Η κρίση στο εσωτερικό κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες ευάλωτες στο εξωτερικό, επίσημαίνει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs
Καθώς η θετική εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών υποχωρεί, μειώνεται και η ικανότητά τους να εμφανιστούν ως πρότυπο για να το μιμηθούν οι άλλοι, ενώ το ίδιο ισχύει και για την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να ασκούν κριτική ή να πιέζουν άλλες χώρες για τις αποτυχίες τους, αναδεικνύει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs.
Οι αναλυτές των διεθνών υποθέσεων σπάνια επικεντρώνονται στο πώς η εγχώρια κατάσταση των Ηνωμένων Πολιτειών διαμορφώνει την επιρροή και το ρόλο της χώρας στον κόσμο, αλλά σήμερα η σύνδεση δεν θα μπορούσε να είναι πιο σχετική.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν επί του παρόντος τρεις αναταραχές ταυτόχρονα: την πανδημία COVID-19, τους οικονομικούς μετασεισμούς αυτής της έκτακτης κατάστασης, και τις πολιτικές διαμαρτυρίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, βιαιότητες που προκλήθηκαν από το βίντεο της δολοφονίας του George Floyd, ενός 46χρονου Αφροαμερικανού, από αστυνομικούς στη Μινεάπολη.
Οι τρεις κρίσεις αυτής της εποχής θα επηρεάσουν αναμφίβολα την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες για τα τρία τέταρτα ενός αιώνα υπήρξαν η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο.
Όντως, οι πρόσφατες εξελίξεις θα μπορούσαν να έχουν μια βαθιά και διαρκή επίδραση στην αμερικανική επιρροή.
Εκτός κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες καταφέρουν να συνέλθουν για να αντιμετωπίσουν τις επίμονες κοινωνικές και πολιτικές διαφορές τους, οι παγκόσμιες προοπτικές για την δημοκρατία ίσως εξασθενήσουν, οι φίλοι και οι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών ίσως επανεξετάσουν την απόφασή τους να θέσουν την ασφάλειά τους στα αμερικανικά χέρια, και οι ανταγωνιστές ίσως να ξεφορτωθούν κάποια ή ολόκληρη την παραδοσιακή τους σύνεση.
Ο κόσμος παρακολουθεί
Το παράδειγμα που δίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και η εικόνα που προβάλλουν στο εξωτερικό μπορεί είτε να μεγεθύνουν την αμερικανική ισχύ είτε να την μειώσουν.
Παρ’ όλα αυτά για τα οποία η εξωτερική πολιτική θεωρείται κοινώς ως δικαιοδοσία αξιωματούχων και διπλωμάτων -διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις, ανακοινώσεις, διαβήματα, σύνοδοι κορυφής και πολλά άλλα- η εξωτερική πολιτική δια του παραδείγματος δεν είναι λιγότερο πραγματική.
Μέσω του παραδείγματος, μια χώρα κοινοποιεί τις αξίες της και παρέχει ένα πλαίσιο για όλα όσα λένε και κάνουν οι εκπρόσωποί της.
Μερικές φορές, οι Ηνωμένες Πολιτείες στάθηκαν ως παράδειγμα σε χώρες που απαιτούσαν λογοδοσία από τους ηγέτες τους˙ άλλες φορές, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να ανταποκριθούν στα υψηλότερα ιδανικά τους και έτσι υπονόμευσαν τις εκκλήσεις τους προς άλλες χώρες να αντιμετωπίσουν καλύτερα τον λαό τους.
Οι σημερινές αμερικανικές ωδίνες έχουν ευρέως ιδωθεί και ακουστεί έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η παγκοσμιοποίηση είναι ένας ιμάντας μεταφοράς –ένας ιμάντας που σε αυτήν την περίπτωση έφερε έντονες εικόνες αστυνομικής βίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Εάν ένα δίδαγμα από την COVID-19 είναι ότι αυτό που ξεκινά στην Γουχάν δεν μένει στην Γουχάν, ένα μάθημα από την δολοφονία του George Floyd είναι ότι αυτό που συμβαίνει στη Μινεάπολη δεν μένει στη Μινεάπολη.
Οι συγκρίσεις μεταξύ της τρέχουσας κατάστασης και των Ηνωμένων Πολιτειών του 1968 είναι υπερβολικές, ως επί το πλείστον επειδή αυτό που συμβαίνει τώρα είναι αναμφισβήτητα πιο σοβαρό, αλλά ένα ρητό από εκείνη την εποχή παραμένει αρμόζον: «Ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθεί» (“The whole world is watching”).
Σαν για να αποδειχθεί αυτό το σημείο, ξέσπασαν αυθόρμητες διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας γύρω από τις αμερικανικές πρεσβείες στην Ευρώπη και αλλού.
Αλλά το πλαίσιο στο οποίο έγινε αυτό αξίζει να διευκρινιστεί.
Η εμπιστοσύνη στο αμερικανικό παράδειγμα εξασθενεί εδώ και χρόνια, ως αποτέλεσμα του παρατεταμένου πολιτικού διχασμού και της δυσλειτουργίας εντός των Ηνωμένων Πολιτειών -η διαβρωτική βία που σχετίζεται με τα όπλα την οποία καμία άλλη κοινωνία δεν επιτρέπει ή μπορεί να ταυτιστεί, η γενίκευση του εθισμού στα οπιοειδή και οι σχετικοί θάνατοι, η οικονομική κακοδιαχείριση που οδήγησε σε τεράστια παγκόσμια δυσκολία στην κρίση του 2008, η αύξηση της ανισότητας, οι κακές υποδομές που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι επισκέπτες στην χώρα και πολλά άλλα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, επιπλέον, έχει αποδειχθεί τόσο αμφιλεγόμενος, και σε πολλές περιπτώσεις τόσο αντιδημοφιλής, στο εξωτερικό όσο είναι και εγχωρίως.
Η αμερικανική απάντηση στην πανδημία COVID-19 ενίσχυσε τις αμφιβολίες για την αμερικανική ικανότητα.
Το ότι ο νέος κορωνοϊός θα έφτανε στις αμερικανικές ακτές ήταν αναπόφευκτο, δεδομένης της φύσης αυτού του παθογόνου και της αρχικής αποτυχίας τόσο της Κίνας όσο και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) να το συγκρατήσουν και να προειδοποιήσουν τον κόσμο για αυτό.
Εκείνο που δεν ήταν αναπόφευκτο ήταν ότι η ασθένεια θα είχε τον αντίκτυπο που έχει.
Η έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού για αυτούς που αποκρίνινται πρώτοι [την ασθένεια] και το νοσηλευτικό προσωπικό˙ η αδυναμία να παραχθούν σε μεγάλη κλίμακα ακριβή, γρήγορα [διαγνωστικά] τεστ είτε για τον ιό είτε για τα αντισώματα˙ τα καθυστερημένα και στην συνέχεια μη συνεκτικά μηνύματα σχετικά με την χρήση μάσκας και την κοινωνική αποστασιοποίηση -αυτές οι αποτυχίες είναι της ίδιας της χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι περισσότεροι από 100.000 θάνατοι, εκατομμύρια μολύνσεις και μια θανατηφόρα αμερικανική πορεία που κανείς δεν επιθυμεί να ακολουθήσει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν εδώ και πολύ καιρό πολλά θετικά χαρακτηριστικά όταν τις βλέπουν από το εξωτερικό: εξαιρετικά πανεπιστήμια, καινοτόμες εταιρείες, και μια παράδοση (που τώρα κινδυνεύει) ανοικτότητας στη μετανάστευση.
Η εκλογή του Barack Obama το 2008 και το 2012 φάνηκε να δείχνει ότι ο ρατσισμός είχε μειωθεί σε σημαντικό βαθμό˙ οι πρόοδοι των πολιτικών, των γυναικείων και των ομοφυλοφιλικών κινημάτων ήταν πηγή έμπνευσης αλλού˙ και ακόμη και οι πολλαπλές εμπειρίες της χώρας με την παραπομπή [προέδρων] φάνηκαν να δείχνουν ένα σύστημα στο οποίο κανένα άτομο δεν υπερέβαινε το νόμο.
Τώρα, ωστόσο, η εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών που παραπέμπει στην «λαμπερή πόλη στον λόφο» του πρώην προέδρου Ronald Reagan, γίνεται όλο και πιο μακρινή στα μάτια του κόσμου.
Καθώς αυτή η «λαμπερή» εικόνα υποχωρεί, μειώνεται και η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να εμφανιστούν ως πρότυπο για να το μιμηθούν οι άλλοι.
Το ίδιο ισχύει και για την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να ασκούν κριτική ή να πιέζουν άλλες χώρες για τις αποτυχίες τους.
Πολλά αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι ο Κινέζος ηγέτης, Xi Jinping, βρισκόταν στην άμυνα εγχωρίως για την αρχική ανεπαρκή αντίδραση της Κίνας στο ξέσπασμα της COVID-19.
Όμως, η κακή εμφάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών έβγαλε ουσιαστικά τον Xi από την δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορούσαν να γίνουν δυσάρεστες συγκρίσεις.
Παρ’ όλη την ρητορική της, η Ουάσιγκτον σπατάλησε την ευκαιρία να λάβει μια σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα σχετικά με την πανδημία.
Επιπλέον, η τρέχουσα πολιτική κρίση εμπόδισε ομοίως τις προοπτικές των ΗΠΑ για την προώθηση και την προστασία των δημοκρατιών στο εξωτερικό.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η προώθηση της δημοκρατίας υπήρξαν από πολύ καιρό βασικό στοιχείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής -εν μέρει για κανονιστικούς λόγους, επειδή οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι τέτοιες αρχές ενισχύουν το νόημα και την αξία της ζωής, και εν μέρει για πρακτικούς λόγους, επειδή πολλοί Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πιστεύουν ότι οι δημοκρατίες ενεργούν με αυτοσυγκράτηση όχι μόνο απέναντι στους πολίτες τους, αλλά και στους άλλους, και έτσι κάνουν τον κόσμο λιγότερο βίαιο.
Τώρα, η δημοκρατία βρίσκεται σε ύφεση σε όλο τον κόσμο και η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να σταματήσουν αυτή την υποχώρηση είναι επίσης σε παρακμή.
Ένα παράδειγμα είναι η Κίνα, η οποία έχει αντιμετωπίσει την κριτική της Ουάσιγκτον για τις ενέργειές της στο Χονγκ Κονγκ, επισημαίνοντας την συμπεριφορά των ΗΠΑ στο εσωτερικό τους.
Αυτό που συνέβη στην Ουάσιγκτον, το βράδυ της Δευτέρας, 1 Ιουνίου, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτό το θέμα. Μια ειρηνική διαμαρτυρία στον δημόσιο χώρο απέναντι από τον Λευκό Οίκο διαλύθηκε, όχι επειδή αποτελούσε απειλή για την τάξη αλλά για να εξυπηρετηθεί ένας πολιτικός σκοπός.
Ο Λευκός Οίκος έκανε χειρότερη μια ήδη κακή κατάσταση με την ανάπτυξη στρατιωτικών μονάδων στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, τα δικαιώματα της ελεύθερης έκφρασης και του συνέρχεσθαι, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας διαμαρτυρίας, είναι συνταγματικά εγγυημένα και αποτελούν τον πυρήνα της αμερικανικής δημοκρατίας.
Η εμπιστοσύνη του κοινού απαιτεί να μην πολιτικοποιούνται οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες επιβολής του νόμου και ο στρατός.
Τρομερές εικόνες από εκείνη τη νύχτα ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο.
Το επικίνδυνο προηγούμενο που το επεισόδιο αυτό έθεσε σε μια χώρα που απέχει μόλις πέντε μήνες από αυτό που σίγουρα θα είναι σκληρές εκλογές, δεν παραβλέφθηκε ούτε από τους διεθνείς θεατές ούτε από τους Αμερικανούς πολίτες.
Δύναμη σε υποχώρηση
Η αναταραχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ευρισκόμενη μπροστά στα μάτια του κόσμου, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αμερικανική ισχύ.
Η διάκριση μεταξύ απόλυτης ισχύος και διαθέσιμης ισχύος είναι χρήσιμη εδώ.
Η απόλυτη ισχύς της χώρας, πάνω από όλα η στρατιωτική και οικονομική ισχύς, εξακολουθεί να είναι σημαντική.
Το μεγαλύτερο ερώτημα αφορά την διαθέσιμη ισχύ της.
Είναι σε θέση μια χώρα με 42 εκατομμύρια άνεργους, μειούμενο ΑΕΠ, κλειστά εργοστάσια, διαδεδομένες διαμαρτυρίες που μερικές φορές μετατρέπονται σε βίαιες και βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις, να ενεργήσει διεθνώς;
Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι ξεκάθαρη.
Η διαθέσιμη ισχύς δεν αποτελείται μόνο από στρατιωτικά και οικονομικά μέσα, αλλά και από την ικανότητα και την βούληση να χρησιμοποιηθούν -και αυτό το μέτρο είναι το πιο ευαίσθητο στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η παρόρμηση προς την εσωστρέφεια και το να κάνουν λιγότερα στον κόσμο, ήταν ήδη αυξημένα μετά την υπερβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Τώρα, η χώρα αντιμετωπίζει τεράστιες εγχώριες συγκρούσεις, οι οποίες πιθανότατα θα εξουδετερώσουν το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης όρεξης για παρέμβαση στο εξωτερικό, όσο δικαιολογημένη και αν είναι σε ορισμένες περιπτώσεις.
Μερικοί από αυτούς που θρηνούν τα αμερικανικά λάθη κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες μπορεί να καλωσορίσουν μια τέτοια στροφή προς στο εσωτερικό.
Όμως, η ελάσσων δράση -οι Ηνωμένες Πολιτείες που δεν ενεργούν για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους- δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη από την υπερβολή.
Τέτοιες Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι σε θέση να απομονωθούν από έναν κόσμο όπου οι ιοί, τα αέρια του θερμοκηπίου, οι τρομοκράτες, και οι κυβερνοεπιθέσεις διασχίζουν τα σύνορα κατά βούληση.
Η αντίληψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της διαθέσιμης ισχύος τους πιθανότατα θα επηρεάσει την λήψη αποφάσεων από άλλες χώρες.
Ο κίνδυνος είναι ότι οι αντίπαλοι θα δουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποδυναμώνονται και να είναι περισπασμένες, και θα κινηθούν για να επωφεληθούν. Κάποιοι, αναμφισβήτητα, το έχουν ήδη κάνει.
Η Κίνα έχει κινηθεί ή μιλήσει επιθετικά στο Χονγκ Κονγκ, στα αμφισβητούμενα σύνορά της με την Ινδία, και στην Ταϊβάν.
Η Ρωσία παρενέβη με θρασύ τρόπο στην δραστηριότητα αεροσκαφών και πλοίων των ΗΠΑ.
Η Βόρεια Κορέα συνεχίζει να επεκτείνει το πυραυλικό και πυρηνικό οπλοστάσιό της, και το Ιράν ξεπερνά αργά αλλά σταθερά τα όρια που καθορίζονται από την πυρηνική συμφωνία του 2015.
Ένας τέτοιος οπορτουνισμός αυξάνεται εδώ και αρκετό καιρό, δεδομένης της απόσυρσης των ΗΠΑ από διεθνείς επιχειρήσεις, της αποτυχίας της τρέχουσας διοίκησης να υποστηρίξει φωναχτά τις συμμαχίες των ΗΠΑ, και των αναφορών ότι η Ουάσινγκτον επιδιώκει να διαπραγματευτεί την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν χωρίς όρους που να προσεγγίζουν την ειρήνη.
Όπου οι επίδοξοι αντίπαλοι μπαίνουν στον πειρασμό να προχωρήσουν, οι σύμμαχοι θα αισθάνονται ανήσυχοι, με ορισμένους να επιλέγουν να υποκύψουν σε έναν ισχυρό γείτονα και άλλοι να επιλέγουν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους συσσωρεύοντας ή χρησιμοποιώντας στρατιωτική ισχύ.
Τα συμφέροντα και η σταθερότητα των ΗΠΑ θα υποφέρουν ούτως ή άλλως.
Επομένως, η εποχή είναι επικίνδυνη.
Τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπό όρους πιο ευνοϊκούς από ό, τι θα μπορούσε να ελπίζει κάθε αισιόδοξος, η κατάσταση του κόσμου επιδεινώνεται.
Μια παραδοσιακή ατζέντα ασφαλείας επανεμφανίστηκε, συμπεριλαμβανομένης μιας αναθεωρητικής Ρωσίας, μιας ανερχόμενης και πιο αποφασιστικής Κίνας, και όλο και πιο ικανών εχθρικών μεσαίων δυνάμεων, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.
Επιπλέον, αυτές οι ανησυχίες μοιράζονται το πεδίο με μια νέα ατζέντα ασφαλείας που περιλαμβάνει τρομοκράτες με παγκόσμια εμβέλεια, την κλιματική αλλαγή, και τις πανδημίες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες που αντιμετωπίζουν αυτήν την τρομακτική ατζέντα είναι αποδυναμωμένες, διχασμένες, και περισπασμένες.
Αλλά οι απειλές δεν θα τύχουν διαχείρισης από μόνες τους ούτε θα εξαφανιστούν.
Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να προστατευθούν από τις αρνητικές συνέπειες της αδράνειας.
Η ιστορία δεν έχει κουμπί παύσης: ο κόσμος δεν μπορεί να περιμένει μέχρι οι Ηνωμένες Πολιτείες να το ξεπεράσουν.
Αντιθέτως, η ανάγκη είναι επείγουσα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να συνέλθουν -να ξεριζώσουν τον ρατσισμό, να αποκαταστήσουν την οικονομία τους, και να γεφυρώσουν τις πολιτικές διαιρέσεις τους- νωρίτερα και όχι αργότερα, τόσο για το δικό τους καλό όσο και για του κόσμου.
Richard Haass, πρόεδρος του Council on Foreign Relations
www.bankingnews.gr
Οι αναλυτές των διεθνών υποθέσεων σπάνια επικεντρώνονται στο πώς η εγχώρια κατάσταση των Ηνωμένων Πολιτειών διαμορφώνει την επιρροή και το ρόλο της χώρας στον κόσμο, αλλά σήμερα η σύνδεση δεν θα μπορούσε να είναι πιο σχετική.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν επί του παρόντος τρεις αναταραχές ταυτόχρονα: την πανδημία COVID-19, τους οικονομικούς μετασεισμούς αυτής της έκτακτης κατάστασης, και τις πολιτικές διαμαρτυρίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, βιαιότητες που προκλήθηκαν από το βίντεο της δολοφονίας του George Floyd, ενός 46χρονου Αφροαμερικανού, από αστυνομικούς στη Μινεάπολη.
Οι τρεις κρίσεις αυτής της εποχής θα επηρεάσουν αναμφίβολα την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες για τα τρία τέταρτα ενός αιώνα υπήρξαν η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο.
Όντως, οι πρόσφατες εξελίξεις θα μπορούσαν να έχουν μια βαθιά και διαρκή επίδραση στην αμερικανική επιρροή.
Εκτός κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες καταφέρουν να συνέλθουν για να αντιμετωπίσουν τις επίμονες κοινωνικές και πολιτικές διαφορές τους, οι παγκόσμιες προοπτικές για την δημοκρατία ίσως εξασθενήσουν, οι φίλοι και οι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών ίσως επανεξετάσουν την απόφασή τους να θέσουν την ασφάλειά τους στα αμερικανικά χέρια, και οι ανταγωνιστές ίσως να ξεφορτωθούν κάποια ή ολόκληρη την παραδοσιακή τους σύνεση.
Ο κόσμος παρακολουθεί
Το παράδειγμα που δίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και η εικόνα που προβάλλουν στο εξωτερικό μπορεί είτε να μεγεθύνουν την αμερικανική ισχύ είτε να την μειώσουν.
Παρ’ όλα αυτά για τα οποία η εξωτερική πολιτική θεωρείται κοινώς ως δικαιοδοσία αξιωματούχων και διπλωμάτων -διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις, ανακοινώσεις, διαβήματα, σύνοδοι κορυφής και πολλά άλλα- η εξωτερική πολιτική δια του παραδείγματος δεν είναι λιγότερο πραγματική.
Μέσω του παραδείγματος, μια χώρα κοινοποιεί τις αξίες της και παρέχει ένα πλαίσιο για όλα όσα λένε και κάνουν οι εκπρόσωποί της.
Μερικές φορές, οι Ηνωμένες Πολιτείες στάθηκαν ως παράδειγμα σε χώρες που απαιτούσαν λογοδοσία από τους ηγέτες τους˙ άλλες φορές, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να ανταποκριθούν στα υψηλότερα ιδανικά τους και έτσι υπονόμευσαν τις εκκλήσεις τους προς άλλες χώρες να αντιμετωπίσουν καλύτερα τον λαό τους.
Οι σημερινές αμερικανικές ωδίνες έχουν ευρέως ιδωθεί και ακουστεί έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η παγκοσμιοποίηση είναι ένας ιμάντας μεταφοράς –ένας ιμάντας που σε αυτήν την περίπτωση έφερε έντονες εικόνες αστυνομικής βίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Εάν ένα δίδαγμα από την COVID-19 είναι ότι αυτό που ξεκινά στην Γουχάν δεν μένει στην Γουχάν, ένα μάθημα από την δολοφονία του George Floyd είναι ότι αυτό που συμβαίνει στη Μινεάπολη δεν μένει στη Μινεάπολη.
Οι συγκρίσεις μεταξύ της τρέχουσας κατάστασης και των Ηνωμένων Πολιτειών του 1968 είναι υπερβολικές, ως επί το πλείστον επειδή αυτό που συμβαίνει τώρα είναι αναμφισβήτητα πιο σοβαρό, αλλά ένα ρητό από εκείνη την εποχή παραμένει αρμόζον: «Ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθεί» (“The whole world is watching”).
Σαν για να αποδειχθεί αυτό το σημείο, ξέσπασαν αυθόρμητες διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας γύρω από τις αμερικανικές πρεσβείες στην Ευρώπη και αλλού.
Αλλά το πλαίσιο στο οποίο έγινε αυτό αξίζει να διευκρινιστεί.
Η εμπιστοσύνη στο αμερικανικό παράδειγμα εξασθενεί εδώ και χρόνια, ως αποτέλεσμα του παρατεταμένου πολιτικού διχασμού και της δυσλειτουργίας εντός των Ηνωμένων Πολιτειών -η διαβρωτική βία που σχετίζεται με τα όπλα την οποία καμία άλλη κοινωνία δεν επιτρέπει ή μπορεί να ταυτιστεί, η γενίκευση του εθισμού στα οπιοειδή και οι σχετικοί θάνατοι, η οικονομική κακοδιαχείριση που οδήγησε σε τεράστια παγκόσμια δυσκολία στην κρίση του 2008, η αύξηση της ανισότητας, οι κακές υποδομές που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι επισκέπτες στην χώρα και πολλά άλλα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, επιπλέον, έχει αποδειχθεί τόσο αμφιλεγόμενος, και σε πολλές περιπτώσεις τόσο αντιδημοφιλής, στο εξωτερικό όσο είναι και εγχωρίως.
Η αμερικανική απάντηση στην πανδημία COVID-19 ενίσχυσε τις αμφιβολίες για την αμερικανική ικανότητα.
Το ότι ο νέος κορωνοϊός θα έφτανε στις αμερικανικές ακτές ήταν αναπόφευκτο, δεδομένης της φύσης αυτού του παθογόνου και της αρχικής αποτυχίας τόσο της Κίνας όσο και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) να το συγκρατήσουν και να προειδοποιήσουν τον κόσμο για αυτό.
Εκείνο που δεν ήταν αναπόφευκτο ήταν ότι η ασθένεια θα είχε τον αντίκτυπο που έχει.
Η έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού για αυτούς που αποκρίνινται πρώτοι [την ασθένεια] και το νοσηλευτικό προσωπικό˙ η αδυναμία να παραχθούν σε μεγάλη κλίμακα ακριβή, γρήγορα [διαγνωστικά] τεστ είτε για τον ιό είτε για τα αντισώματα˙ τα καθυστερημένα και στην συνέχεια μη συνεκτικά μηνύματα σχετικά με την χρήση μάσκας και την κοινωνική αποστασιοποίηση -αυτές οι αποτυχίες είναι της ίδιας της χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι περισσότεροι από 100.000 θάνατοι, εκατομμύρια μολύνσεις και μια θανατηφόρα αμερικανική πορεία που κανείς δεν επιθυμεί να ακολουθήσει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν εδώ και πολύ καιρό πολλά θετικά χαρακτηριστικά όταν τις βλέπουν από το εξωτερικό: εξαιρετικά πανεπιστήμια, καινοτόμες εταιρείες, και μια παράδοση (που τώρα κινδυνεύει) ανοικτότητας στη μετανάστευση.
Η εκλογή του Barack Obama το 2008 και το 2012 φάνηκε να δείχνει ότι ο ρατσισμός είχε μειωθεί σε σημαντικό βαθμό˙ οι πρόοδοι των πολιτικών, των γυναικείων και των ομοφυλοφιλικών κινημάτων ήταν πηγή έμπνευσης αλλού˙ και ακόμη και οι πολλαπλές εμπειρίες της χώρας με την παραπομπή [προέδρων] φάνηκαν να δείχνουν ένα σύστημα στο οποίο κανένα άτομο δεν υπερέβαινε το νόμο.
Τώρα, ωστόσο, η εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών που παραπέμπει στην «λαμπερή πόλη στον λόφο» του πρώην προέδρου Ronald Reagan, γίνεται όλο και πιο μακρινή στα μάτια του κόσμου.
Καθώς αυτή η «λαμπερή» εικόνα υποχωρεί, μειώνεται και η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να εμφανιστούν ως πρότυπο για να το μιμηθούν οι άλλοι.
Το ίδιο ισχύει και για την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να ασκούν κριτική ή να πιέζουν άλλες χώρες για τις αποτυχίες τους.
Πολλά αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι ο Κινέζος ηγέτης, Xi Jinping, βρισκόταν στην άμυνα εγχωρίως για την αρχική ανεπαρκή αντίδραση της Κίνας στο ξέσπασμα της COVID-19.
Όμως, η κακή εμφάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών έβγαλε ουσιαστικά τον Xi από την δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορούσαν να γίνουν δυσάρεστες συγκρίσεις.
Παρ’ όλη την ρητορική της, η Ουάσιγκτον σπατάλησε την ευκαιρία να λάβει μια σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα σχετικά με την πανδημία.
Επιπλέον, η τρέχουσα πολιτική κρίση εμπόδισε ομοίως τις προοπτικές των ΗΠΑ για την προώθηση και την προστασία των δημοκρατιών στο εξωτερικό.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η προώθηση της δημοκρατίας υπήρξαν από πολύ καιρό βασικό στοιχείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής -εν μέρει για κανονιστικούς λόγους, επειδή οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι τέτοιες αρχές ενισχύουν το νόημα και την αξία της ζωής, και εν μέρει για πρακτικούς λόγους, επειδή πολλοί Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πιστεύουν ότι οι δημοκρατίες ενεργούν με αυτοσυγκράτηση όχι μόνο απέναντι στους πολίτες τους, αλλά και στους άλλους, και έτσι κάνουν τον κόσμο λιγότερο βίαιο.
Τώρα, η δημοκρατία βρίσκεται σε ύφεση σε όλο τον κόσμο και η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να σταματήσουν αυτή την υποχώρηση είναι επίσης σε παρακμή.
Ένα παράδειγμα είναι η Κίνα, η οποία έχει αντιμετωπίσει την κριτική της Ουάσιγκτον για τις ενέργειές της στο Χονγκ Κονγκ, επισημαίνοντας την συμπεριφορά των ΗΠΑ στο εσωτερικό τους.
Αυτό που συνέβη στην Ουάσιγκτον, το βράδυ της Δευτέρας, 1 Ιουνίου, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτό το θέμα. Μια ειρηνική διαμαρτυρία στον δημόσιο χώρο απέναντι από τον Λευκό Οίκο διαλύθηκε, όχι επειδή αποτελούσε απειλή για την τάξη αλλά για να εξυπηρετηθεί ένας πολιτικός σκοπός.
Ο Λευκός Οίκος έκανε χειρότερη μια ήδη κακή κατάσταση με την ανάπτυξη στρατιωτικών μονάδων στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, τα δικαιώματα της ελεύθερης έκφρασης και του συνέρχεσθαι, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας διαμαρτυρίας, είναι συνταγματικά εγγυημένα και αποτελούν τον πυρήνα της αμερικανικής δημοκρατίας.
Η εμπιστοσύνη του κοινού απαιτεί να μην πολιτικοποιούνται οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες επιβολής του νόμου και ο στρατός.
Τρομερές εικόνες από εκείνη τη νύχτα ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο.
Το επικίνδυνο προηγούμενο που το επεισόδιο αυτό έθεσε σε μια χώρα που απέχει μόλις πέντε μήνες από αυτό που σίγουρα θα είναι σκληρές εκλογές, δεν παραβλέφθηκε ούτε από τους διεθνείς θεατές ούτε από τους Αμερικανούς πολίτες.
Δύναμη σε υποχώρηση
Η αναταραχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ευρισκόμενη μπροστά στα μάτια του κόσμου, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αμερικανική ισχύ.
Η διάκριση μεταξύ απόλυτης ισχύος και διαθέσιμης ισχύος είναι χρήσιμη εδώ.
Η απόλυτη ισχύς της χώρας, πάνω από όλα η στρατιωτική και οικονομική ισχύς, εξακολουθεί να είναι σημαντική.
Το μεγαλύτερο ερώτημα αφορά την διαθέσιμη ισχύ της.
Είναι σε θέση μια χώρα με 42 εκατομμύρια άνεργους, μειούμενο ΑΕΠ, κλειστά εργοστάσια, διαδεδομένες διαμαρτυρίες που μερικές φορές μετατρέπονται σε βίαιες και βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις, να ενεργήσει διεθνώς;
Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι ξεκάθαρη.
Η διαθέσιμη ισχύς δεν αποτελείται μόνο από στρατιωτικά και οικονομικά μέσα, αλλά και από την ικανότητα και την βούληση να χρησιμοποιηθούν -και αυτό το μέτρο είναι το πιο ευαίσθητο στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η παρόρμηση προς την εσωστρέφεια και το να κάνουν λιγότερα στον κόσμο, ήταν ήδη αυξημένα μετά την υπερβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Τώρα, η χώρα αντιμετωπίζει τεράστιες εγχώριες συγκρούσεις, οι οποίες πιθανότατα θα εξουδετερώσουν το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης όρεξης για παρέμβαση στο εξωτερικό, όσο δικαιολογημένη και αν είναι σε ορισμένες περιπτώσεις.
Μερικοί από αυτούς που θρηνούν τα αμερικανικά λάθη κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες μπορεί να καλωσορίσουν μια τέτοια στροφή προς στο εσωτερικό.
Όμως, η ελάσσων δράση -οι Ηνωμένες Πολιτείες που δεν ενεργούν για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους- δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη από την υπερβολή.
Τέτοιες Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι σε θέση να απομονωθούν από έναν κόσμο όπου οι ιοί, τα αέρια του θερμοκηπίου, οι τρομοκράτες, και οι κυβερνοεπιθέσεις διασχίζουν τα σύνορα κατά βούληση.
Η αντίληψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της διαθέσιμης ισχύος τους πιθανότατα θα επηρεάσει την λήψη αποφάσεων από άλλες χώρες.
Ο κίνδυνος είναι ότι οι αντίπαλοι θα δουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποδυναμώνονται και να είναι περισπασμένες, και θα κινηθούν για να επωφεληθούν. Κάποιοι, αναμφισβήτητα, το έχουν ήδη κάνει.
Η Κίνα έχει κινηθεί ή μιλήσει επιθετικά στο Χονγκ Κονγκ, στα αμφισβητούμενα σύνορά της με την Ινδία, και στην Ταϊβάν.
Η Ρωσία παρενέβη με θρασύ τρόπο στην δραστηριότητα αεροσκαφών και πλοίων των ΗΠΑ.
Η Βόρεια Κορέα συνεχίζει να επεκτείνει το πυραυλικό και πυρηνικό οπλοστάσιό της, και το Ιράν ξεπερνά αργά αλλά σταθερά τα όρια που καθορίζονται από την πυρηνική συμφωνία του 2015.
Ένας τέτοιος οπορτουνισμός αυξάνεται εδώ και αρκετό καιρό, δεδομένης της απόσυρσης των ΗΠΑ από διεθνείς επιχειρήσεις, της αποτυχίας της τρέχουσας διοίκησης να υποστηρίξει φωναχτά τις συμμαχίες των ΗΠΑ, και των αναφορών ότι η Ουάσινγκτον επιδιώκει να διαπραγματευτεί την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν χωρίς όρους που να προσεγγίζουν την ειρήνη.
Όπου οι επίδοξοι αντίπαλοι μπαίνουν στον πειρασμό να προχωρήσουν, οι σύμμαχοι θα αισθάνονται ανήσυχοι, με ορισμένους να επιλέγουν να υποκύψουν σε έναν ισχυρό γείτονα και άλλοι να επιλέγουν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους συσσωρεύοντας ή χρησιμοποιώντας στρατιωτική ισχύ.
Τα συμφέροντα και η σταθερότητα των ΗΠΑ θα υποφέρουν ούτως ή άλλως.
Επομένως, η εποχή είναι επικίνδυνη.
Τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπό όρους πιο ευνοϊκούς από ό, τι θα μπορούσε να ελπίζει κάθε αισιόδοξος, η κατάσταση του κόσμου επιδεινώνεται.
Μια παραδοσιακή ατζέντα ασφαλείας επανεμφανίστηκε, συμπεριλαμβανομένης μιας αναθεωρητικής Ρωσίας, μιας ανερχόμενης και πιο αποφασιστικής Κίνας, και όλο και πιο ικανών εχθρικών μεσαίων δυνάμεων, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.
Επιπλέον, αυτές οι ανησυχίες μοιράζονται το πεδίο με μια νέα ατζέντα ασφαλείας που περιλαμβάνει τρομοκράτες με παγκόσμια εμβέλεια, την κλιματική αλλαγή, και τις πανδημίες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες που αντιμετωπίζουν αυτήν την τρομακτική ατζέντα είναι αποδυναμωμένες, διχασμένες, και περισπασμένες.
Αλλά οι απειλές δεν θα τύχουν διαχείρισης από μόνες τους ούτε θα εξαφανιστούν.
Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να προστατευθούν από τις αρνητικές συνέπειες της αδράνειας.
Η ιστορία δεν έχει κουμπί παύσης: ο κόσμος δεν μπορεί να περιμένει μέχρι οι Ηνωμένες Πολιτείες να το ξεπεράσουν.
Αντιθέτως, η ανάγκη είναι επείγουσα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να συνέλθουν -να ξεριζώσουν τον ρατσισμό, να αποκαταστήσουν την οικονομία τους, και να γεφυρώσουν τις πολιτικές διαιρέσεις τους- νωρίτερα και όχι αργότερα, τόσο για το δικό τους καλό όσο και για του κόσμου.
Richard Haass, πρόεδρος του Council on Foreign Relations
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών