Ένα αποσυντιθέμενο σεχταριστικό σύστημα πυροδότησε την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, υποστηρίζει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs
Με την αδιαλλαξία τους, οι σεχταριστές ηγέτες του Λιβάνου κατέστησαν σαφές ότι δεν νοιάζονται για την κατάρρευση της οικονομίας και την καταστροφή της χώρας, αφού η ύψιστη προτεραιότητά τους είναι η προστασία του εαυτού τους και της παρέας τους, υποστηρίζει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs
Η μαζική έκρηξη που διέλυσε το λιμάνι της Βηρυτού το βράδυ της 4ης Αυγούστου άφησε περισσότερους από 200 ανθρώπους νεκρούς, 6.000 τραυματίες και ένα τέταρτο του εκατομμυρίου αστέγους.
Στις ξέφρενες μετέπειτα ώρες, καθώς οι κάτοικοι της πρωτεύουσας του Λιβάνου έσκυβαν στους τραυματίες και χτένιζαν τα ερείπια για επιζώντες, πολλοί αρχικά πίστευαν ότι η έκρηξη ήταν μια πράξη πολέμου ή τρομοκρατίας.
Ήταν μια φυσική υπόθεση: οι περισσότεροι Λιβανέζοι έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία σε αεροπορικές επιθέσεις και αυτοκίνητα-βόμβες παρά σε βιομηχανικές καταστροφές.
Η συναίνεση ότι η έκρηξη ήταν, στην πραγματικότητα, ένα ατύχημα -πιθανότατα προκλήθηκε από φωτιά που πυροδότησε 2.750 τόνους νιτρικού αμμωνίου που αποθηκεύονταν στο λιμάνι από το 2013 - ήρθε σαν σοκ για πολλούς.
Οι τελωνειακοί υπάλληλοι, οι δικαστικές Αρχές και οι δυνάμεις ασφαλείας φιλονικούσαν και μεταβίβαζαν τις ευθύνες επί χρόνια σχετικά με το τι να κάνουν με το επικίνδυνο υλικό.
Όμως, αν και η έκρηξη ίσως να μην ήταν, από τεχνική άποψη, σκόπιμη, οι βαθύτερες αιτίες της έχουν να κάνουν με την ιστορία των συγκρούσεων του Λιβάνου, με τους γηράσκοντες πρώην πολέμαρχους που εξακολουθούν να κατέχουν εξουσία στην χώρα και με το δυσλειτουργικό σεχταριστικό πολιτικό σύστημά του.
Παιχνίδι κατηγοριών
Ως αντίδραση στην τραγωδία, οι Λιβανέζοι ηγέτες καταφεύγουν σε μια στρατηγική που έχουν ακονίσει εδώ και δεκαετίες: κατηγορούν άλλους πολιτικούς και φατρίες, ένα διεφθαρμένο σύστημα έξω από τον έλεγχό τους και, εάν όλα αυτά αποτύχουν, τις εξωτερικές δυνάμεις και τους υποκινητές. «Δεν είμαι υπεύθυνος», δήλωσε ο πρόεδρος του Λιβάνου, Michel Aoun, ημέρες μετά την έκρηξη.
«Δεν έχω καμία εξουσία να ασχοληθώ άμεσα με το λιμάνι», συνέχισε ο Aoun, προτού υπονοήσει ότι η καταστροφή προκλήθηκε από «ξένη παρέμβαση».
Ο Bahaa Hariri, ο Σουνίτης ηγέτης και γιος του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου, Rafic Hariri, κατηγόρησε την Χεζμπολάχ, τη σιιτική πολιτοφυλακή που είναι και πολιτικό κόμμα, ισχυριζόμενος ότι «τίποτα δεν μπαίνει μέσα και έξω από το λιμάνι ή το αεροδρόμιο χωρίς να το γνωρίζουν».
Ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Hasan Nashrallah, απέρριψε εμφατικά την κατηγορία σε τηλεοπτικό διάγγελμα, προειδοποιώντας τους αντιπάλους του να μην προσπαθήσουν να «ξεκινήσουν μια μάχη» με την ομάδα βασισμένη σε αυτή την καταστροφή. Καθώς άλλοι πολιτικοί ακολούθησαν το παράδειγμά τους, αρνούμενοι την ευθύνη, δείχνοντας με το δάχτυλο και εκπέμποντας αδύναμες κοινοτοπίες, οι Λιβανέζοι έγιναν πιο εξοργισμένοι με την πολιτική τους τάξη -και για το γεγονός ότι τις πρώτες μέρες μετά την έκρηξη, κανένας από τους ηγέτες τους δεν τόλμησε [να επισκεφθεί] τις κατεστραμμένες γειτονιές όπου οικογένειες έθαβαν τους νεκρούς τους θρηνώντας και προσπαθούσαν να σώσουν τα υπάρχοντά τους από τα κατεστραμμένα σπίτια τους.
Ένας σημαντικός πολιτικός ηγέτης όντως έκανε επίσκεψη, και δεν προσπάθησε να προσπεράσει την ευθύνη, αλλά έτυχε να είναι ο πρόεδρος της Γαλλίας.
Δύο ημέρες μετά την έκρηξη, ενώ οι Λιβανέζοι πολιτικοί παρέμεναν αθέατοι στα οχυρωμένα παλάτια τους, ο Γάλλος πρόεδρος, Emmanuel Macron, επέβλεψε το κατεστραμμένο λιμάνι και παρηγόρησε τους κατοίκους των ερειπωμένων γειτονιών.
Το λαϊκιστικό στυλ του Macron (σε ένα σημείο, έσπρωξε έναν σωματοφύλακα για να αγκαλιάσει μια γυναίκα που έκλαιγε) και η σιωπηρή κριτική του για την κυρίαρχη ελίτ του Λιβάνου δεν ξέφυγαν από τους κατοίκους της Βηρυτού.
Μέχρι την στιγμή που ο Macron επέστρεψε στο Παρίσι, περισσότερα από 50.000 άτομα είχαν υπογράψει μια ηλεκτρονική αναφορά που τον παρότρυνε να «θέσει τον Λίβανο υπό γαλλική εντολή για τα επόμενα 10 χρόνια».
Το κάλεσμα στην Γαλλία για να επαναφέρει την αποικιοκρατική υποταγή στον Λίβανο προσπερνά μια σημαντική ιστορική ειρωνεία: η γαλλική εντολή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο φόρτωσε στον Λίβανο το σεχταριστικό πολιτικό του σύστημα, το οποίο αρχικά είχε σκοπό να προστατεύσει τους Χριστιανούς της χώρας.
Οι λιβανέζικες ελίτ διατήρησαν την περίπλοκη συμφωνία κατανομής εξουσίας όταν η χώρα απέκτησε ανεξαρτησία το 1943, συμφωνώντας να επιλέγει πάντα έναν Μαρωνίτη πρόεδρο, έναν Σουνίτη πρωθυπουργό και έναν Σιίτη πρόεδρο του κοινοβουλίου. Οι έδρες στο κοινοβούλιο χωρίστηκαν αρχικά με αναλογία έξι Χριστιανών προς πέντε Μουσουλμάνους, και στην συνέχεια χωρίστηκαν περαιτέρω σε 18 επίσημα αναγνωρισμένες σέχτες.
Το σύστημα έγινε μια από τις βασικές αιτίες του εμφυλίου πολέμου, που διήρκεσε από το 1975 έως το 1990, και ένας τρόπος ώστε οι σεχταριστές ηγέτες να διαιρέσουν και να μοιραστούν τα λάφυρα. (Στο τέλος του πολέμου, το κοινοβούλιο επεκτάθηκε και οι έδρες μοιράστηκαν ισότιμα μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών).
Χάρη στο δογματικό σύστημα, οι πολιτικοί θεσμοί του Λιβάνου δεν προόδευσαν και η χώρα παρέμεινε εξαρτημένη από μια χούφτα σεχταριστών ηγετών που συνήθως κληρονομούσαν την εξουσία από τους πατέρες τους.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οι πρώην ηγέτες της πολιτοφυλακής ανέλαβαν τον έλεγχο διαφόρων κυβερνητικών υπουργείων και δημόσιων θεσμών και επέκτειναν τα δίκτυα προστασίας τους στο βαθύ κράτος.
Οι κυβερνητικές θέσεις εργασίας, οι συμβάσεις και άλλοι πόροι εξακολουθούν να κατανέμονται ανά σέχτα -μια διαδικασία γνωστή στα Αραβικά ως muhasasa.
Δεδομένου ότι το πολιτικό σύστημα βασίζεται στην συναίνεση, δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις χωρίς την συναίνεση όλων. Το τυπικό πολιτικό σύνθημα του Λιβάνου είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει «κανένας νικητής και κανένας ηττημένος»).
Το αποτέλεσμα είναι μόνιμο αδιέξοδο, που χαρακτηρίζεται από περιοδικές πράξεις βίας.
Οι αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν στην αρένα της πολιτικής, και έτσι μερικές φορές πολεμιούνται στους δρόμους. Αυτό ενθαρρύνει τα κόμματα και τις φατρίες –ιδίως τους ηγέτες των τριών μεγάλων σεχτών: Σουνίτες, Σιίτες και Μαρωνίτες– να ζητήσουν την βοήθεια εξωτερικών προστατών προκειμένου να νικήσουν τους αντιπάλους τους, μια δυναμική που έχει κρατήσει τον Λίβανο αδύναμο και εξαρτημένο από ξένες δυνάμεις.
Η Συρία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία έχουν ανταγωνιστεί για επιρροή στον Λίβανο από το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1990.
Και παρά την ρητορική τους για το αντίθετο, αυτές οι χώρες αντιστάθηκαν σε οποιαδήποτε μεγάλη αλλαγή στο σύστημα που θα τις άφηνε με λιγότερη μόχλευση. Από την πλευρά τους, οι λιβανέζικες ελίτ έχουν επενδύσει υπερβολικά στο σύστημα για να το αλλάξουν.
Ενα καταστροφικό σύστημα
Αν υπήρξε ποτέ μια στιγμή για να ανατραπεί το σεχταριστικό σύστημα του Λιβάνου και οι εδραιωμένοι ηγέτες του, είναι αυτή.
Καθώς το εύρος της καταστροφής -και ο βαθμός της επίσημης αμέλειας που επέτρεψε να συμβεί η έκρηξη- έγινε πιο ξεκάθαρο, δεκάδες χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία των Μαρτύρων στο κέντρο της Βηρυτού στις 8 Αυγούστου, ζητωκραυγάζοντας και παίρνοντας selfies καθώς χάρτινα ομοιώματα του προέδρου του Λιβάνου, του πρωθυπουργού και του προέδρου του κοινοβουλίου κρέμονταν από μια πρόχειρη αγχόνη.
Ο θυμός για την έκρηξη θα μπορούσε να αναζωογονήσει μια λαϊκή εξέγερση που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019, αφότου η κυβέρνηση του Λιβάνου ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων λιτότητας.
Χωρίς έναν ισχυρό άνδρα ή μια ισχυρή οικογένεια για να συγκεντρώσει τον θυμό τους, οι Λιβανέζοι διαδηλωτές υιοθέτησαν το σύνθημα «Όλοι τους σημαίνει όλοι τους».
Αυτοί οι δώδεκα ή περίπου τόσοι ηγέτες του εμφυλίου πολέμου ήταν απρόθυμοι να παραιτηθούν και να παραδώσουν την εξουσία σε μια νέα γενιά.
Αντ' αυτού, συγκεντρώνουν την εξουσία μεταξύ φίλων (cronies), λεηλατούν τους πόρους της χώρας, μεταβιβάζουν έδρες στο κοινοβούλιο στα παιδιά τους, και συνεχίζουν να προσφεύγουν στην σεχταριστική ταυτότητα.
Όταν αποτυγχάνουν να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις ή να παρέχουν βασικές κυβερνητικές υπηρεσίες, αυτοί οι σεχταριστές ηγέτες κατηγορούν τους εξωτερικούς δρώντες και τις περιφερειακές δυνάμεις και ισχυρίζονται ότι [οι ίδιοι] είναι πραγματικοί υπέρμαχοι της αλλαγής που δυστυχώς εμποδίζονται από μια διεφθαρμένη δομή.
Σε αυτό το κυκλικό σύστημα που επιτρέπει σε κάθε ηγέτη και φατρία να μεταβιβάζει την ευθύνη, δεν υπάρχει καμία λογοδοσία, ακόμη και όταν η χώρα υποφέρει από μια τραγωδία στην κλίμακα της έκρηξης στο λιμάνι.
Η ανασυγκρότηση των περιοχών που υπέστησαν ζημιές από την έκρηξη θα μπορούσε να κοστίσει έως και 15 δισεκατομμύρια δολάρια και είναι πιθανό να επιταχύνει μια οικονομική κατάρρευση στον Λίβανο που συνέπεσε με τις διαδηλώσεις του περασμένου έτους.
Από τον Οκτώβριο, η λιβανική λίρα, η οποία έχει συνδεθεί με το δολάριο από το 1997, έχει χάσει το 80% της αξίας της στη μαύρη αγορά.
Η κατάρρευση του νομίσματος, μαζί με την έλλειψη δολαρίων, οδήγησε σε αύξηση των τιμών των τροφίμων και έλλειψη εισαγόμενων αγαθών.
Η κυβέρνηση αγωνίζεται να πληρώσει τα χρέη της και έχει αποτύχει να παράσχει βασικές υπηρεσίες όπως ηλεκτρική ενέργεια, νερό και συλλογή απορριμμάτων.
Το δημόσιο χρέος του Λιβάνου ανέρχεται σε 92 δισεκατομμύρια δολάρια, ή περισσότερο από 160% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Υπάρχει μικρή ελπίδα για μια ξένη διάσωση, καθώς οι παραδοσιακοί υποστηρικτές του Λιβάνου, συμπεριλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών του Κόλπου όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, αποφεύγουν να παρέχουν περισσότερη βοήθεια.
Οι ξένοι υποστηρικτές απαιτούν επιτέλους οι Λιβανέζοι ηγέτες να αρχίσουν να κάνουν μεταρρυθμίσεις που τελικά θα αποδυναμώσουν την επιρροή τους στην εξουσία και θα υπονομεύσουν το σεχταριστικό σύστημα: μείωση του φουσκωμένου δημόσιου μισθολογίου και καταπολέμηση της διαφθοράς.
Τον Μάιο, η κυβέρνηση του Λιβάνου ζήτησε δάνειο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν λόγω των συγκρούσεων μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων και της κεντρικής τράπεζας της χώρας σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για έλεγχο των λογαριασμών της τράπεζας.
Με την αδιαλλαξία τους, οι σεχταριστές ηγέτες του Λιβάνου κατέστησαν σαφές ότι δεν νοιάζονται για την κατάρρευση της οικονομίας και την καταστροφή της χώρας.
Η ύψιστη προτεραιότητά τους είναι η προστασία του εαυτού τους και της παρέας τους.
Υπάρχει εναλλακτική στους σεχταριστές ολιγάρχες;
Αν και το κίνημα διαμαρτυρίας που προέκυψε πέρυσι έχει δημιουργήσει δια-σεχταριστικές συμμαχίες, είναι σε μεγάλο βαθμό χωρίς ηγέτες.
Απέχει επίσης πολύ από την οικοδόμηση της οργανωτικής δομής και των μηχανισμών προσέλκυσης στις κάλπες που διαθέτουν οι καθιερωμένες, βασισμένες στις σέχτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ˙ του Future Movement, ενός σουνιτικού κόμματος με επικεφαλής τον Saad Hariri, πρώην πρωθυπουργό και έναν άλλο γιο του Rafiq Hariri, του πρώην πρωθυπουργού που δολοφονήθηκε το 2005˙ και του Ελεύθερου Πατριωτικού Κινήματος, ενός κατά κύριο λόγο Μαρωνιτικού κόμματος που ιδρύθηκε από τον Αούν, τον πρόεδρο, και τώρα είναι υπό την ηγεσία του γαμπρού του, Gebran Bassil.
Επιπλέον, τα σεχταριστικά κόμματα έχουν ένα εγγενές πλεονέκτημα έναντι των νεοσύστατων κινημάτων, επειδή το πολιτικό σύστημα της χώρας εξαρτάται από την δημιουργία πελατειακών δικτύων και την διανομή πόρων, ειδικά για την αντιμετώπιση των ελλείψεων της κυβέρνησης.
Οι Λιβανέζοι εξαρτώνται από τους θρησκευτικούς ηγέτες και τα κόμματά τους όχι μόνο για δουλειές αλλά και για κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η σχολική εκπαίδευση και η επισιτιστική βοήθεια.
Τα κόμματα γεμίζουν το κενό που άφησε μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση η οποία είναι διεφθαρμένη και αναποτελεσματική στην παροχή βασικών υπηρεσιών.
Η έκρηξη στο λιμάνι και η επακόλουθη αντίδραση ανέτρεψαν την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Χασάν Diab, η οποία ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο μετά από λαϊκές διαμαρτυρίες που ανάγκασαν τον Hariri, τον κορυφαίο Σουνίτη πολιτικό της χώρας, να παραιτηθεί.
Ο Diab ανακοίνωσε την παραίτησή του στις 10 Αυγούστου και το υπουργικό συμβούλιό του θα συνεχίσει ως υπηρεσιακή [κυβέρνηση] έως ότου σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση, κάτι που μπορεί να χρειαστεί μήνες.
Η πτώση του υπουργικού συμβουλίου του Diab δεν θα αλλάξει την πορεία του Λιβάνου -θα οδηγήσει σε ένα παιχνίδι μεταβίβασης της ευθύνης και σε «μουσικές καρέκλες», καθώς οι σεχταριστές ηγέτες και τα κόμματα που κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες στην πολιτική του Λιβάνου θα διορίσουν άλλη μια κυβέρνηση.
Μέρες πριν παραιτηθεί, ο Diab υπονόησε ότι θα ζητήσει από το κοινοβούλιο να συντομεύσει την θητεία του και να διενεργήσει πρόωρες εκλογές.
Αυτό θα ικανοποιούσε μια κεντρική απαίτηση των διαδηλώσεων του περασμένου έτους, οι οποίες καλούσαν επίσης τον Aoun να παραιτηθεί από την προεδρία και τον Σιίτη πολιτικό Nabih Berri να παραιτηθεί από επί Macronπρόεδρος του κοινοβουλίου.
(Αμφότεροι οι άνδρες ήταν σημαντικές προσωπικότητες στον εμφύλιο πόλεμο:
Ο Aoun ήταν διοικητής του λιβανικού στρατού, ενώ ο Berri ήταν ηγέτης μιας σιιτικής πολιτοφυλακής).
Αυτό ίσως να επιτάχυνε την πτώση του Diab: ο λιβανικός Τύπος ανέφερε ότι ο Berri ήταν εξοργισμένος από το αίτημα του πρωθυπουργού για πρόωρες εκλογές και πίεσε τους υπουργούς να παραιτηθούν για να επισπεύσουν την κατάρρευση του υπουργικού συμβουλίου.
Oι σεχταριστές ηγέτες του Λιβάνου δεν πρόκειται να μεταρρυθμιστούν εκτός εξουσίας.
Θα παραμείνουν χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, όπως έκαναν κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Πολλά από τα καθιερωμένα σεχταριστικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ και των συμμάχων της, αντιτάχθηκαν στην έκκληση για πρόωρες εκλογές.
Οι τελευταίες εκλογές διεξήχθησαν τον Μάιο του 2018 και το κοινοβούλιο υποτίθεται ότι θα υπηρετούσε μέχρι το 2022.
Αλλά ακόμα κι αν οι διαδηλωτές μπορούν να επιβάλουν πρόωρες εκλογές, δεν είναι σαφές ότι θα δημιουργηθεί ένα σημαντικά διαφορετικό 128μελές νομοθετικό σώμα.
Οι σεχταριστές ηγέτες και τα κόμματα είναι άριστα στην χρήση των βυζαντινικών εκλογικών νόμων του Λιβάνου προς όφελός τους.
Στις τελευταίες εκλογές, οι πολιτικοί ισχυρίστηκαν ότι ένα νέο σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης -στην θέση ενός συστήματος «ο νικητής τα παίρνει όλα»- θα επέτρεπε σε ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και ανεξάρτητους [υποψήφιους] να ανταγωνιστούν τα καθιερωμένα κόμματα.
Ωστόσο, τα κόμματα που βασίζονται στις σέχτες κέρδισαν σχεδόν όλες τις έδρες και η προσέλευση των ψηφοφόρων ήταν κάτω από το 50%.
Η τραγωδία στην Βηρυτό -το αποτέλεσμα δεκαετιών συστηματικής αμέλειας και έλλειψης λογοδοσίας- κατέστησε σαφές ότι μια νέα κυβέρνηση, οι κοινοβουλευτικές εκλογές, και τα νέα πολιτικά κόμματα δεν θα είναι αρκετά για να σώσουν τον Λίβανο.
Οι Λιβανέζοι πρέπει να απαλλαγούν από τους διεφθαρμένους σεχταριστές ηγέτες και τα κόμματα που κυριαρχούν στην χώρα εδώ και δεκαετίες.
Και πρέπει να καταστρέψουν το θρησκευτικό σύστημα καταμερισμού εξουσίας που έχει μετατραπεί σε θηλιά γύρω από το λαιμό τους.
Mohamad Bazzi, αναπληρωτής καθηγητής Δημοσιογραφίας στο New York University και πρώην επικεφαλής του τμήματος για τη Μέση Ανατολή στο Newsday
Η μαζική έκρηξη που διέλυσε το λιμάνι της Βηρυτού το βράδυ της 4ης Αυγούστου άφησε περισσότερους από 200 ανθρώπους νεκρούς, 6.000 τραυματίες και ένα τέταρτο του εκατομμυρίου αστέγους.
Στις ξέφρενες μετέπειτα ώρες, καθώς οι κάτοικοι της πρωτεύουσας του Λιβάνου έσκυβαν στους τραυματίες και χτένιζαν τα ερείπια για επιζώντες, πολλοί αρχικά πίστευαν ότι η έκρηξη ήταν μια πράξη πολέμου ή τρομοκρατίας.
Ήταν μια φυσική υπόθεση: οι περισσότεροι Λιβανέζοι έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία σε αεροπορικές επιθέσεις και αυτοκίνητα-βόμβες παρά σε βιομηχανικές καταστροφές.
Η συναίνεση ότι η έκρηξη ήταν, στην πραγματικότητα, ένα ατύχημα -πιθανότατα προκλήθηκε από φωτιά που πυροδότησε 2.750 τόνους νιτρικού αμμωνίου που αποθηκεύονταν στο λιμάνι από το 2013 - ήρθε σαν σοκ για πολλούς.
Οι τελωνειακοί υπάλληλοι, οι δικαστικές Αρχές και οι δυνάμεις ασφαλείας φιλονικούσαν και μεταβίβαζαν τις ευθύνες επί χρόνια σχετικά με το τι να κάνουν με το επικίνδυνο υλικό.
Όμως, αν και η έκρηξη ίσως να μην ήταν, από τεχνική άποψη, σκόπιμη, οι βαθύτερες αιτίες της έχουν να κάνουν με την ιστορία των συγκρούσεων του Λιβάνου, με τους γηράσκοντες πρώην πολέμαρχους που εξακολουθούν να κατέχουν εξουσία στην χώρα και με το δυσλειτουργικό σεχταριστικό πολιτικό σύστημά του.
Παιχνίδι κατηγοριών
Ως αντίδραση στην τραγωδία, οι Λιβανέζοι ηγέτες καταφεύγουν σε μια στρατηγική που έχουν ακονίσει εδώ και δεκαετίες: κατηγορούν άλλους πολιτικούς και φατρίες, ένα διεφθαρμένο σύστημα έξω από τον έλεγχό τους και, εάν όλα αυτά αποτύχουν, τις εξωτερικές δυνάμεις και τους υποκινητές. «Δεν είμαι υπεύθυνος», δήλωσε ο πρόεδρος του Λιβάνου, Michel Aoun, ημέρες μετά την έκρηξη.
«Δεν έχω καμία εξουσία να ασχοληθώ άμεσα με το λιμάνι», συνέχισε ο Aoun, προτού υπονοήσει ότι η καταστροφή προκλήθηκε από «ξένη παρέμβαση».
Ο Bahaa Hariri, ο Σουνίτης ηγέτης και γιος του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου, Rafic Hariri, κατηγόρησε την Χεζμπολάχ, τη σιιτική πολιτοφυλακή που είναι και πολιτικό κόμμα, ισχυριζόμενος ότι «τίποτα δεν μπαίνει μέσα και έξω από το λιμάνι ή το αεροδρόμιο χωρίς να το γνωρίζουν».
Ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Hasan Nashrallah, απέρριψε εμφατικά την κατηγορία σε τηλεοπτικό διάγγελμα, προειδοποιώντας τους αντιπάλους του να μην προσπαθήσουν να «ξεκινήσουν μια μάχη» με την ομάδα βασισμένη σε αυτή την καταστροφή. Καθώς άλλοι πολιτικοί ακολούθησαν το παράδειγμά τους, αρνούμενοι την ευθύνη, δείχνοντας με το δάχτυλο και εκπέμποντας αδύναμες κοινοτοπίες, οι Λιβανέζοι έγιναν πιο εξοργισμένοι με την πολιτική τους τάξη -και για το γεγονός ότι τις πρώτες μέρες μετά την έκρηξη, κανένας από τους ηγέτες τους δεν τόλμησε [να επισκεφθεί] τις κατεστραμμένες γειτονιές όπου οικογένειες έθαβαν τους νεκρούς τους θρηνώντας και προσπαθούσαν να σώσουν τα υπάρχοντά τους από τα κατεστραμμένα σπίτια τους.
Ένας σημαντικός πολιτικός ηγέτης όντως έκανε επίσκεψη, και δεν προσπάθησε να προσπεράσει την ευθύνη, αλλά έτυχε να είναι ο πρόεδρος της Γαλλίας.
Δύο ημέρες μετά την έκρηξη, ενώ οι Λιβανέζοι πολιτικοί παρέμεναν αθέατοι στα οχυρωμένα παλάτια τους, ο Γάλλος πρόεδρος, Emmanuel Macron, επέβλεψε το κατεστραμμένο λιμάνι και παρηγόρησε τους κατοίκους των ερειπωμένων γειτονιών.
Το λαϊκιστικό στυλ του Macron (σε ένα σημείο, έσπρωξε έναν σωματοφύλακα για να αγκαλιάσει μια γυναίκα που έκλαιγε) και η σιωπηρή κριτική του για την κυρίαρχη ελίτ του Λιβάνου δεν ξέφυγαν από τους κατοίκους της Βηρυτού.
Μέχρι την στιγμή που ο Macron επέστρεψε στο Παρίσι, περισσότερα από 50.000 άτομα είχαν υπογράψει μια ηλεκτρονική αναφορά που τον παρότρυνε να «θέσει τον Λίβανο υπό γαλλική εντολή για τα επόμενα 10 χρόνια».
Το κάλεσμα στην Γαλλία για να επαναφέρει την αποικιοκρατική υποταγή στον Λίβανο προσπερνά μια σημαντική ιστορική ειρωνεία: η γαλλική εντολή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο φόρτωσε στον Λίβανο το σεχταριστικό πολιτικό του σύστημα, το οποίο αρχικά είχε σκοπό να προστατεύσει τους Χριστιανούς της χώρας.
Οι λιβανέζικες ελίτ διατήρησαν την περίπλοκη συμφωνία κατανομής εξουσίας όταν η χώρα απέκτησε ανεξαρτησία το 1943, συμφωνώντας να επιλέγει πάντα έναν Μαρωνίτη πρόεδρο, έναν Σουνίτη πρωθυπουργό και έναν Σιίτη πρόεδρο του κοινοβουλίου. Οι έδρες στο κοινοβούλιο χωρίστηκαν αρχικά με αναλογία έξι Χριστιανών προς πέντε Μουσουλμάνους, και στην συνέχεια χωρίστηκαν περαιτέρω σε 18 επίσημα αναγνωρισμένες σέχτες.
Το σύστημα έγινε μια από τις βασικές αιτίες του εμφυλίου πολέμου, που διήρκεσε από το 1975 έως το 1990, και ένας τρόπος ώστε οι σεχταριστές ηγέτες να διαιρέσουν και να μοιραστούν τα λάφυρα. (Στο τέλος του πολέμου, το κοινοβούλιο επεκτάθηκε και οι έδρες μοιράστηκαν ισότιμα μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών).
Χάρη στο δογματικό σύστημα, οι πολιτικοί θεσμοί του Λιβάνου δεν προόδευσαν και η χώρα παρέμεινε εξαρτημένη από μια χούφτα σεχταριστών ηγετών που συνήθως κληρονομούσαν την εξουσία από τους πατέρες τους.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οι πρώην ηγέτες της πολιτοφυλακής ανέλαβαν τον έλεγχο διαφόρων κυβερνητικών υπουργείων και δημόσιων θεσμών και επέκτειναν τα δίκτυα προστασίας τους στο βαθύ κράτος.
Οι κυβερνητικές θέσεις εργασίας, οι συμβάσεις και άλλοι πόροι εξακολουθούν να κατανέμονται ανά σέχτα -μια διαδικασία γνωστή στα Αραβικά ως muhasasa.
Δεδομένου ότι το πολιτικό σύστημα βασίζεται στην συναίνεση, δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις χωρίς την συναίνεση όλων. Το τυπικό πολιτικό σύνθημα του Λιβάνου είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει «κανένας νικητής και κανένας ηττημένος»).
Το αποτέλεσμα είναι μόνιμο αδιέξοδο, που χαρακτηρίζεται από περιοδικές πράξεις βίας.
Οι αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν στην αρένα της πολιτικής, και έτσι μερικές φορές πολεμιούνται στους δρόμους. Αυτό ενθαρρύνει τα κόμματα και τις φατρίες –ιδίως τους ηγέτες των τριών μεγάλων σεχτών: Σουνίτες, Σιίτες και Μαρωνίτες– να ζητήσουν την βοήθεια εξωτερικών προστατών προκειμένου να νικήσουν τους αντιπάλους τους, μια δυναμική που έχει κρατήσει τον Λίβανο αδύναμο και εξαρτημένο από ξένες δυνάμεις.
Η Συρία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία έχουν ανταγωνιστεί για επιρροή στον Λίβανο από το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1990.
Και παρά την ρητορική τους για το αντίθετο, αυτές οι χώρες αντιστάθηκαν σε οποιαδήποτε μεγάλη αλλαγή στο σύστημα που θα τις άφηνε με λιγότερη μόχλευση. Από την πλευρά τους, οι λιβανέζικες ελίτ έχουν επενδύσει υπερβολικά στο σύστημα για να το αλλάξουν.
Ενα καταστροφικό σύστημα
Αν υπήρξε ποτέ μια στιγμή για να ανατραπεί το σεχταριστικό σύστημα του Λιβάνου και οι εδραιωμένοι ηγέτες του, είναι αυτή.
Καθώς το εύρος της καταστροφής -και ο βαθμός της επίσημης αμέλειας που επέτρεψε να συμβεί η έκρηξη- έγινε πιο ξεκάθαρο, δεκάδες χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία των Μαρτύρων στο κέντρο της Βηρυτού στις 8 Αυγούστου, ζητωκραυγάζοντας και παίρνοντας selfies καθώς χάρτινα ομοιώματα του προέδρου του Λιβάνου, του πρωθυπουργού και του προέδρου του κοινοβουλίου κρέμονταν από μια πρόχειρη αγχόνη.
Ο θυμός για την έκρηξη θα μπορούσε να αναζωογονήσει μια λαϊκή εξέγερση που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019, αφότου η κυβέρνηση του Λιβάνου ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων λιτότητας.
Χωρίς έναν ισχυρό άνδρα ή μια ισχυρή οικογένεια για να συγκεντρώσει τον θυμό τους, οι Λιβανέζοι διαδηλωτές υιοθέτησαν το σύνθημα «Όλοι τους σημαίνει όλοι τους».
Αυτοί οι δώδεκα ή περίπου τόσοι ηγέτες του εμφυλίου πολέμου ήταν απρόθυμοι να παραιτηθούν και να παραδώσουν την εξουσία σε μια νέα γενιά.
Αντ' αυτού, συγκεντρώνουν την εξουσία μεταξύ φίλων (cronies), λεηλατούν τους πόρους της χώρας, μεταβιβάζουν έδρες στο κοινοβούλιο στα παιδιά τους, και συνεχίζουν να προσφεύγουν στην σεχταριστική ταυτότητα.
Όταν αποτυγχάνουν να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις ή να παρέχουν βασικές κυβερνητικές υπηρεσίες, αυτοί οι σεχταριστές ηγέτες κατηγορούν τους εξωτερικούς δρώντες και τις περιφερειακές δυνάμεις και ισχυρίζονται ότι [οι ίδιοι] είναι πραγματικοί υπέρμαχοι της αλλαγής που δυστυχώς εμποδίζονται από μια διεφθαρμένη δομή.
Σε αυτό το κυκλικό σύστημα που επιτρέπει σε κάθε ηγέτη και φατρία να μεταβιβάζει την ευθύνη, δεν υπάρχει καμία λογοδοσία, ακόμη και όταν η χώρα υποφέρει από μια τραγωδία στην κλίμακα της έκρηξης στο λιμάνι.
Η ανασυγκρότηση των περιοχών που υπέστησαν ζημιές από την έκρηξη θα μπορούσε να κοστίσει έως και 15 δισεκατομμύρια δολάρια και είναι πιθανό να επιταχύνει μια οικονομική κατάρρευση στον Λίβανο που συνέπεσε με τις διαδηλώσεις του περασμένου έτους.
Από τον Οκτώβριο, η λιβανική λίρα, η οποία έχει συνδεθεί με το δολάριο από το 1997, έχει χάσει το 80% της αξίας της στη μαύρη αγορά.
Η κατάρρευση του νομίσματος, μαζί με την έλλειψη δολαρίων, οδήγησε σε αύξηση των τιμών των τροφίμων και έλλειψη εισαγόμενων αγαθών.
Η κυβέρνηση αγωνίζεται να πληρώσει τα χρέη της και έχει αποτύχει να παράσχει βασικές υπηρεσίες όπως ηλεκτρική ενέργεια, νερό και συλλογή απορριμμάτων.
Το δημόσιο χρέος του Λιβάνου ανέρχεται σε 92 δισεκατομμύρια δολάρια, ή περισσότερο από 160% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Υπάρχει μικρή ελπίδα για μια ξένη διάσωση, καθώς οι παραδοσιακοί υποστηρικτές του Λιβάνου, συμπεριλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών του Κόλπου όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, αποφεύγουν να παρέχουν περισσότερη βοήθεια.
Οι ξένοι υποστηρικτές απαιτούν επιτέλους οι Λιβανέζοι ηγέτες να αρχίσουν να κάνουν μεταρρυθμίσεις που τελικά θα αποδυναμώσουν την επιρροή τους στην εξουσία και θα υπονομεύσουν το σεχταριστικό σύστημα: μείωση του φουσκωμένου δημόσιου μισθολογίου και καταπολέμηση της διαφθοράς.
Τον Μάιο, η κυβέρνηση του Λιβάνου ζήτησε δάνειο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν λόγω των συγκρούσεων μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων και της κεντρικής τράπεζας της χώρας σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για έλεγχο των λογαριασμών της τράπεζας.
Με την αδιαλλαξία τους, οι σεχταριστές ηγέτες του Λιβάνου κατέστησαν σαφές ότι δεν νοιάζονται για την κατάρρευση της οικονομίας και την καταστροφή της χώρας.
Η ύψιστη προτεραιότητά τους είναι η προστασία του εαυτού τους και της παρέας τους.
Υπάρχει εναλλακτική στους σεχταριστές ολιγάρχες;
Αν και το κίνημα διαμαρτυρίας που προέκυψε πέρυσι έχει δημιουργήσει δια-σεχταριστικές συμμαχίες, είναι σε μεγάλο βαθμό χωρίς ηγέτες.
Απέχει επίσης πολύ από την οικοδόμηση της οργανωτικής δομής και των μηχανισμών προσέλκυσης στις κάλπες που διαθέτουν οι καθιερωμένες, βασισμένες στις σέχτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ˙ του Future Movement, ενός σουνιτικού κόμματος με επικεφαλής τον Saad Hariri, πρώην πρωθυπουργό και έναν άλλο γιο του Rafiq Hariri, του πρώην πρωθυπουργού που δολοφονήθηκε το 2005˙ και του Ελεύθερου Πατριωτικού Κινήματος, ενός κατά κύριο λόγο Μαρωνιτικού κόμματος που ιδρύθηκε από τον Αούν, τον πρόεδρο, και τώρα είναι υπό την ηγεσία του γαμπρού του, Gebran Bassil.
Επιπλέον, τα σεχταριστικά κόμματα έχουν ένα εγγενές πλεονέκτημα έναντι των νεοσύστατων κινημάτων, επειδή το πολιτικό σύστημα της χώρας εξαρτάται από την δημιουργία πελατειακών δικτύων και την διανομή πόρων, ειδικά για την αντιμετώπιση των ελλείψεων της κυβέρνησης.
Οι Λιβανέζοι εξαρτώνται από τους θρησκευτικούς ηγέτες και τα κόμματά τους όχι μόνο για δουλειές αλλά και για κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η σχολική εκπαίδευση και η επισιτιστική βοήθεια.
Τα κόμματα γεμίζουν το κενό που άφησε μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση η οποία είναι διεφθαρμένη και αναποτελεσματική στην παροχή βασικών υπηρεσιών.
Η έκρηξη στο λιμάνι και η επακόλουθη αντίδραση ανέτρεψαν την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Χασάν Diab, η οποία ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο μετά από λαϊκές διαμαρτυρίες που ανάγκασαν τον Hariri, τον κορυφαίο Σουνίτη πολιτικό της χώρας, να παραιτηθεί.
Ο Diab ανακοίνωσε την παραίτησή του στις 10 Αυγούστου και το υπουργικό συμβούλιό του θα συνεχίσει ως υπηρεσιακή [κυβέρνηση] έως ότου σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση, κάτι που μπορεί να χρειαστεί μήνες.
Η πτώση του υπουργικού συμβουλίου του Diab δεν θα αλλάξει την πορεία του Λιβάνου -θα οδηγήσει σε ένα παιχνίδι μεταβίβασης της ευθύνης και σε «μουσικές καρέκλες», καθώς οι σεχταριστές ηγέτες και τα κόμματα που κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες στην πολιτική του Λιβάνου θα διορίσουν άλλη μια κυβέρνηση.
Μέρες πριν παραιτηθεί, ο Diab υπονόησε ότι θα ζητήσει από το κοινοβούλιο να συντομεύσει την θητεία του και να διενεργήσει πρόωρες εκλογές.
Αυτό θα ικανοποιούσε μια κεντρική απαίτηση των διαδηλώσεων του περασμένου έτους, οι οποίες καλούσαν επίσης τον Aoun να παραιτηθεί από την προεδρία και τον Σιίτη πολιτικό Nabih Berri να παραιτηθεί από επί Macronπρόεδρος του κοινοβουλίου.
(Αμφότεροι οι άνδρες ήταν σημαντικές προσωπικότητες στον εμφύλιο πόλεμο:
Ο Aoun ήταν διοικητής του λιβανικού στρατού, ενώ ο Berri ήταν ηγέτης μιας σιιτικής πολιτοφυλακής).
Αυτό ίσως να επιτάχυνε την πτώση του Diab: ο λιβανικός Τύπος ανέφερε ότι ο Berri ήταν εξοργισμένος από το αίτημα του πρωθυπουργού για πρόωρες εκλογές και πίεσε τους υπουργούς να παραιτηθούν για να επισπεύσουν την κατάρρευση του υπουργικού συμβουλίου.
Oι σεχταριστές ηγέτες του Λιβάνου δεν πρόκειται να μεταρρυθμιστούν εκτός εξουσίας.
Θα παραμείνουν χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, όπως έκαναν κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Πολλά από τα καθιερωμένα σεχταριστικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ και των συμμάχων της, αντιτάχθηκαν στην έκκληση για πρόωρες εκλογές.
Οι τελευταίες εκλογές διεξήχθησαν τον Μάιο του 2018 και το κοινοβούλιο υποτίθεται ότι θα υπηρετούσε μέχρι το 2022.
Αλλά ακόμα κι αν οι διαδηλωτές μπορούν να επιβάλουν πρόωρες εκλογές, δεν είναι σαφές ότι θα δημιουργηθεί ένα σημαντικά διαφορετικό 128μελές νομοθετικό σώμα.
Οι σεχταριστές ηγέτες και τα κόμματα είναι άριστα στην χρήση των βυζαντινικών εκλογικών νόμων του Λιβάνου προς όφελός τους.
Στις τελευταίες εκλογές, οι πολιτικοί ισχυρίστηκαν ότι ένα νέο σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης -στην θέση ενός συστήματος «ο νικητής τα παίρνει όλα»- θα επέτρεπε σε ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και ανεξάρτητους [υποψήφιους] να ανταγωνιστούν τα καθιερωμένα κόμματα.
Ωστόσο, τα κόμματα που βασίζονται στις σέχτες κέρδισαν σχεδόν όλες τις έδρες και η προσέλευση των ψηφοφόρων ήταν κάτω από το 50%.
Η τραγωδία στην Βηρυτό -το αποτέλεσμα δεκαετιών συστηματικής αμέλειας και έλλειψης λογοδοσίας- κατέστησε σαφές ότι μια νέα κυβέρνηση, οι κοινοβουλευτικές εκλογές, και τα νέα πολιτικά κόμματα δεν θα είναι αρκετά για να σώσουν τον Λίβανο.
Οι Λιβανέζοι πρέπει να απαλλαγούν από τους διεφθαρμένους σεχταριστές ηγέτες και τα κόμματα που κυριαρχούν στην χώρα εδώ και δεκαετίες.
Και πρέπει να καταστρέψουν το θρησκευτικό σύστημα καταμερισμού εξουσίας που έχει μετατραπεί σε θηλιά γύρω από το λαιμό τους.
Mohamad Bazzi, αναπληρωτής καθηγητής Δημοσιογραφίας στο New York University και πρώην επικεφαλής του τμήματος για τη Μέση Ανατολή στο Newsday
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών