Η χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε στην αναβίωση μίας θεωρίας από τη δεκαετία του 1930, σχολιάζει ο Joseph Stiglitz
Η άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η επακόλουθη ανικανότητα ορισμένων να διορθώσουν την τεράστια ζημία που προκλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο, έφερε ξανά στο προσκήνιο μία θεωρία από τη δεκαετία του 1930, σχολιάζει σε άρθρο του στο «ProjectSyndicate» ο Νομπελίστας οικονομολόγος και καθηγητής του Columbia University, Joseph Stiglitz.
«Secular stagnation».
Η θεωρία της εν λόγω «στασιμότητας» αναπτύχθηκε αρχικά από τον Alvin Hansen το 1938, για να «περιγράψει τη μοίρα της αμερικανικής οικονομίας μετά τη Μεγάλη Ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1930: σχεδόν ανύπαρκτη οικονομική πρόοδο εν μέσω ελάχιστων επενδυτικών ευκαιριών και κλειστών συνόρων».
Οι χώρες που υποφέρουν από τα παραπάνω επιβαρύνονται με υπερβολική εξοικονόμηση πόρων και πολύ λίγες επενδύσεις.
Επίσης, ο κ. Hansen υπολόγισε ότι οι φτωχές οικονομίες της δεκαετίας του 1930 ήταν καταδικασμένες σε στασιμότητα λόγω των χαμηλών προοπτικών ανάπτυξης, αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της καινοτομίας και της γήρανσης του πληθυσμού.
Πίσω στο άρθρο του κ. Stiglitz, σημειώνεται χαρακτηριστικά πως οι υπαίτια της κρίσης του 2008 θεώρησαν την ιδέα της στασιμότητας ελκυστική, καθώς κάλυπτε την αποτυχία τους για μια ταχεία, ισχυρή ανάκαμψη.
Έτσι, καθώς η οικονομία εξασθενούσε, η ιδέα αναζωπυρώθηκε…
«Η ξαφνική αύξηση του ελλείμματος των ΗΠΑ, από περίπου 3% σε σχεδόν 6% του ΑΕΠ, λόγω ενός ανεπαρκώς σχεδιασμένου φορολογικού νομοσχεδίου και μιας αύξησης δαπανών, αύξησε την ανάπτυξη σε περίπου 4% και έφερε την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα 18 ετών.
Αυτά τα μέτρα μπορεί να είναι άσχημα, αλλά δείχνουν ότι με αρκετή δημοσιονομική στήριξη, μπορεί να επιτευχθεί πλήρης απασχόληση, ακόμη και όταν τα επιτόκια αυξάνονται πολύ πάνω από το μηδέν», αναφέρει για την κυβέρνηση του Donald Trump, συνεχίζοντας:
«Η κυβέρνηση του Barack Obama προχώρησε σε ένα μεγάλο λάθος το 2009, καθώς δεν επιδίωξε μεγαλύτερα, πιο μακροπρόθεσμα, πιο δομημένα και πιο ευέλικτα δημοσιονομικά κίνητροα.
Αν το έκανε αυτό, η ανάκαμψη της οικονομίας θα ήταν ισχυρότερη και δεν θα υπήρχε λόγος για στασιμότητα.
Μόνο το πλουσιότερο 1% είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατά τα πρώτα τρία χρόνια της αποκαλούμενης ανάκαμψης.
Κάποιοι από εμάς προειδοποίησαν τότε ότι η ύφεση ήταν πιθανό να είναι βαθιά και μακρά και ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν ισχυρότερο και διαφορετικό από αυτό που πρότεινε ο Barack Obama.
Υποψιάζομαι ότι το κύριο εμπόδιο ήταν η πεποίθηση ότι η οικονομία είχε μόλις βιώσει ένα μικρό "χτύπημα", από το οποίο θα ανακάμψει γρήγορα.
Βάλτε τις τράπεζες "στον γύψο", δώστε τους την αγαπημένη τους φροντίδα (με άλλα λόγια, κρατήστε τους τραπεζίτες υπόλογους ή ακόμα και να τους επιπλήξετε, μάλλον ενισχύστε το ηθικό τους καλώντας τους να σας συμβουλέψουν σχετικά με τη μελλοντική πορεία) και, πιο σημαντικό, με χρήματα, και σύντομα όλα θα ήταν καλά.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις από την οικονομική κρίση ήταν πιο μεγάλες και η μαζική ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου προς την κορυφή είχε εξασθενήσει τη συνολική ζήτηση.
Αυτό που χρειαζόταν ήταν κάτι περισσότερο από ένα μαζικό bailout στις τράπεζες.
Οι ΗΠΑ χρειάστηκαν μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος.
Η νομοθεσία Dodd-Frank του 2010 προχώρησε κάπως, αν και όχι αρκετά μακρυά, στην αποτροπή των τραπεζών να βλάψουν τους υπόλοιπους.
Αλλά δεν έκανε τίποτα για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες πράγματι κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν, εστιάζοντας περισσότερο, για παράδειγμα, στον δανεισμό προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. (…)
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής απέτυχαν να κάνουν αρκετά ακόμη και για να αποτρέψουν τα φτωχά νοικοκυριά από το να χάσουν τα σπίτια τους.
Οι πολιτικές συνέπειες αυτών των οικονομικών αποτυχιών ήταν προβλέψιμες: ήταν σαφές ότι υπήρχε ο κίνδυνος όσοι υπέστησαν τέτοια κακομεταχείριση να στραφούν σε δημαγωγό. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι ΗΠΑ θα βρεθούν σε τόσο κακή μοίρα να έχουν Πρόεδρο τον Donald Trump: ένας ρατσιστής μισογύνης που στρέφεται στην καταστροφή του κράτους δικαίου, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και δυσφημεί τους θεσμούς της Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης».
Κλείνοντας, με αφορμή και τη δημοσιονομική «ένεση» των Ρεπουμπλικάνων, σημειώνει πως τα μέτρα της κυβέρνησης (φορολογικές περικοπές και πρόγραμμα επενδύσεων σε υποδομές) τον Δεκέμβριο του 2017 και τον Ιανουάριο 2018 θα ήταν ακόμη ισχυρότερο μια δεκαετία νωρίτερα, όταν η ανεργία ήταν τόσο υψηλή.
Η αδύναμη ανάκαμψη δεν ήταν συνεπώς το αποτέλεσμα της «στασιμότητας».
Το πρόβλημα ήταν η ανεπάρκεια των κυβερνητικών πολιτικών…
Εδώ τίθεται ένα κεντρικό ερώτημα: Θα είναι τα ποσοστά ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια τόσο ισχυρά όσο ήταν στο παρελθόν;
Αυτό, φυσικά, εξαρτάται από το ρυθμό της τεχνολογικής αλλαγής.
«Υπάρχουν πολλά διδάγματα από την κρίση του 2008, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η πρόκληση ήταν -και παραμένει- πολιτική και όχι οικονομική:
Δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει εγγενώς την οικονομία μας να αναπτύσσεται κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πλήρη απασχόληση και την κοινή ευημερία.
Η στασιμότητα ήταν απλώς μια δικαιολογία για λανθασμένες οικονομικές πολιτικές».
www.bankingnews.gr
«Secular stagnation».
Η θεωρία της εν λόγω «στασιμότητας» αναπτύχθηκε αρχικά από τον Alvin Hansen το 1938, για να «περιγράψει τη μοίρα της αμερικανικής οικονομίας μετά τη Μεγάλη Ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1930: σχεδόν ανύπαρκτη οικονομική πρόοδο εν μέσω ελάχιστων επενδυτικών ευκαιριών και κλειστών συνόρων».
Οι χώρες που υποφέρουν από τα παραπάνω επιβαρύνονται με υπερβολική εξοικονόμηση πόρων και πολύ λίγες επενδύσεις.
Επίσης, ο κ. Hansen υπολόγισε ότι οι φτωχές οικονομίες της δεκαετίας του 1930 ήταν καταδικασμένες σε στασιμότητα λόγω των χαμηλών προοπτικών ανάπτυξης, αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της καινοτομίας και της γήρανσης του πληθυσμού.
Πίσω στο άρθρο του κ. Stiglitz, σημειώνεται χαρακτηριστικά πως οι υπαίτια της κρίσης του 2008 θεώρησαν την ιδέα της στασιμότητας ελκυστική, καθώς κάλυπτε την αποτυχία τους για μια ταχεία, ισχυρή ανάκαμψη.
Έτσι, καθώς η οικονομία εξασθενούσε, η ιδέα αναζωπυρώθηκε…
«Η ξαφνική αύξηση του ελλείμματος των ΗΠΑ, από περίπου 3% σε σχεδόν 6% του ΑΕΠ, λόγω ενός ανεπαρκώς σχεδιασμένου φορολογικού νομοσχεδίου και μιας αύξησης δαπανών, αύξησε την ανάπτυξη σε περίπου 4% και έφερε την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα 18 ετών.
Αυτά τα μέτρα μπορεί να είναι άσχημα, αλλά δείχνουν ότι με αρκετή δημοσιονομική στήριξη, μπορεί να επιτευχθεί πλήρης απασχόληση, ακόμη και όταν τα επιτόκια αυξάνονται πολύ πάνω από το μηδέν», αναφέρει για την κυβέρνηση του Donald Trump, συνεχίζοντας:
«Η κυβέρνηση του Barack Obama προχώρησε σε ένα μεγάλο λάθος το 2009, καθώς δεν επιδίωξε μεγαλύτερα, πιο μακροπρόθεσμα, πιο δομημένα και πιο ευέλικτα δημοσιονομικά κίνητροα.
Αν το έκανε αυτό, η ανάκαμψη της οικονομίας θα ήταν ισχυρότερη και δεν θα υπήρχε λόγος για στασιμότητα.
Μόνο το πλουσιότερο 1% είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατά τα πρώτα τρία χρόνια της αποκαλούμενης ανάκαμψης.
Κάποιοι από εμάς προειδοποίησαν τότε ότι η ύφεση ήταν πιθανό να είναι βαθιά και μακρά και ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν ισχυρότερο και διαφορετικό από αυτό που πρότεινε ο Barack Obama.
Υποψιάζομαι ότι το κύριο εμπόδιο ήταν η πεποίθηση ότι η οικονομία είχε μόλις βιώσει ένα μικρό "χτύπημα", από το οποίο θα ανακάμψει γρήγορα.
Βάλτε τις τράπεζες "στον γύψο", δώστε τους την αγαπημένη τους φροντίδα (με άλλα λόγια, κρατήστε τους τραπεζίτες υπόλογους ή ακόμα και να τους επιπλήξετε, μάλλον ενισχύστε το ηθικό τους καλώντας τους να σας συμβουλέψουν σχετικά με τη μελλοντική πορεία) και, πιο σημαντικό, με χρήματα, και σύντομα όλα θα ήταν καλά.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις από την οικονομική κρίση ήταν πιο μεγάλες και η μαζική ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου προς την κορυφή είχε εξασθενήσει τη συνολική ζήτηση.
Αυτό που χρειαζόταν ήταν κάτι περισσότερο από ένα μαζικό bailout στις τράπεζες.
Οι ΗΠΑ χρειάστηκαν μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος.
Η νομοθεσία Dodd-Frank του 2010 προχώρησε κάπως, αν και όχι αρκετά μακρυά, στην αποτροπή των τραπεζών να βλάψουν τους υπόλοιπους.
Αλλά δεν έκανε τίποτα για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες πράγματι κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν, εστιάζοντας περισσότερο, για παράδειγμα, στον δανεισμό προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. (…)
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής απέτυχαν να κάνουν αρκετά ακόμη και για να αποτρέψουν τα φτωχά νοικοκυριά από το να χάσουν τα σπίτια τους.
Οι πολιτικές συνέπειες αυτών των οικονομικών αποτυχιών ήταν προβλέψιμες: ήταν σαφές ότι υπήρχε ο κίνδυνος όσοι υπέστησαν τέτοια κακομεταχείριση να στραφούν σε δημαγωγό. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι ΗΠΑ θα βρεθούν σε τόσο κακή μοίρα να έχουν Πρόεδρο τον Donald Trump: ένας ρατσιστής μισογύνης που στρέφεται στην καταστροφή του κράτους δικαίου, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και δυσφημεί τους θεσμούς της Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης».
Κλείνοντας, με αφορμή και τη δημοσιονομική «ένεση» των Ρεπουμπλικάνων, σημειώνει πως τα μέτρα της κυβέρνησης (φορολογικές περικοπές και πρόγραμμα επενδύσεων σε υποδομές) τον Δεκέμβριο του 2017 και τον Ιανουάριο 2018 θα ήταν ακόμη ισχυρότερο μια δεκαετία νωρίτερα, όταν η ανεργία ήταν τόσο υψηλή.
Η αδύναμη ανάκαμψη δεν ήταν συνεπώς το αποτέλεσμα της «στασιμότητας».
Το πρόβλημα ήταν η ανεπάρκεια των κυβερνητικών πολιτικών…
Εδώ τίθεται ένα κεντρικό ερώτημα: Θα είναι τα ποσοστά ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια τόσο ισχυρά όσο ήταν στο παρελθόν;
Αυτό, φυσικά, εξαρτάται από το ρυθμό της τεχνολογικής αλλαγής.
«Υπάρχουν πολλά διδάγματα από την κρίση του 2008, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η πρόκληση ήταν -και παραμένει- πολιτική και όχι οικονομική:
Δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει εγγενώς την οικονομία μας να αναπτύσσεται κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πλήρη απασχόληση και την κοινή ευημερία.
Η στασιμότητα ήταν απλώς μια δικαιολογία για λανθασμένες οικονομικές πολιτικές».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών