Ένας νέος πρόεδρος θα πρέπει να πείσει το κοινό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή εάν είναι πιστές στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες τους παρά εάν ενεργούν απλώς ως ένα άλλο μέρος της διεθνούς ζούγκλας
Οι προεδρικές εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ απέχουν ακόμη πέντε μήνες, μια αιωνιότητα στην αμερικανική πολιτική. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, αλλά οι τάσεις των δημοσκοπήσεων υποδηλώνουν όλο και περισσότερο ότι η προεδρία του Donald Trump, η οποία η ίδια έμοιαζε με αιωνιότητα σε πολλούς, μπορεί να κατευθύνεται προς το άδοξο τέλος της επισημαίνεται σε ανάλυση του Foreign Affairs.
Εάν η διοίκηση του Trump χάσει την εξουσία της στην Ουάσιγκτον, η προεδρία που θα ακολουθήσει θα αντιμετωπίσει ένα τρομακτικό έργο.
Η χώρα πρέπει να επανέλθει στην συμμόρφωση με τις αξίες της, το κράτος δικαίου και τον ζωτικό ρόλο που έπαιξε κάποτε στον κόσμο ως φάρος ελπίδας, ασφάλειας και ηγεσίας.
Αυτός ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσκολος.
Όταν αναχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, ο Trump θα έχει αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στερημένες από φίλους και θαυμαστές έξω από τα σύνορά τους, εκτός από ένα θηριοτροφείο δυσάρεστων χαρακτήρων που μοιράζονται το δυστοπικό όραμα του προέδρου των ΗΠΑ.
Οι ζημιές σημαδεύουν κάθε μέτωπο, εγχώριο και εξωτερικό.
Οι θεσμοί της διακυβέρνησης εντός των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν διαλυθεί και πολλοί ικανοί υπάλληλοι με μεγάλη εμπειρία στους τομείς τους οδηγήθηκαν στην έξοδο, είναι απίθανο να θελήσουν ποτέ να επιστρέψουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Εάν κερδίσει την προεδρία, ο πρώην αντιπρόεδρος Joe Biden θα πρέπει να εμπνεύσει μια νέα γενιά Αμερικανών να αναλάβει το καθήκον που καλεί: να αποκαταστήσει το κράτος δικαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και να υπερασπιστεί την έννοια της κυβέρνησης του λαού, από τον λαό και για τον λαό.
Πέρα από τέτοιες εγερτήριες εκκλήσεις, ωστόσο, η επόμενη διοίκηση θα αντιμετωπίσει το επίπονο καθήκον της αναζωογόνησης της εμπιστοσύνης στην δημόσια υπηρεσία, ιδίως με την ενίσχυση των θεσμών που προστατεύουν από την πολιτική πίεση εκείνους που την ασκούν, ξεκινώντας από τους γενικούς επιθεωρητές και προχωρώντας σε εκείνους των οποίων η ευθύνη είναι απέναντι στο Σύνταγμα και στους όρκους τους παρά στο πρόσωπο του προέδρου.
Και θα πρέπει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη άλλων εθνών στις Ηνωμένες Πολιτείες που θα εξακολουθούν να είναι ουσιαστικά διχασμένες στο εσωτερικό τους για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος τους στο εξωτερικό.
Stop στην κατρακύλα
Η προεδρία του Trump ήταν ιδιαίτερα καταστρεπτική για τα πρότυπα αριστείας και εξειδίκευσης στην κυβερνητική υπηρεσία, όπου οι διορισμένοι πιστοί έχουν γίνει πλέον ο κανόνας.
Τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των πολιτικά διορισμένων σε κυβερνητικές θέσεις αυξήθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, ένα υποπροϊόν της αποτυχίας να θεσπιστεί κάποιος εφαρμόσιμος νόμος για την χρηματοδότηση της εκστρατείας.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν προκαλεί έκπληξη από μια διοίκηση της οποίας ο πρόεδρος αναφέρεται εκφραστικά στις υπηρεσίες σταδιοδρομίας (career services) ως «βαθύ κράτος».
Αλλά συμβάλλει τόσο στην εμφάνιση όσο και στην πραγματικότητα μιας κυβέρνησης ευάλωτης σε πολιτικές πιέσεις και σε εκτελεστικές παρεμβάσεις.
Οι θέσεις των πρέσβεων, ιδίως, ήταν στο κέντρο του θέματος.
Το να περάσει κάποιος τις εξετάσεις της Υπηρεσίας Εξωτερικών δεν πρέπει να είναι το υπέρτατο προσόν για να γίνει πρέσβυς: τα συμφέροντα της χώρας εξυπηρετούνται συχνά καλά από απεσταλμένους με εμπειρία από άλλους τομείς της ζωής.
Όμως, η αυξανόμενη τάση της πρόσδεσης των πρεσβευτικών διορισμών με τις συνεισφορές στις [προεκλογικές] εκστρατείες ή την πολιτική επιρροή, διαβρώνει την αξία της θέσης και τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι απεσταλμένοι των ΗΠΑ.
Καμία άλλη μεγάλη χώρα δεν παραχωρεί πρεσβείες με βάση τις συνεισφορές στην [προεκλογική] εκστρατεία με τον τρόπο που έγινε τόσο αποδεκτός στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Μπορεί κάποιος σχεδόν να φανταστεί μια μέρα κατά την οποία οι πρεσβείες θα διαφημίζονται με επισυναπτόμενη τιμή, ίσως μαζί με μια περιγραφή της επίσημης κατοικίας.
Η επόμενη διοίκηση πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με τους υποψηφίους που θα υπηρετήσουν ως τα μάτια και τα αυτιά των Ηνωμένων Πολιτειών στο εξωτερικό, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα προσόντα είναι υπέρτατα.
Η κυβέρνηση Trump έχει βλάψει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ όχι μόνο με τον τρόπο των διορισμών της, αλλά ενεργώντας επί απόψεων για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο που θεωρούνταν ακραίες για πολύ καιρό.
Για να διορθωθεί η πορεία, η επόμενη διοίκηση θα πρέπει να επιστρέψει στα θεμελιώδη ζητήματα της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής (grand strategy), προτού μπορέσει να αντιμετωπίσει ακόμη και θέματα αποχρώσεων όπως είναι οι προτεραιότητές της για συγκεκριμένες περιοχές ή ζητήματα στο εξωτερικό.
Υπό τον Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες πορεύονται στον κόσμο μόνες τους, χωρίς ούτε ηθική πυξίδα ούτε συμμάχους να τις συνοδεύουν, προς έναν απροσδιόριστο προορισμό.
Η επόμενη διοίκηση θα πρέπει αντ' αυτού να επιδιώξει να ενισχύσει την ευημερία και την ασφάλεια των ΗΠΑ συνεργαζόμενη με φίλους, συνεργάτες και ακόμη και ανταγωνιστές που σέβονται το παγκόσμιο σύστημα το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να χτιστεί.
Το πρόβλημα της αμερικάνικης μονομέρειας προηγείται της κυβέρνησης Trump.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανάδυση των Ηνωμένων Πολιτειών ως της μόνης υπερδύναμης του κόσμου που απομένει, οδήγησε σε θριαμβολογίες και μια συνακόλουθη τάση να απλώνονται πάρα πολύ προσπαθώντας να αναδιαμορφώσουν τον κόσμο κατ’ εικόνα των ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστρεψαν γρήγορα το απόθεμά τους από καλή θέληση σε όλο τον κόσμο, επειδή «κουνούσαν το δάχτυλό τους» και επιβάλλονταν σε θέματα δημοκρατικής διακυβέρνησης, δίνοντας μικρή προσοχή στις τοπικές ιστορίες. Μέχρι που εξέδιδαν ελέγχους για άλλες χώρες, με βαθμολογική δομή σαν να ήταν από ένα δημοτικό σχολείο.
Πιέζοντας σε τέτοιες προτεραιότητες, οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν αναμφίβολα στην ενίσχυση του διεθνούς σεβασμού στην Χάρτα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλων πτυχών του ανθρωπιστικού δικαίου.
Αλλά το έπραξαν με κόστος στις σχέσεις με χώρες που θεωρούν την αμερικανική προσέγγιση ως εκφοβισμό (bullying).
Τώρα, υπάρχουν χώρες, σε αυξανόμενο αριθμό, των οποίων η υποστήριξη προς τους διεθνείς κανόνες και κανόνες επιδεινώνεται.
Υπό νέα ηγεσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την οπισθοδρόμησή τους, αλλά συνεργαζόμενες με άλλους όταν είναι δυνατόν και μόνες τους μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο.
Μια τέτοια δουλειά θα περιπλέκεται από την διαδεδομένη εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι ίδιες μια από τις κύριες οπισθοδρομούσες [χώρες].
Η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί να ενισχύσει τους εγχώριους θεσμούς της εάν θέλει να δώσει ένα θετικό παράδειγμα σε άλλες χώρες που παλεύουν να κρατηθούν από τους δημοκρατικούς κανόνες.
Επιπλέον, μια νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποκαταστήσει την ζημία που έχει κάνει η κυβέρνηση Trump, η οποία φαινομενικά καλλιέργησε καλύτερες σχέσεις με τις δικτατορίες παρά με τις δημοκρατίες: για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον φαίνεται τώρα να τα πηγαίνει καλύτερα με την Βόρεια Κορέα από όσο με τη Νότια Κορέα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αποφύγουν την συνεργασία με χώρες που δεν μοιράζονται τις αξίες τους -αλλά δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για το ποιους θεωρούν φίλους και συμμάχους τους.
Αποκατάσταση Εμπιστοσύνης
Η κυβέρνηση Trump ήρθε με την κατανόηση ότι κληρονόμησε ένα κοινό βεβαρυμένο από τον πόλεμο, κουρασμένο από μια στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική που φάνηκε να προσγειώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δεσμεύσεις χωρίς τέλος και με αμφίβολες εξηγήσεις.
Ο Trump έμεινε μακριά από μεγάλες στρατιωτικές επεμβάσεις για αυτόν τον λόγο -αλλά έχει δείξει μια επίμονη αδυναμία να επιλέξει συνετά μεταξύ στρατιωτικών και διπλωματικών μοχλών, συχνά απειλώντας με τους πρώτους, ταπεινώνοντας ταυτόχρονα τους δεύτερους σε τηλεοπτικά θεατρικά ριάλιτυ (στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας) ή ουσιαστικά να μην κάνοντας τίποτα (στην περίπτωση της διπλωματίας με το Ιράν).
Αμφότερες η στρατιωτική δράση και η διπλωματία αποτελούν σοβαρά μέσα για σοβαρούς σκοπούς.
Πρέπει να εξηγούνται προσεκτικά στον αμερικανικό λαό, και όχι μέσω ενός tweet.
Το πιο ανησυχητικό, ο πρόεδρος, με την βοήθεια του υπουργού Εξωτερικών, Mike Pompeo, έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μεγάλο βαθμό άσχετες και ανίκανες να διαμορφώσουν το διεθνές κλίμα για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους.
Το έκανε αυτό αποσύροντας τις Ηνωμένες Πολιτείες από διεθνείς συμφωνίες και πολυμερείς προσπάθειες χωρίς καμία εξήγηση για το πώς αυτή η υποχώρηση μπορεί να κρατήσει την χώρα ασφαλέστερη.
Οι ολοένα και πιο δραστικές μειώσεις της βοήθειας για το εξωτερικό οδήγησαν σε ορισμένες περιπτώσεις τις Ηνωμένες Πολιτείες εντελώς εκτός εικόνας.
Κατά την διάρκεια της κρίσης στην Λιβύη το 2013, ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης Obama επινόησε περίφημα την φράση «ηγούμενες από πίσω» (“leading from behind”).
Οι Ρεπουμπλικανοί εκείνη την στιγμή έδειξαν οργή για οποιαδήποτε υπόδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τεθεί «πίσω».
Τώρα, ο Trump και ο Πομπέο φαίνεται να αντιτίθενται περισσότερο στην πρώτη λέξη της φράσης.
Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ υπήρξε από καιρό καχύποπτη για την παγκόσμια διακυβέρνηση και για τους πολυμερείς οργανισμούς και θεσμούς που οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να δημιουργηθούν.
Ωστόσο, για να αποκατασταθεί η αμερικανική μόχλευση και η παγκόσμια επιρροή, σίγουρα θα απαιτηθεί ένας νέος πρόεδρος που θα αγκαλιάσει αυτά τα θεσμικά όργανα και θα εξηγήσει με σαφήνεια στο κοινό το πώς εξυπηρετούν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Για παράδειγμα, η περιφρόνηση της κυβέρνησης Trump για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας μείωσε όχι μόνο τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην καταπολέμηση της παγκόσμιας πανδημίας κορωνοϊού, αλλά και την εγχώρια ικανότητά τους να προετοιμαστούν για την εξάπλωση του ιού.
Ένας νέος πρόεδρος θα πρέπει να πείσει τον αμερικανικό λαό για την αξία του να διαδραματίζει κάποιος ενεργό ρόλο στις διεθνείς δομές.
Ομοίως, ένας νέος πρόεδρος θα πρέπει να πείσει το κοινό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή εάν είναι πιστές στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες τους παρά εάν ενεργούν απλώς ως ένα άλλο μέρος της διεθνούς ζούγκλας.
Μόλις ο νέος πρόεδρος παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο όραμα για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο, θα πρέπει να σταλούν ειδικευμένοι και καλά προετοιμασμένοι διπλωμάτες (τους θυμάστε;) για να ενισχύσουν το μήνυμα του προέδρου και να εξηγήσουν σε φίλους και εχθρούς ότι αυτοί τώρα έχουν να περιμένουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποδείξουν την ανακτημένη αξιοπιστία τους προσχωρώντας σε παγκόσμιες συμφωνίες, όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, από την οποία αποσύρθηκε η κυβέρνηση Trump και εργαζόμενες υπομονετικά και επιβαρυνόμενες οι ίδιες για την αποκατάσταση της παγκόσμιας εμπιστοσύνης.
Όπως έχει πει πολλές φορές ο Joe Biden, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ανθεκτική χώρα.
Σίγουρα στην πρόσφατη ιστορία αυτή η περιγραφή δεν θα δοκιμαστεί περισσότερο.
Αλλά, όπως υποτίθεται ότι είπε ο Winston Churchill κάποτε για την πατρίδα της μητέρας του, οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν πάντα το σωστό, αφού έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες δυνατότητες.
Christopher Hill, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ και ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace
www.bankingnews.gr
Εάν η διοίκηση του Trump χάσει την εξουσία της στην Ουάσιγκτον, η προεδρία που θα ακολουθήσει θα αντιμετωπίσει ένα τρομακτικό έργο.
Η χώρα πρέπει να επανέλθει στην συμμόρφωση με τις αξίες της, το κράτος δικαίου και τον ζωτικό ρόλο που έπαιξε κάποτε στον κόσμο ως φάρος ελπίδας, ασφάλειας και ηγεσίας.
Αυτός ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσκολος.
Όταν αναχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, ο Trump θα έχει αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στερημένες από φίλους και θαυμαστές έξω από τα σύνορά τους, εκτός από ένα θηριοτροφείο δυσάρεστων χαρακτήρων που μοιράζονται το δυστοπικό όραμα του προέδρου των ΗΠΑ.
Οι ζημιές σημαδεύουν κάθε μέτωπο, εγχώριο και εξωτερικό.
Οι θεσμοί της διακυβέρνησης εντός των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν διαλυθεί και πολλοί ικανοί υπάλληλοι με μεγάλη εμπειρία στους τομείς τους οδηγήθηκαν στην έξοδο, είναι απίθανο να θελήσουν ποτέ να επιστρέψουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Εάν κερδίσει την προεδρία, ο πρώην αντιπρόεδρος Joe Biden θα πρέπει να εμπνεύσει μια νέα γενιά Αμερικανών να αναλάβει το καθήκον που καλεί: να αποκαταστήσει το κράτος δικαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και να υπερασπιστεί την έννοια της κυβέρνησης του λαού, από τον λαό και για τον λαό.
Πέρα από τέτοιες εγερτήριες εκκλήσεις, ωστόσο, η επόμενη διοίκηση θα αντιμετωπίσει το επίπονο καθήκον της αναζωογόνησης της εμπιστοσύνης στην δημόσια υπηρεσία, ιδίως με την ενίσχυση των θεσμών που προστατεύουν από την πολιτική πίεση εκείνους που την ασκούν, ξεκινώντας από τους γενικούς επιθεωρητές και προχωρώντας σε εκείνους των οποίων η ευθύνη είναι απέναντι στο Σύνταγμα και στους όρκους τους παρά στο πρόσωπο του προέδρου.
Και θα πρέπει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη άλλων εθνών στις Ηνωμένες Πολιτείες που θα εξακολουθούν να είναι ουσιαστικά διχασμένες στο εσωτερικό τους για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος τους στο εξωτερικό.
Stop στην κατρακύλα
Η προεδρία του Trump ήταν ιδιαίτερα καταστρεπτική για τα πρότυπα αριστείας και εξειδίκευσης στην κυβερνητική υπηρεσία, όπου οι διορισμένοι πιστοί έχουν γίνει πλέον ο κανόνας.
Τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των πολιτικά διορισμένων σε κυβερνητικές θέσεις αυξήθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, ένα υποπροϊόν της αποτυχίας να θεσπιστεί κάποιος εφαρμόσιμος νόμος για την χρηματοδότηση της εκστρατείας.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν προκαλεί έκπληξη από μια διοίκηση της οποίας ο πρόεδρος αναφέρεται εκφραστικά στις υπηρεσίες σταδιοδρομίας (career services) ως «βαθύ κράτος».
Αλλά συμβάλλει τόσο στην εμφάνιση όσο και στην πραγματικότητα μιας κυβέρνησης ευάλωτης σε πολιτικές πιέσεις και σε εκτελεστικές παρεμβάσεις.
Οι θέσεις των πρέσβεων, ιδίως, ήταν στο κέντρο του θέματος.
Το να περάσει κάποιος τις εξετάσεις της Υπηρεσίας Εξωτερικών δεν πρέπει να είναι το υπέρτατο προσόν για να γίνει πρέσβυς: τα συμφέροντα της χώρας εξυπηρετούνται συχνά καλά από απεσταλμένους με εμπειρία από άλλους τομείς της ζωής.
Όμως, η αυξανόμενη τάση της πρόσδεσης των πρεσβευτικών διορισμών με τις συνεισφορές στις [προεκλογικές] εκστρατείες ή την πολιτική επιρροή, διαβρώνει την αξία της θέσης και τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι απεσταλμένοι των ΗΠΑ.
Καμία άλλη μεγάλη χώρα δεν παραχωρεί πρεσβείες με βάση τις συνεισφορές στην [προεκλογική] εκστρατεία με τον τρόπο που έγινε τόσο αποδεκτός στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Μπορεί κάποιος σχεδόν να φανταστεί μια μέρα κατά την οποία οι πρεσβείες θα διαφημίζονται με επισυναπτόμενη τιμή, ίσως μαζί με μια περιγραφή της επίσημης κατοικίας.
Η επόμενη διοίκηση πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με τους υποψηφίους που θα υπηρετήσουν ως τα μάτια και τα αυτιά των Ηνωμένων Πολιτειών στο εξωτερικό, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα προσόντα είναι υπέρτατα.
Η κυβέρνηση Trump έχει βλάψει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ όχι μόνο με τον τρόπο των διορισμών της, αλλά ενεργώντας επί απόψεων για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο που θεωρούνταν ακραίες για πολύ καιρό.
Για να διορθωθεί η πορεία, η επόμενη διοίκηση θα πρέπει να επιστρέψει στα θεμελιώδη ζητήματα της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής (grand strategy), προτού μπορέσει να αντιμετωπίσει ακόμη και θέματα αποχρώσεων όπως είναι οι προτεραιότητές της για συγκεκριμένες περιοχές ή ζητήματα στο εξωτερικό.
Υπό τον Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες πορεύονται στον κόσμο μόνες τους, χωρίς ούτε ηθική πυξίδα ούτε συμμάχους να τις συνοδεύουν, προς έναν απροσδιόριστο προορισμό.
Η επόμενη διοίκηση θα πρέπει αντ' αυτού να επιδιώξει να ενισχύσει την ευημερία και την ασφάλεια των ΗΠΑ συνεργαζόμενη με φίλους, συνεργάτες και ακόμη και ανταγωνιστές που σέβονται το παγκόσμιο σύστημα το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να χτιστεί.
Το πρόβλημα της αμερικάνικης μονομέρειας προηγείται της κυβέρνησης Trump.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανάδυση των Ηνωμένων Πολιτειών ως της μόνης υπερδύναμης του κόσμου που απομένει, οδήγησε σε θριαμβολογίες και μια συνακόλουθη τάση να απλώνονται πάρα πολύ προσπαθώντας να αναδιαμορφώσουν τον κόσμο κατ’ εικόνα των ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστρεψαν γρήγορα το απόθεμά τους από καλή θέληση σε όλο τον κόσμο, επειδή «κουνούσαν το δάχτυλό τους» και επιβάλλονταν σε θέματα δημοκρατικής διακυβέρνησης, δίνοντας μικρή προσοχή στις τοπικές ιστορίες. Μέχρι που εξέδιδαν ελέγχους για άλλες χώρες, με βαθμολογική δομή σαν να ήταν από ένα δημοτικό σχολείο.
Πιέζοντας σε τέτοιες προτεραιότητες, οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν αναμφίβολα στην ενίσχυση του διεθνούς σεβασμού στην Χάρτα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλων πτυχών του ανθρωπιστικού δικαίου.
Αλλά το έπραξαν με κόστος στις σχέσεις με χώρες που θεωρούν την αμερικανική προσέγγιση ως εκφοβισμό (bullying).
Τώρα, υπάρχουν χώρες, σε αυξανόμενο αριθμό, των οποίων η υποστήριξη προς τους διεθνείς κανόνες και κανόνες επιδεινώνεται.
Υπό νέα ηγεσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την οπισθοδρόμησή τους, αλλά συνεργαζόμενες με άλλους όταν είναι δυνατόν και μόνες τους μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο.
Μια τέτοια δουλειά θα περιπλέκεται από την διαδεδομένη εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι ίδιες μια από τις κύριες οπισθοδρομούσες [χώρες].
Η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί να ενισχύσει τους εγχώριους θεσμούς της εάν θέλει να δώσει ένα θετικό παράδειγμα σε άλλες χώρες που παλεύουν να κρατηθούν από τους δημοκρατικούς κανόνες.
Επιπλέον, μια νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποκαταστήσει την ζημία που έχει κάνει η κυβέρνηση Trump, η οποία φαινομενικά καλλιέργησε καλύτερες σχέσεις με τις δικτατορίες παρά με τις δημοκρατίες: για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον φαίνεται τώρα να τα πηγαίνει καλύτερα με την Βόρεια Κορέα από όσο με τη Νότια Κορέα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αποφύγουν την συνεργασία με χώρες που δεν μοιράζονται τις αξίες τους -αλλά δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για το ποιους θεωρούν φίλους και συμμάχους τους.
Αποκατάσταση Εμπιστοσύνης
Η κυβέρνηση Trump ήρθε με την κατανόηση ότι κληρονόμησε ένα κοινό βεβαρυμένο από τον πόλεμο, κουρασμένο από μια στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική που φάνηκε να προσγειώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δεσμεύσεις χωρίς τέλος και με αμφίβολες εξηγήσεις.
Ο Trump έμεινε μακριά από μεγάλες στρατιωτικές επεμβάσεις για αυτόν τον λόγο -αλλά έχει δείξει μια επίμονη αδυναμία να επιλέξει συνετά μεταξύ στρατιωτικών και διπλωματικών μοχλών, συχνά απειλώντας με τους πρώτους, ταπεινώνοντας ταυτόχρονα τους δεύτερους σε τηλεοπτικά θεατρικά ριάλιτυ (στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας) ή ουσιαστικά να μην κάνοντας τίποτα (στην περίπτωση της διπλωματίας με το Ιράν).
Αμφότερες η στρατιωτική δράση και η διπλωματία αποτελούν σοβαρά μέσα για σοβαρούς σκοπούς.
Πρέπει να εξηγούνται προσεκτικά στον αμερικανικό λαό, και όχι μέσω ενός tweet.
Το πιο ανησυχητικό, ο πρόεδρος, με την βοήθεια του υπουργού Εξωτερικών, Mike Pompeo, έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μεγάλο βαθμό άσχετες και ανίκανες να διαμορφώσουν το διεθνές κλίμα για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους.
Το έκανε αυτό αποσύροντας τις Ηνωμένες Πολιτείες από διεθνείς συμφωνίες και πολυμερείς προσπάθειες χωρίς καμία εξήγηση για το πώς αυτή η υποχώρηση μπορεί να κρατήσει την χώρα ασφαλέστερη.
Οι ολοένα και πιο δραστικές μειώσεις της βοήθειας για το εξωτερικό οδήγησαν σε ορισμένες περιπτώσεις τις Ηνωμένες Πολιτείες εντελώς εκτός εικόνας.
Κατά την διάρκεια της κρίσης στην Λιβύη το 2013, ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης Obama επινόησε περίφημα την φράση «ηγούμενες από πίσω» (“leading from behind”).
Οι Ρεπουμπλικανοί εκείνη την στιγμή έδειξαν οργή για οποιαδήποτε υπόδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τεθεί «πίσω».
Τώρα, ο Trump και ο Πομπέο φαίνεται να αντιτίθενται περισσότερο στην πρώτη λέξη της φράσης.
Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ υπήρξε από καιρό καχύποπτη για την παγκόσμια διακυβέρνηση και για τους πολυμερείς οργανισμούς και θεσμούς που οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να δημιουργηθούν.
Ωστόσο, για να αποκατασταθεί η αμερικανική μόχλευση και η παγκόσμια επιρροή, σίγουρα θα απαιτηθεί ένας νέος πρόεδρος που θα αγκαλιάσει αυτά τα θεσμικά όργανα και θα εξηγήσει με σαφήνεια στο κοινό το πώς εξυπηρετούν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Για παράδειγμα, η περιφρόνηση της κυβέρνησης Trump για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας μείωσε όχι μόνο τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην καταπολέμηση της παγκόσμιας πανδημίας κορωνοϊού, αλλά και την εγχώρια ικανότητά τους να προετοιμαστούν για την εξάπλωση του ιού.
Ένας νέος πρόεδρος θα πρέπει να πείσει τον αμερικανικό λαό για την αξία του να διαδραματίζει κάποιος ενεργό ρόλο στις διεθνείς δομές.
Ομοίως, ένας νέος πρόεδρος θα πρέπει να πείσει το κοινό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή εάν είναι πιστές στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες τους παρά εάν ενεργούν απλώς ως ένα άλλο μέρος της διεθνούς ζούγκλας.
Μόλις ο νέος πρόεδρος παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο όραμα για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο, θα πρέπει να σταλούν ειδικευμένοι και καλά προετοιμασμένοι διπλωμάτες (τους θυμάστε;) για να ενισχύσουν το μήνυμα του προέδρου και να εξηγήσουν σε φίλους και εχθρούς ότι αυτοί τώρα έχουν να περιμένουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποδείξουν την ανακτημένη αξιοπιστία τους προσχωρώντας σε παγκόσμιες συμφωνίες, όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, από την οποία αποσύρθηκε η κυβέρνηση Trump και εργαζόμενες υπομονετικά και επιβαρυνόμενες οι ίδιες για την αποκατάσταση της παγκόσμιας εμπιστοσύνης.
Όπως έχει πει πολλές φορές ο Joe Biden, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ανθεκτική χώρα.
Σίγουρα στην πρόσφατη ιστορία αυτή η περιγραφή δεν θα δοκιμαστεί περισσότερο.
Αλλά, όπως υποτίθεται ότι είπε ο Winston Churchill κάποτε για την πατρίδα της μητέρας του, οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν πάντα το σωστό, αφού έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες δυνατότητες.
Christopher Hill, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ και ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών