Επί του παρόντος, οι ευρωπαϊκές χώρες εισάγουν περίπου 17 εκατομμύρια τόνους λιπασμάτων ετησίως, εκ των οποίων τα 5,5 εκατομμύρια τόνοι προέρχονται από ρωσικά ορυκτά λιπάσματα.
Η πλήρης διακοπή της χρήσης ρωσικών λιπασμάτων από την Ευρώπη μέσα στα επόμενα τρία χρόνια αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών και ταυτόχρονη αύξηση των τιμών, προειδοποίησε ο Andrei Guriev, επικεφαλής του Ρωσικού Συνδέσμου Παραγωγών Λιπασμάτων (RAPU), κατά τη διάρκεια συνάντησης με τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin.
Σύμφωνα με τον Guriev, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των λιπασμάτων κατά 20-30%, επικαλούμενος το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου οι δασμοί έχουν ήδη προκαλέσει αντίστοιχες αυξήσεις.
Επί του παρόντος, οι ευρωπαϊκές χώρες εισάγουν περίπου 17 εκατομμύρια τόνους λιπασμάτων ετησίως, εκ των οποίων τα 5,5 εκατομμύρια τόνοι προέρχονται από ρωσικά ορυκτά λιπάσματα.
Η άρνηση εισαγωγής ενός τόσο μεγάλου όγκου – και μάλιστα σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη έχει ήδη από τις υψηλότερες τιμές λιπασμάτων παγκοσμίως – αναμένεται να επιδεινώσει δραστικά την κατάσταση.
Η προβλεπόμενη αύξηση τιμών θα ωθήσει τους Ευρωπαίους αγρότες είτε να μειώσουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις είτε να στραφούν σε κρατικές επιδοτήσεις για να διατηρήσουν τη βιωσιμότητά τους, σύμφωνα με το πρακτορείο TASS, το οποίο επικαλείται τον Guriev.
Όπως ανέφερε, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η απόφαση για πλήρη διακοπή των ρωσικών εξαγωγών λιπασμάτων προς την Ευρώπη έχει ήδη ληφθεί σε πολιτικό επίπεδο, παρά το γεγονός ότι τα ρωσικά λιπάσματα χαρακτηρίζονται συχνά ως ιδιαίτερα φιλικά προς το περιβάλλον.
Επιπτώσεις
Η απόφαση αυτή δεν θα έχει επιπτώσεις μόνο στις τιμές των λιπασμάτων, αλλά και στο συνολικό κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς θα απαιτηθεί αναδιάρθρωση των παγκόσμιων ροών προμήθειας και εύρεση εναλλακτικών πηγών.
Όλα αυτά τα επιπλέον κόστη αναπόφευκτα θα μετακυλιστούν στους Ευρωπαίους αγρότες, οι οποίοι ήδη επιβαρύνονται από υψηλά κόστη παραγωγής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συνέπειες ενός τόσο ριζικού βήματος, όπως η πλήρης διακοπή των ρωσικών λιπασμάτων, θα είναι πολύπλευρες:
Πρώτον, η αύξηση των τιμών των τροφίμων στην Ευρώπη είναι σχεδόν βέβαιη. Η αύξηση στην τιμή των λιπασμάτων – ενός κρίσιμου παράγοντα για τη γεωργική παραγωγή – θα οδηγήσει σε άνοδο του κόστους των καλλιεργειών και, κατ’ επέκταση, σε υψηλότερες τιμές για τον τελικό καταναλωτή.
Δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαίων αγροτών στη διεθνή αγορά θα μειωθεί. Καθώς το κόστος παραγωγής αυξάνεται, οι Ευρωπαίοι παραγωγοί θα δεχθούν πιέσεις από αγρότες σε περιοχές όπου τα λιπάσματα και οι μεταφορές παραμένουν φθηνότερα. Αυτό ενδέχεται να περιορίσει τις εξαγωγές και να ενισχύσει τις εισαγωγές, δημιουργώντας εμπορικές ανισορροπίες.
Τρίτον, είναι πιθανό να αυξηθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από άλλους προμηθευτές. Η άρνηση αγοράς ρωσικών λιπασμάτων δεν σημαίνει ότι η ανάγκη για αυτά παύει να υφίσταται. Αντιθέτως, η Ευρώπη θα αναγκαστεί να στραφεί σε νέες αγορές, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε νέες στρατηγικές εξαρτήσεις με απρόβλεπτους κινδύνους σε περίπτωση γεωπολιτικών εντάσεων ή διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Τέταρτον, υπάρχουν και περιβαλλοντικές συνέπειες. Η αντικατάσταση των ρωσικών λιπασμάτων με εναλλακτικές, λιγότερο «πράσινες» επιλογές, θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη βιωσιμότητα και να έρθει σε αντίθεση με τους περιβαλλοντικούς στόχους που έχει θέσει η ίδια η ΕΕ.
Συνολικά, η στρατηγική επιλογή της ΕΕ να αποδεσμευτεί πλήρως από τα ρωσικά λιπάσματα ενδέχεται να έχει σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες που θα γίνουν αισθητές σε όλο το εύρος του ευρωπαϊκού αγροδιατροφικού τομέα.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τον Guriev, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των λιπασμάτων κατά 20-30%, επικαλούμενος το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου οι δασμοί έχουν ήδη προκαλέσει αντίστοιχες αυξήσεις.
Επί του παρόντος, οι ευρωπαϊκές χώρες εισάγουν περίπου 17 εκατομμύρια τόνους λιπασμάτων ετησίως, εκ των οποίων τα 5,5 εκατομμύρια τόνοι προέρχονται από ρωσικά ορυκτά λιπάσματα.
Η άρνηση εισαγωγής ενός τόσο μεγάλου όγκου – και μάλιστα σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη έχει ήδη από τις υψηλότερες τιμές λιπασμάτων παγκοσμίως – αναμένεται να επιδεινώσει δραστικά την κατάσταση.
Η προβλεπόμενη αύξηση τιμών θα ωθήσει τους Ευρωπαίους αγρότες είτε να μειώσουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις είτε να στραφούν σε κρατικές επιδοτήσεις για να διατηρήσουν τη βιωσιμότητά τους, σύμφωνα με το πρακτορείο TASS, το οποίο επικαλείται τον Guriev.
Όπως ανέφερε, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η απόφαση για πλήρη διακοπή των ρωσικών εξαγωγών λιπασμάτων προς την Ευρώπη έχει ήδη ληφθεί σε πολιτικό επίπεδο, παρά το γεγονός ότι τα ρωσικά λιπάσματα χαρακτηρίζονται συχνά ως ιδιαίτερα φιλικά προς το περιβάλλον.
Επιπτώσεις
Η απόφαση αυτή δεν θα έχει επιπτώσεις μόνο στις τιμές των λιπασμάτων, αλλά και στο συνολικό κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς θα απαιτηθεί αναδιάρθρωση των παγκόσμιων ροών προμήθειας και εύρεση εναλλακτικών πηγών.
Όλα αυτά τα επιπλέον κόστη αναπόφευκτα θα μετακυλιστούν στους Ευρωπαίους αγρότες, οι οποίοι ήδη επιβαρύνονται από υψηλά κόστη παραγωγής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συνέπειες ενός τόσο ριζικού βήματος, όπως η πλήρης διακοπή των ρωσικών λιπασμάτων, θα είναι πολύπλευρες:
Πρώτον, η αύξηση των τιμών των τροφίμων στην Ευρώπη είναι σχεδόν βέβαιη. Η αύξηση στην τιμή των λιπασμάτων – ενός κρίσιμου παράγοντα για τη γεωργική παραγωγή – θα οδηγήσει σε άνοδο του κόστους των καλλιεργειών και, κατ’ επέκταση, σε υψηλότερες τιμές για τον τελικό καταναλωτή.
Δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαίων αγροτών στη διεθνή αγορά θα μειωθεί. Καθώς το κόστος παραγωγής αυξάνεται, οι Ευρωπαίοι παραγωγοί θα δεχθούν πιέσεις από αγρότες σε περιοχές όπου τα λιπάσματα και οι μεταφορές παραμένουν φθηνότερα. Αυτό ενδέχεται να περιορίσει τις εξαγωγές και να ενισχύσει τις εισαγωγές, δημιουργώντας εμπορικές ανισορροπίες.
Τρίτον, είναι πιθανό να αυξηθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από άλλους προμηθευτές. Η άρνηση αγοράς ρωσικών λιπασμάτων δεν σημαίνει ότι η ανάγκη για αυτά παύει να υφίσταται. Αντιθέτως, η Ευρώπη θα αναγκαστεί να στραφεί σε νέες αγορές, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε νέες στρατηγικές εξαρτήσεις με απρόβλεπτους κινδύνους σε περίπτωση γεωπολιτικών εντάσεων ή διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Τέταρτον, υπάρχουν και περιβαλλοντικές συνέπειες. Η αντικατάσταση των ρωσικών λιπασμάτων με εναλλακτικές, λιγότερο «πράσινες» επιλογές, θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη βιωσιμότητα και να έρθει σε αντίθεση με τους περιβαλλοντικούς στόχους που έχει θέσει η ίδια η ΕΕ.
Συνολικά, η στρατηγική επιλογή της ΕΕ να αποδεσμευτεί πλήρως από τα ρωσικά λιπάσματα ενδέχεται να έχει σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες που θα γίνουν αισθητές σε όλο το εύρος του ευρωπαϊκού αγροδιατροφικού τομέα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών