«Αλίμονο, όμως, οι κινεζικές αρχές μάλλον γέλασαν, παρά ανησύχησαν με αυτά που άκουσαν» γράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης
Στις 7 Δεκεμβρίου, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Charles Michel και Ursula von der Leyen, αντίστοιχα, παρευρέθησαν στην 24η Σύνοδο Κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Κίνας για να μεταφέρουν ένα αυστηρό μήνυμα στον Κινέζο Πρόεδρο Xi Jinping.
Στα μάτια της ευρωπαϊκής και αμερικανικής κοινής γνώμης, πάντα στο πλαίσιο του νέου ψυχρού πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, οι κορυφαίοι ηγέτες της ΕΕ φαίνεται να ενισχύουν την πίεση στην Κίνα, εκπέμποντας απειλές…
«Αλίμονο, όμως, οι κινεζικές αρχές μάλλον γέλασαν, παρά ανησύχησαν με αυτά που άκουσαν» γράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης.
Τα τέσσερα αιτήματα…
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Έλληνας οικονομολόγος, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μαζί με τις απειλές εξέφρασαν τέσσερα – αιτήματα παράπονα.
Το πρώτο αφορά το «μη ισορροπημένο εμπόριο».
Όπως το έθεσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen, «για κάθε τρία κοντέινερ που πηγαίνουν από την Κίνα στην Ευρώπη δύο κοντέινερ επιστρέφουν άδεια».
Δεν υπάρχει, φυσικά, καμία αμφιβολία ότι οι συνεχείς εμπορικές ανισορροπίες μπορεί κάλλιστα να αντικατοπτρίζουν μια μερκαντιλιστική στρατηγική για μόνιμα πλεονάσματα.
Αλλά η ΕΕ που κατηγορεί την Κίνα για μερκαντιλισμό είναι κάπως… πλούσια.
Την τελευταία δεκαετία, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας ανήλθε κατά μέσο όρο στο 1,65%, ενώ της ευρωζώνης στο 2,24%.
Την ίδια περίοδο, η κύρια κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, κατέγραψε εντυπωσιακό πλεόνασμα, 7,44%.
Το δεύτερο παράπονο-αίτημα της ΕΕ είχε να κάνει με την κρατική βοήθεια που δίδει η Κίνα στις επιχειρήσεις της, που ισοδυναμεί με ντάμπινγκ κινεζικών εξαγωγών στις αγορές της Ευρώπης.
Αναμφίβολα, αυτό το αίτημα είχε νόημα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η ΕΕ –μαζί με τις ΗΠΑ–, όχι μόνο διαμαρτυρόταν για το κινεζικό ντάμπινγκ, αλλά έπνεαν μένεα για τις πρακτικές της Κίνας στα κυκλώματα εμπορίου και κεφαλαίου της Δύσης.
«Αλλά γιατί να εγείρετε αυτό το παράπονο τώρα που η κατηγορία του μερκαντιλισμού έχει χάσει τη βάση της στην πραγματικότητα;» διερωτάται ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Εξάλλου, οι κινεζικές μπαταρίες ή τα ηλεκτρικά οχήματα (EV) είναι ανταγωνιστικά στην Ευρώπη όχι λόγω των επιδοτήσεων αλλά λόγω των τεράστιων κινεζικών επενδύσεων για την ανάπτυξή τους.
Σήμερα, τα κινεζικά ηλιακά πάνελ έχουν επιτύχει ποιότητα την οποία η Ευρώπη απλά δεν μπορεί να… ονειρευτεί – με ή χωρίς κρατική ενίσχυση.
Η Volkswagen Group China, μια από τις μεγαλύτερες εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες της Κίνας, συνήθιζε να εισάγει γερμανικά ανταλλακτικά καθώς και βιομηχανικά ρομπότ.
Σήμερα, προμηθεύεται όλα τα ανταλλακτικά και τα κεφαλαιουχικά αγαθά που χρειάζεται για την παραγωγή αυτοκινήτων από την Κίνα, επιτείνοντας τα εμπορικά δεινά της Ευρώπης.
Και δεν είναι μόνο το εμπορικό πλεόνασμα που έχει αντιστραφεί.
Αφού στηριζόταν για δεκαετίες σε Γερμανούς μηχανικούς για τη σχεδίαση των αυτοκινήτων της, η Volkswagen βρίσκεται στη διαδικασία πρόσληψης έως και 3.000 Κινέζων μηχανικών για την επόμενη γενιά αμιγώς ηλεκτρικών αυτοκινήτων που σχεδιάζει να πουλήσει στην Κίνα και στην Ευρώπη.
Γενικότερα, από το 2008, ενώ η ΕΕ επέβαλε αυστηρή λιτότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συνθλίβοντας τις επενδύσεις στις βιομηχανίες της στη διαδικασία, η Κίνα ενίσχυε τις επενδύσεις της καταγράφοντας παγκόσμιο ρεκόρ: σχεδόν στο 50% του εθνικού της εισοδήματος.
Σύμφωνα με τον Γιάνη Βαρουφάκη, το να κατηγορούμε τον κινεζικό μερκαντιλισμό μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλέσει - ειδικά μεταξύ των Γερμανών βιομηχάνων που πέρασαν τα τελευταία 50 χρόνια υποστηρίζοντας ότι το επίμονο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας με τον υπόλοιπο κόσμο αντανακλούσε την παγκόσμια ζήτηση για γερμανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Ό,τι κι αν πει η Ursula von der Leyen στους ηγέτες της Κίνας, αυτοί οι ίδιοι βιομήχανοι γνωρίζουν ότι οι Κινέζοι συνάδελφοί τους που κατασκευάζουν ηλιακά πάνελ, μπαταρίες και ηλεκτρικά οχήματα έχουν κερδίσει το δικαίωμα να μπουν στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το τρίτο αίτημα των Michel και von der Leyen είναι το εξής: οι ευρωπαϊκές εταιρείες δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν συμβάσεις με την κινεζική κυβέρνηση.
Μαζί με τα δύο προηγούμενα αιτήματα-παράπονα, αυτοί είναι οι λόγοι πάνω στους οποίους οι αξιωματούχοι της ΕΕ στηρίζουν τα τιμωρητικά μέτρα κατά των εξαγωγέων της Κίνας – ειδικότερα, υψηλούς δασμούς στα EV (και γενικότερα στην πράσινη τεχνολογία).
Όμως, ενώ οι αξιωματούχοι επικαλούνται επίσημη έρευνα των κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στις Βρυξέλλες, όλα φαίνονται μη πειστικά.
«Οι ευρωπαίοι βιομηχανικοί ηγέτες με τους οποίους μίλησα ιδιωτικά παραδέχονται ότι θεωρούν αυτές τις απειλές απόδειξη του πανικού των ηγετών της ΕΕ όταν συνειδητοποιούν ότι η Ευρώπη έχει απολέσει την ανταγωνιστικότητα σε κρίσιμους τομείς» παραδέχεται ο Γιάνης Βαρουφάκης, και συμπλήρωσε: «Ένας ρητορικά ρώτησε: “Πιστεύει πραγματικά η Von der Leyen ότι η απειλή των δασμών στα ηλεκτρικά οχήματα της BYD θα ενισχύσει τις [ευρωπαϊκές] εξαγωγές στην Κίνα;».
Σίγουρα, οι ευρωπαϊκές εταιρείες δικαίως διαμαρτύρονται για τους όρους ανταγωνισμού στην Κίνα, ειδικά όταν πρόκειται για κρατικές επιδοτήσεις.
Αλλά δεν θα αλλάξει τίποτε εάν, ως αποτέλεσμα της τεράστιας πίεσης των ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις της ΕΕ απαγορεύουν όλο και περισσότερο τις κινεζικές εταιρείες από τις δικές τους αλυσίδες παραγωγής.
«“Για να μην αναφέρω”, μου εκμυστηρεύτηκε ένας από αυτούς, “το γεγονός ότι, από την εποχή της πανδημίας, οι κυβερνήσεις της ΕΕ αγκάλιασαν τις πολιτικές των κρατικών επιδοτήσεων σαν να μην υπήρχε αύριο”» σημειώνει ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Το τέταρτο παράπονο των Michel και Von der Leyen είναι ότι η Κίνα δεν υποστήριξε επαρκώς τις κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία στο πλαίσιο της προσπάθειας σύμπηξης ενός κοινού μετώπου για τον τερματισμό της βαρβαρότητας του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία.
Παραμερίζοντας το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων, αυτή η κατηγορία απλώς αποκαλύπτει τη βαθιά υποκριτική διάθεση των αξιωματούχων της ΕΕ, που φωνασκούν για τον Putin αλλά τηρούν σιγή ιχθύος για τη Γάζα.
Φυσικά, δεν είναι η υποκρισία που κάνει την Ευρώπη να αιμορραγεί κεφάλαια και να χάνει το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της.
Ο παράλογος χειρισμός της αναπόφευκτης κρίσης του ευρώ από την ΕΕ πριν από μια δεκαετία το οδήγησε σε αυτό.
Η λιτότητας ρεκόρ, σε συνδυασμό με τη μαζική εκτύπωση χρήματος και την αποτυχία δημιουργίας μιας τραπεζικής και κεφαλαιαγοράς ένωσης, εξασφάλισαν ότι για τα επόμενα 13 χρόνια η Ευρώπη θα είχε ένα άνευ προηγουμένου χρηματικό ποσό εγκλωβισμένο στα χρηματοοικονομικά της κυκλώματα και άνευ προηγουμένου χαμηλές επενδύσεις στις τεχνολογίες του μέλλοντος.
Αυτός είναι ο λόγος που η Γηραιά Ήπειρος μένει πίσω τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα.
Η υποταγή στην Αμερική και οι κενές απειλές στην Κίνα είναι λυπηρές όσο και μάταιες, καταλήγει ο Γιάνης Βαρουφάκης.
www.bankingnews.gr
Στα μάτια της ευρωπαϊκής και αμερικανικής κοινής γνώμης, πάντα στο πλαίσιο του νέου ψυχρού πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, οι κορυφαίοι ηγέτες της ΕΕ φαίνεται να ενισχύουν την πίεση στην Κίνα, εκπέμποντας απειλές…
«Αλίμονο, όμως, οι κινεζικές αρχές μάλλον γέλασαν, παρά ανησύχησαν με αυτά που άκουσαν» γράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης.
Τα τέσσερα αιτήματα…
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Έλληνας οικονομολόγος, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μαζί με τις απειλές εξέφρασαν τέσσερα – αιτήματα παράπονα.
Το πρώτο αφορά το «μη ισορροπημένο εμπόριο».
Όπως το έθεσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen, «για κάθε τρία κοντέινερ που πηγαίνουν από την Κίνα στην Ευρώπη δύο κοντέινερ επιστρέφουν άδεια».
Δεν υπάρχει, φυσικά, καμία αμφιβολία ότι οι συνεχείς εμπορικές ανισορροπίες μπορεί κάλλιστα να αντικατοπτρίζουν μια μερκαντιλιστική στρατηγική για μόνιμα πλεονάσματα.
Αλλά η ΕΕ που κατηγορεί την Κίνα για μερκαντιλισμό είναι κάπως… πλούσια.
Την τελευταία δεκαετία, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας ανήλθε κατά μέσο όρο στο 1,65%, ενώ της ευρωζώνης στο 2,24%.
Την ίδια περίοδο, η κύρια κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, κατέγραψε εντυπωσιακό πλεόνασμα, 7,44%.
Το δεύτερο παράπονο-αίτημα της ΕΕ είχε να κάνει με την κρατική βοήθεια που δίδει η Κίνα στις επιχειρήσεις της, που ισοδυναμεί με ντάμπινγκ κινεζικών εξαγωγών στις αγορές της Ευρώπης.
Αναμφίβολα, αυτό το αίτημα είχε νόημα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η ΕΕ –μαζί με τις ΗΠΑ–, όχι μόνο διαμαρτυρόταν για το κινεζικό ντάμπινγκ, αλλά έπνεαν μένεα για τις πρακτικές της Κίνας στα κυκλώματα εμπορίου και κεφαλαίου της Δύσης.
«Αλλά γιατί να εγείρετε αυτό το παράπονο τώρα που η κατηγορία του μερκαντιλισμού έχει χάσει τη βάση της στην πραγματικότητα;» διερωτάται ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Εξάλλου, οι κινεζικές μπαταρίες ή τα ηλεκτρικά οχήματα (EV) είναι ανταγωνιστικά στην Ευρώπη όχι λόγω των επιδοτήσεων αλλά λόγω των τεράστιων κινεζικών επενδύσεων για την ανάπτυξή τους.
Σήμερα, τα κινεζικά ηλιακά πάνελ έχουν επιτύχει ποιότητα την οποία η Ευρώπη απλά δεν μπορεί να… ονειρευτεί – με ή χωρίς κρατική ενίσχυση.
Η Volkswagen Group China, μια από τις μεγαλύτερες εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες της Κίνας, συνήθιζε να εισάγει γερμανικά ανταλλακτικά καθώς και βιομηχανικά ρομπότ.
Σήμερα, προμηθεύεται όλα τα ανταλλακτικά και τα κεφαλαιουχικά αγαθά που χρειάζεται για την παραγωγή αυτοκινήτων από την Κίνα, επιτείνοντας τα εμπορικά δεινά της Ευρώπης.
Και δεν είναι μόνο το εμπορικό πλεόνασμα που έχει αντιστραφεί.
Αφού στηριζόταν για δεκαετίες σε Γερμανούς μηχανικούς για τη σχεδίαση των αυτοκινήτων της, η Volkswagen βρίσκεται στη διαδικασία πρόσληψης έως και 3.000 Κινέζων μηχανικών για την επόμενη γενιά αμιγώς ηλεκτρικών αυτοκινήτων που σχεδιάζει να πουλήσει στην Κίνα και στην Ευρώπη.
Γενικότερα, από το 2008, ενώ η ΕΕ επέβαλε αυστηρή λιτότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συνθλίβοντας τις επενδύσεις στις βιομηχανίες της στη διαδικασία, η Κίνα ενίσχυε τις επενδύσεις της καταγράφοντας παγκόσμιο ρεκόρ: σχεδόν στο 50% του εθνικού της εισοδήματος.
Σύμφωνα με τον Γιάνη Βαρουφάκη, το να κατηγορούμε τον κινεζικό μερκαντιλισμό μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλέσει - ειδικά μεταξύ των Γερμανών βιομηχάνων που πέρασαν τα τελευταία 50 χρόνια υποστηρίζοντας ότι το επίμονο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας με τον υπόλοιπο κόσμο αντανακλούσε την παγκόσμια ζήτηση για γερμανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Ό,τι κι αν πει η Ursula von der Leyen στους ηγέτες της Κίνας, αυτοί οι ίδιοι βιομήχανοι γνωρίζουν ότι οι Κινέζοι συνάδελφοί τους που κατασκευάζουν ηλιακά πάνελ, μπαταρίες και ηλεκτρικά οχήματα έχουν κερδίσει το δικαίωμα να μπουν στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το τρίτο αίτημα των Michel και von der Leyen είναι το εξής: οι ευρωπαϊκές εταιρείες δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν συμβάσεις με την κινεζική κυβέρνηση.
Μαζί με τα δύο προηγούμενα αιτήματα-παράπονα, αυτοί είναι οι λόγοι πάνω στους οποίους οι αξιωματούχοι της ΕΕ στηρίζουν τα τιμωρητικά μέτρα κατά των εξαγωγέων της Κίνας – ειδικότερα, υψηλούς δασμούς στα EV (και γενικότερα στην πράσινη τεχνολογία).
Όμως, ενώ οι αξιωματούχοι επικαλούνται επίσημη έρευνα των κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στις Βρυξέλλες, όλα φαίνονται μη πειστικά.
«Οι ευρωπαίοι βιομηχανικοί ηγέτες με τους οποίους μίλησα ιδιωτικά παραδέχονται ότι θεωρούν αυτές τις απειλές απόδειξη του πανικού των ηγετών της ΕΕ όταν συνειδητοποιούν ότι η Ευρώπη έχει απολέσει την ανταγωνιστικότητα σε κρίσιμους τομείς» παραδέχεται ο Γιάνης Βαρουφάκης, και συμπλήρωσε: «Ένας ρητορικά ρώτησε: “Πιστεύει πραγματικά η Von der Leyen ότι η απειλή των δασμών στα ηλεκτρικά οχήματα της BYD θα ενισχύσει τις [ευρωπαϊκές] εξαγωγές στην Κίνα;».
Σίγουρα, οι ευρωπαϊκές εταιρείες δικαίως διαμαρτύρονται για τους όρους ανταγωνισμού στην Κίνα, ειδικά όταν πρόκειται για κρατικές επιδοτήσεις.
Αλλά δεν θα αλλάξει τίποτε εάν, ως αποτέλεσμα της τεράστιας πίεσης των ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις της ΕΕ απαγορεύουν όλο και περισσότερο τις κινεζικές εταιρείες από τις δικές τους αλυσίδες παραγωγής.
«“Για να μην αναφέρω”, μου εκμυστηρεύτηκε ένας από αυτούς, “το γεγονός ότι, από την εποχή της πανδημίας, οι κυβερνήσεις της ΕΕ αγκάλιασαν τις πολιτικές των κρατικών επιδοτήσεων σαν να μην υπήρχε αύριο”» σημειώνει ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Το τέταρτο παράπονο των Michel και Von der Leyen είναι ότι η Κίνα δεν υποστήριξε επαρκώς τις κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία στο πλαίσιο της προσπάθειας σύμπηξης ενός κοινού μετώπου για τον τερματισμό της βαρβαρότητας του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία.
Παραμερίζοντας το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων, αυτή η κατηγορία απλώς αποκαλύπτει τη βαθιά υποκριτική διάθεση των αξιωματούχων της ΕΕ, που φωνασκούν για τον Putin αλλά τηρούν σιγή ιχθύος για τη Γάζα.
Φυσικά, δεν είναι η υποκρισία που κάνει την Ευρώπη να αιμορραγεί κεφάλαια και να χάνει το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της.
Ο παράλογος χειρισμός της αναπόφευκτης κρίσης του ευρώ από την ΕΕ πριν από μια δεκαετία το οδήγησε σε αυτό.
Η λιτότητας ρεκόρ, σε συνδυασμό με τη μαζική εκτύπωση χρήματος και την αποτυχία δημιουργίας μιας τραπεζικής και κεφαλαιαγοράς ένωσης, εξασφάλισαν ότι για τα επόμενα 13 χρόνια η Ευρώπη θα είχε ένα άνευ προηγουμένου χρηματικό ποσό εγκλωβισμένο στα χρηματοοικονομικά της κυκλώματα και άνευ προηγουμένου χαμηλές επενδύσεις στις τεχνολογίες του μέλλοντος.
Αυτός είναι ο λόγος που η Γηραιά Ήπειρος μένει πίσω τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα.
Η υποταγή στην Αμερική και οι κενές απειλές στην Κίνα είναι λυπηρές όσο και μάταιες, καταλήγει ο Γιάνης Βαρουφάκης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών