Η εφαρμογή του προτεινόμενου μαθηματικού τύπου μπορεί να εκκινήσει το 2027
Η απόφαση της κυβέρνησης για μετακύληση του δείκτη αυξήσεων για μετά από τρία χρόνια σχετίζεται με την κυβερνητική δέσμευση, αφενός διασλυνδεσης του κατώτατου μισθού δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αφενός. Αφετέρου, με την κυβερνητική δέσμευση για την αύξηση στο κατώτατο στα 950 ευρώ το 2027 και στα 1.500 ευρώ μεικτά για τον μέσο μισθό.
Η κ. Νίκη Κεραμέως, απέστειλε χθες 8/10 το πόρισμα της επιτροπής για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας σχετικά με την επάρκεια των κατώτατων μισθών στην ΕΕ, που έγινε υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Πατρίνας Παπαρρηγοπούλου.
Στο πόρισμα προτείνει η χρήση μαθηματικού τύπου ως έναν πιο αντικειμενικό τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού, ακολουθώντας το παράδειγμα του γαλλικού συστήματος αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Σύμφωνα με αυτό, ο καθορισμός και η αναπροσαρμογή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου γίνεται αυτόματα, με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα:
- του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ής Ιουνίου του τρέχοντος για το χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών
- του ημίσεως του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Δηλαδή η Επιτροπή προτείνει η αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού να λαμβάνει υπόψιν και τον πληθωρισμό και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Ο μηχανισμός αυτός θα διατηρεί ακέραια την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα και θα επιτρέπει στους αμειβόμενους με κατώτατο μισθό να επωφελούνται από την αύξηση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών στην οικονομία.
Η εφαρμογή του προτεινόμενου μαθηματικού τύπου μπορεί να εκκινήσει το 2027, μετά την ενσωμάτωση της σχετικής Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και την προετοιμασία από την ΕΛΣΤΑΤ των απαραίτητων δεικτών υπολογισμού.
Επισημαίνεται ότι ο κατώτατος μισθός που θα διαμορφώνεται μέσω αυτού του συστήματος δεν επιτρέπεται να μειωθεί, διασφαλίζοντας έτσι το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων.
Στα πλεονεκτήματα συμπεριλαμβάνονται:
1. Η προβλεψιμότητα ως προς τη μελλοντική πορεία του κατώτατου μισθού, η οποία βοηθάει στη μείωση της αβεβαιότητας εργαζομένων και εργοδοτών και, κατά συνέπεια, στηρίζει αφενός τον προγραμματισμό των εργαζομένων και αφετέρου τη λειτουργία των επιχειρήσεων, ενώ ενθαρρύνονται οι επενδύσεις,
2. Η εισαγωγή των κριτηρίων της Οδηγίας με τρόπο που προστατεύει την διαμόρφωση κατώτατου μισθού από την απόκλιση από τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας, εξασφαλίζοντας έτσι την μακροχρόνια οικονομική διατηρησιμότητα,
3. Η προστασία της αγοραστικής δύναμης του χαμηλότερου 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών,
4. Η δικαιότερη κατανομή των μισθών για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία,
5. Η συνολική ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής της χώρας.
Παράλληλα, προτείνεται η δημιουργία Επιτροπής Διαβούλευσης, η οποία θα αποτελείται κυρίως από εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να διατυπώνει γνώμη για το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και την επικαιροποίησή του, αναβαθμίζοντας έτσι τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία.
Επιπλέον, προτείνεται η κατάρτιση οδικού χάρτη ("σχεδίου δράσης") για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με την ενεργή συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων.
Αυξήσεις εισφορών
Ο δείκτης μεταβολής μισθών στον ιδιωτικό τομέα θα χρησιμοποιείται και για τον καθορισμό της αύξησης των εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, προκειμένου να μην αυξάνονται με μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ό,τι σήμερα που υπολογίζονται με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Ουσιαστικά, οι εισφορές των μη μισθωτών, αντί να αυξάνονται κάθε χρόνο κατά το ποσοστό αύξησης του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους, θα συνδεθούν με τις αυξήσεις των μισθών του προηγούμενου έτους.
Ωστόσο για να αποφευχθεί η υπερβολική αύξηση των εισφορών βάση του γενικού δείκτη, θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ο Δείκτης Μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Υπενθυμίζεται πως φέτος οι εισφορές αυξήθηκαν κατά 3,5%, και την προηγούμενη χρονιά κατά 7,2% προκαλώντας την έντονη αποδοκιμασία των επαγγελματιών οι οποίοι ξεκαθάρισαν πως ενεργεί προσθετικά και πολλαπλασιαστικά στις ήδη υπάρχουσες οικονομικές επιβαρύνσεις.
Αντώνης Βασιλόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών