλη του 2015 στα 118,2 δισ. ευρώ.
«Η άποψη αυτή, που είναι και η κυρίαρχη σε όσους έχουν ελάχιστη γνώση των κοινοτικών πραγμάτων, δεν ακυρώνει την κριτική που υπάρχει για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης ή του ιδιωτικού τομέα να αξιοποιήσει επαρκώς τα κοινοτικά κονδύλια και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη, γεφυρώνοντας το χάσμα στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στη χώρα μας και τα άλλα αναπτυγμένα κράτη-μέλη. Αυτή η απόσταση είναι, άλλωστε, μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στη σημερινή κρίση», ανέφερε τότε εύστοχα ο αρθρογράφος.
Η ιστορία των κοινοτικών μεταβιβάσεων για την Ελλάδα έχει ξεκινήσει με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, το 1982. Ήταν τότε που η Ελλάδα, ως το νέο και πιο αδύναμο οικονομικά μέλος της Κοινότητας, κατέθεσε ένα μνημόνιο συνεργασίας το οποίο προέβλεπε την εξασφάλιση χρηματοδότησης για μια σειρά από μεγάλα έργα και παρεμβάσεις που θα συνέβαλαν στη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τους κοινοτικούς μέσους όρους. Είχε προηγηθεί η στήριξη της γεωργίας από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων και, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αποτέλεσε βασικό χρηματοδοτικό μηχανισμό στήριξης του αγροτικού εισοδήματος μέσω κατώτατων εγγυημένων τιμών και εισοδηματικών ενισχύσεων. Ακολούθησε το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, γνωστό ως πακέτο Ντελόρ (1988-1993), που έδωσε τη σκυτάλη στο Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το λεγόμενο πακέτο Σαντέρ (1994 -1999), και στη συνέχεια το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης της περιόδου 2000-2006. Από το 1988, την εποχή του πρώτου πακέτου Ντελόρ, οπότε θεσπίστηκαν πολυετείς δημοσιονομικές προοπτικές, οι σχετικές αποφάσεις συνδέθηκαν με τις «ιστορικές στιγμές» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τις στιγμές δηλαδή των μεγάλων επανεξισορροπήσεων της Ε.Ε., που σηματοδότησαν την ώθηση προς «περισσότερη Ευρώπη».
Καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000, η Ελλάδα φιγουράρει σταθερά στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες εισπράξεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η σχέση αυτή ανατράπηκε μετά τη διεύρυνση του 2004, χωρίς ωστόσο να στερήσει από τη χώρα μας τα υψηλά κονδύλια των δύο ΕΣΠΑ που ακολούθησαν. Στη μεγαλύτερη από τις κατηγορίες δαπανών του προϋπολογισμού, τη γεωργία την περίοδο 2007-2012, η Ελλάδα εισπράττει το 5% του συνόλου, μετά τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία, αλλά είναι δεύτερη στην κατάταξη μετά την Ιρλανδία σε εισπράξεις ανά κάτοικο. Αντίστοιχη είναι η εικόνα που προκύπτει για τις εισπράξεις από τα διαρθρωτικά ταμεία, με την Ελλάδα την ίδια περίοδο να κατατάσσεται στην τέταρτη θέση σε όρους απόλυτων μεγεθών και στην τρίτη θέση σε ό,τι αφορά τις εισπράξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από το 1981 το ύψος των καθαρών μεταβιβάσεων, δηλαδή αυτών που εισπράττουμε αφού αφαιρέσουμε τις εισφορές μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο διαρκώς και, από το 1,3 δισ. ευρώ του 1983, φτάσαμε τα 3 δισ. ευρώ το 1990 και τα 5,5 δισ. ευρώ το 2000. Το 2008, δηλαδή λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, οι κοινοτικές μεταβιβάσεις ανήλθαν σε επίπεδο-ρεκόρ, φθάνοντας τα 8,5 δισ. ευρώ, για να εξισορροπηθούν στη συνέχεια στο ύψος των 6,2 δισ. ευρώ το 2015, όταν, μετά την εθνική διαπραγμάτευση της χώρας και προκειμένου να κλείσει το ΕΣΠΑ χωρίς απώλειες κοινοτικών πόρων, συμφωνήθηκε ο μηδενισμός της εθνικής συμμετοχής στο πρόγραμμα και η εκταμίευση του συνόλου των κοινοτικών πόρων που απέμεναν για να ολοκληρωθεί το ΕΣΠΑ.
Οι μελέτες που έχουν γραφεί μέχρι σήμερα για τα οφέλη από τη συμμετοχή μας στην Ένωση προσδιορίζουν τη συνεισφορά της μεταξύ 2% και 5% του ΑΕΠ, σταθερά από το 1995 περίπου. Ειδικά την εποχή της κρίσης, που συνέπεσε με την έναρξη του πρώτου ΕΣΠΑ, δηλαδή την περίοδο 2007-2013, οι κοινοτικοί πόροι αποτελούν τον αποκλειστικό σχεδόν τροφοδότη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που χωρίς τα σχετικά κονδύλια θα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
Ο κατάλογος των έργων που χρηματοδοτήθηκαν με κοινοτικούς πόρους είναι μακρύς. Από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες, σαν αυτές που εγκαινιάστηκαν πρόσφατα από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ή άλλες όπως η Αττική Οδός, η Εγνατία Οδός, μεγάλα έργα υποδομής όπως το μετρό της Αθήνας, αλλά και χιλιάδες άλλα μικρά και μεγάλα έργα που είτε είναι ορατά κάνοντας μια απλή βόλτα στην πρωτεύουσα, στις πόλεις της περιφέρειας είτε όχι, είναι έργα που έχουν χρηματοδοτηθεί από την Ε.Ε. Ο κατάλογος των χρηματοδοτούμενων έργων είναι ανεξάντλητος και περιλαμβάνει βασικές υποδομές και υπηρεσίες της χώρας, όπως το Taxis, την ευρυζωνική διασύνδεση, τη σιδηροδρομική διασύνδεση, τη δημιουργία λιμένων, την ίδρυση και τον εκσυγχρονισμό νοσοκομείων, τη χρηματοδότηση πανεπιστημίων, την αναβάθμιση και τη δημιουργία μουσείων, μέχρι τη στήριξη των βρεφονηπιακών σταθμών, που λειτουργούν ακόμη και σήμερα χάρη στα κοινοτικά κονδύλια. Δισεκατομμύρια ευρώ δόθηκαν για τον εκσυγχρονισμό επιχειρήσεων, την εκπαίδευση και την απασχόληση εργαζομένων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και, αν και πολλά από αυτά σπαταλήθηκαν σε ανεπαρκείς δομές και αντιπαραγωγικές επενδύσεις, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η χώρα μας θα ήταν σήμερα σε καλύτερη θέση χωρίς αυτήν τη στήριξη.
Η κριτική δεν εξαντλείται στην αναποτελεσματική απορρόφηση των πόρων, αλλά και στη δημιουργία μιας συλλογικής ανυπακοής που κυριάρχησε για πολλά χρόνια ειδικά στον χώρο της γεωργίας. Από τον πειρασμό της «πράσινης ισοτιμίας» και την πρακτική «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά», οι εκάστοτε κυβερνήσεις υπέκυψαν χωρίς εξαιρέσεις είτε στα μεγάλα συμφέροντα του καρτέλ των κατασκευαστών είτε στα μικροσυμφέροντα και τις πολιτικές επιδιώξεις δημάρχων και άλλων τοπικών παραγόντων. Ερευνα του 2009 απέδειξε ότι 1 χλμ. του ΠΑΘΕ κόστιζε στη χώρα μας όσο 7 χλμ. στην Ισπανία ή την Πορτογαλία, ενώ χαρακτηριστική περίπτωση καθυστερήσεων εκτός από τους μεγάλους οδικούς άξονες είναι το Κτηματολόγιο και η διαχείριση των στερεών αποβλήτων.
Πίσω από αυτή την κριτική κρύβεται η γκρίζα πλευρά της ιστορίας των κοινοτικών πόρων. Εκτός από τις καθυστερήσεις, τις ατασθαλίες και τις υπερτιμολογήσεις μικρών και μεγάλων δημοσίων έργων, αρκετοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για την «κατάρα των πόρων» και η οποία δεν είναι άλλη από την υπερμεγέθυνση του δημόσιου τομέα και την ενίσχυση του πελατειακού κράτους, μέσα από τη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης μεταξύ της εκάστοτε πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και κοινωνικών ομάδων που συνδέονται με αυτή. Η κριτική αυτή κάθε άλλο παρά άδικη είναι εάν μάλιστα συνεκτιμηθεί ότι, παρά τον πακτωλό χρημάτων που εισέρρευσε στη χώρα επί τρεις δεκαετίες, η Ελλάδα χάνει θέσεις ανταγωνιστικότητας στον παγκόσμιο καταμερισμό, σχολιάζει η εφημερίδα.
Οπότε ας μην είμαστε αχάριστοι.
Η ΕΕ είναι ό,τι καλύτερο επετεύχθη πολιτικά παγκοσμίως, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντί να την καταργήσουμε και να γεμίσουμε με "φαντάσματα" του παρελθόντος, ας προσπαθήσουμε να τη βελτιώσουμε. Για να γίνει αυτό όμως, πρέπει πρώτα να την εκτιμήσουμε και να μην καταπίνουμε "αμάσητη" την λαϊκίστικη ή εθνικιστική ρητορική -τις περισσότερες φορές ταυτίζονται.
Το μίσος πρέπει να γίνει εποικοδομητική δράση και διάλογος. Δεν πρέπει να στρεφόμαστε πάντα ενάντια στον εύκολο στόχο των ξένων. Πρέπει πρώτα να στραφούμε στους εαυτούς μας και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Δεν πρέπει να κλείσουμε στα σύνορά μας. Πρέπει να εξευρωπαϊστούμε ακόμη περισσότερο και να διορθώσουμε τις ατέλειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών