Η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνίζεται απεγνωσμένα για να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του Βελγίου σχετικά με ένα σχέδιο χρηματοδότησης της άμυνας της Ουκρανίας με ρωσικά χρήματα
Ένα άρθρο της 24/10 που συνοψίζει τα ταραχώδη γεγονότα του μόλις ολοκληρωμένου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – όπου το Βέλγιο είχε ματαιώσει την προσπάθεια της ΕΕ να παραδώσει 140 δισεκατομμύρια ευρώ ρωσικών χρημάτων στην Ουκρανία – είχε τον προκλητικό αλλά ακριβή τίτλο: «Η Ευρώπη ανακαλύπτει ότι ο De Wever είναι πιο δύσκολο να πειστεί και από τον Trump».
Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι, ενώ ο κατά διαστήματα φιλικός προς τη Μόσχα Πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ευθυγραμμιστεί με την ΕΕ επιβάλλοντας κυρώσεις στη Ρωσία νωρίτερα εκείνη την εβδομάδα, οι ευρωπαίοι ηγέτες, ειρωνικά, απέτυχαν να πείσουν τον ακλόνητα φίλο του Κιέβου Βέλγο πρωθυπουργό να κάνει το ίδιο.
Ο τίτλος ήταν τόσο πιασάρικος που προκάλεσε έναν μικρό εθνικό θόρυβο.
Διαδόθηκε γρήγορα από το Belga, το εθνικό πρακτορείο ειδήσεων του Βελγίου, και αναδημοσιεύτηκε σε πολλά μεγάλα μέσα ενημέρωσης, όπως η Le Soir, το La Dernière Heure και το VRT NWS.
Διαμοιράστηκε επίσης στο Twitter από τον Paul Magnette, αρχηγό του γαλλόφωνου βελγικού σοσιαλιστικού κόμματος και έντονο επικριτή φλαμανδικής δεξιάς του De Wever.
«Ο De Wever ως ο νέος Ευρωπαίος Orbán», βροντοφώναξε ο Magnette, αναφερόμενος στον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας.
«Ενώ όλη η Ευρώπη είναι επιτέλους έτοιμη να κατασχέσει ρωσικά περιουσιακά στοιχεία ως κύρωση κατά του Putin, ο Bart De Wever ασκεί veto μόνος εναντίον όλων!»
Μέσα σε λίγες ώρες, ωστόσο, η πεντακομματική κυβέρνηση συνασπισμού του De Wever είχε συσπειρωθεί γύρω από τον πρωθυπουργό της καθώς το Βέλγιο κινδυνεύει να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μετά από καταδίκη σε κάποιο διεθνές δικαστήριο να αναλάβει ΜΟΝΟ του την αποζημίωση εντόκως της Μόσχας.
Και τούτο διότι όποια χρήση των ρωσικών κρατικών assets παραβιάζει ευθέως κανόνες του διεθνούς δικαίου και κυρίως αυτόν της ασφάλειας της ιδιοκτησίας και της οικονομικής κυριαρχίας των κρατών.
Ο Georges-Louis Bouchez, ηγέτης του γαλλόφωνου φιλελεύθερου κόμματος MR, δήλωσε ότι «συμφωνεί πλήρως» με τις ενέργειες του De Wever.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Maxime Prévot, από το κεντρώο κόμμα Les Engagés, σημείωσε ομοίως ότι ήταν «απολύτως θεμιτό» ο πρωθυπουργός να απαιτεί τα νομικά και οικονομικά ρίσκα που συνδέονται με το λεγόμενο «reparation loan» (δάνειο επανορθώσεων) – το οποίο θα αξιοποιούσε τα δεσμευμένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο Euroclear, έναν οργανισμό εκκαθάρισης των διεθνών συναλλαγών με έδρα τις Βρυξέλλες – να κατανεμηθούν μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Αντίθετα, το θέμα είναι ότι το άρθρο – που επίσης χαρακτήριζε τον De Wever ως «απείθαρχο Φλαμανδό εθνικιστή» - πιθανότατα επιδείνωσε τις ήδη βαθιές πολιτικές διαιρέσεις στο Βέλγιο και, κάνοντάς το, πιθανότατα δυσκόλεψε την κυβέρνηση του να υποχωρήσει.
Το άρθρο είναι επίσης, μπορούμε να πούμε, σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος.
Πολλοί δημοσιογράφοι, καταργώντας κάθε κανόνα αντικειμενικότητας θελουν το δάνειο να προχωρήσει.
Η προπαγάνδα όμως οδηγεί ενίοτε στα αντίθετα αποτελέσματα.
Πράγματι, η επιβλαβής επίδραση των δημοσιογράφων στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις της ΕΕ με τους Βέλγους αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο από Ευρωπαίους αξιωματούχους.
«Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σε κλειστή αίθουσα και όχι σε συνεντεύξεις Τύπου», είπε ένας ανώτερος διπλωμάτης

Τελειώνουν τα χρήματα της Ουκρανίας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνίζεται απεγνωσμένα για να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του Βελγίου σχετικά με ένα σχέδιο χρηματοδότησης της άμυνας της Ουκρανίας με ρωσικά χρήματα, σημειώνει χαρακτηριστικά η Wall Street Journal.
Η Ουκρανία αναμένεται να εξαντλήσει τα κεφάλαιά της την άνοιξη, σύμφωνα με αξιωματούχους της ΕΕ, οι οποίοι θεωρούν την πρόταση δανείου ως την καλύτερη επιλογή για να μπορέσει το Κίεβο να συνεχίσει να αγοράζει όπλα.
Το σχέδιο προβλέπει τη χορήγηση δανείου ύψους 183 δισ. ευρώ (περίπου 213 δισ. δολαρίων) στην Ουκρανία, με εγγύηση τα ρωσικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν δεσμευτεί στο Βέλγιο.
Οι βελγικές αρχές φοβούνται ότι, αν το σχέδιο αντιμετωπίσει πολιτικά ή νομικά προβλήματα, η χώρα θα εκτεθεί σε υποχρεώσεις που ενδέχεται να ανέλθουν στο ένα τρίτο του εθνικού της ΑΕΠ. Η πολιτική κατάσταση στο Βέλγιο, όπου εδρεύουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ενδέχεται να επιδεινώσει το πρόβλημα.
Η κυβερνητική συμμαχία βρίσκεται αντιμέτωπη με δημοσιονομική κρίση, γεγονός που αυξάνει την πίεση στον πρωθυπουργό του Βελγίου, De Wever, να αποδείξει ότι προστατεύει τα συμφέροντα της χώρας του.
Ο De Wever συναντήθηκε την Παρασκευή (14/11) με την Πρόεδρο της Κομισιόν Ursula von der Leyen. Και οι δύο πλευρές επιθυμούν να επιτευχθεί συμφωνία σε σύνοδο κορυφής στα τέλη του επόμενου μήνα, προτού επιδεινωθεί περαιτέρω η οικονομική κατάσταση του Κιέβου.

O τεράστιος νομικός κίνδυνος για το Βέλγιο
Η διαμάχη συνοψίζεται σε αντικρουόμενες εκτιμήσεις σχετικά με τον νομικό κίνδυνο του δανείου αποζημίωσης.
Οι αξιωματούχοι της ΕΕ αναγνωρίζουν την ύπαρξη κινδύνων, αλλά θεωρούν ότι είναι χαμηλοί και ελεγχόμενοι.
Οι Βέλγοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι το σχέδιο εμπεριέχει σημαντικό κίνδυνο.
Η πρόταση περιλαμβάνει τη χρήση μέρους των περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας ύψους 300 δισ. δολαρίων, τα οποία η ΕΕ, οι ΗΠΑ και άλλοι σύμμαχοι δέσμευσαν μετά την εντολή του Ρώσου ηγέτη Vladimir Putin για τη μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία το 2022.
Τα δύο τρίτα αυτών των χρημάτων βρίσκονται στον βελγικό οργανισμό διαμεσολάβησης Euroclear, που κατέχει δισεκατομμύρια σε περιουσιακά στοιχεία για τους πελάτες του.
Το απελπισμένο σχέδιο των Βρυξελλών
Το σχέδιο της ΕΕ περιλαμβάνει τη χορήγηση δανείου στην Ουκρανία χρησιμοποιώντας τα χρηματικά αποθέματα που έχουν συσσωρευτεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία στην Euroclear είναι «παγωμένα», σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal.
Η Ουκρανία θα χρειαστεί να επιστρέψει τα χρήματα μόνο αν η Ρωσία καταβάλει αποζημιώσεις στο Κίεβο μετά τον πόλεμο.
Λίγοι πιστεύουν ότι αυτό είναι πιθανό.
Η Κομισιόν, το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ, θα συνάψει με το Euroclear σύμβαση, η οποία θα ισοδυναμεί με γραμμάτιο, σύμφωνα με την οποία θα αποκαταστήσει τον ισολογισμό της Euroclear σε περίπτωση που χρειαστεί να αποπληρώσει τη Ρωσία.
Οι χώρες της ΕΕ θα εγγυηθούν ότι η Κομισιόν διαθέτει τους πόρους για μια ενδεχόμενη αποπληρωμή.
Η Euroclear, από την πλευρά της, θα χρειαστεί να διευθετήσει το θέμα με τη Ρωσία μόνο εάν αρθεί η επιβολή των δυτικών κυρώσεων επί των περιουσιακών της στοιχείων.
Μέχρι τότε, το δάνειο προς την Ουκρανία θα μπορούσε να ανανεώνεται επ' αόριστον και να μη θεωρείται χρέος της Ουκρανίας.
Η νομιμότητα της χρήσης των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα οικονομικά ζητήματα του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες - αναγνωρίζοντας ότι αυτή η πρακτική συνιστά... κλοπή - αντιστάθηκαν για περισσότερο από δύο χρόνια στο άνευ προηγουμένου μέτρο της παράδοσης των περιουσιακών στοιχείων μιας χώρας στον αντίπαλό της.

Τι ζητούν οι Βέλγοι
Για να προχωρήσει το σχέδιο της ΕΕ, οι βελγικές αρχές ζητούν εγγυήσεις από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ ότι θα διατεθούν αμέσως μετρητά στην Euroclear, σε περίπτωση που αυτή υποχρεωθεί να επιστρέψει τα περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία.
Φοβούνται ότι αυτό θα συμβεί αν η πρόταση της Κομισιόν κριθεί παράνομη ή αν οι ΗΠΑ και η Ρωσία συνάψουν ειρηνευτική συμφωνία που θα υποχρεώνει την Euroclear να επιστρέψει τα χρήματα.
Εάν το Euroclear δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της, το Βέλγιο προειδοποιεί ότι ο οργανισμός θα μπορούσε να χάσει γρήγορα την εμπιστοσύνη της αγοράς, με κίνδυνο μαζικής εκροής κεφαλαίων και πιθανής κρίσης στην αγορά.
Η κυβέρνηση του Βελγίου φοβάται ότι η Μόσχα θα μπορούσε να κατασχέσει επίσημα τα περιουσιακά στοιχεία βελγικών εταιρειών που έχουν παγιδευτεί στη Ρωσία από το 2022.
Φοβούνται ότι η Ρωσία ή τα δικαστήριά της θα μπορούσαν να αναλάβουν τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων του Euroclear που βρίσκονται εκεί και να πιέσουν τις φιλικές προς τη Ρωσία χώρες να επιδιώξουν την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Euroclear αλλού.

Η έκθεση των 17 δισ. ευρώ
Άτομα που συμμετείχαν στις συνομιλίες ανέφεραν στη WSJ ότι η Euroclear έχει έκθεση ύψους 17 δισ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία.
Εκπρόσωπος του Euroclear δήλωσε ότι η εταιρεία θα συνεχίσει τις συζητήσεις με τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων.
«Οποιαδήποτε πρόταση θα πρέπει να σέβεται το διεθνές δίκαιο και τις διεθνώς αποδεκτές νομικές αρχές που διέπουν τις δυτικές οικονομίες και να προστατεύει τα συμφέροντα της Euroclear και των μετόχων της», δήλωσε.
Ο De Wever επιθυμεί η επέκταση του σχεδίου της ΕΕ ώστε να συμπεριλάβει τη στήριξη από χώρες εκτός ΕΕ, ενδεχομένως συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιαπωνίας.
Η πρότασή του αντανακλά τις ανησυχίες που εξέφρασε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde, ότι το σχέδιο της ΕΕ θα μπορούσε να βλάψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, εάν τα περιουσιακά στοιχεία της Euroclear μεταφερθούν χωρίς να ακολουθήσουν το παράδειγμά της οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία.
Η G7 συνεχίζει να συζητά τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων, ενώ Βρετανοί και Καναδοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι ενδέχεται να παραδώσουν τα χρήματα στην Ουκρανία.
Ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Τόκιο έχουν δηλώσει ότι θα το πράξουν.
«Το πιο παχύ κοτόπουλο βρίσκεται στο Βέλγιο, αλλά υπάρχουν και άλλα κοτόπουλα», δήλωσε ο De Wever τον περασμένο μήνα.
Η ΕΕ εξετάζει και άλλους τρόπους για τη συγκέντρωση χρημάτων, όπως η συμφωνία των κρατών μελών να λάβουν δάνειο για τη στήριξη της Ουκρανίας. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση θα απαιτούσε σχεδόν σίγουρα τη συμφωνία όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας, η οποία αρνήθηκε να υποστηρίξει νέα δάνεια της ΕΕ προς την Ουκρανία.
«Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, αλλά είναι πολύ λιγότερο ελκυστικές, επειδή είναι πιο δαπανηρές για όλους», δήλωσε ο Nicolas Véron, ανώτερος ερευνητής στο βελγικό think tank Bruegel.
Τα «μεγάφωνα» των ΜΜΕ
Οι ευρωπαϊκοί πολιτικοί, φυσικά, δεν είναι άμοιροι ευθυνών.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί έχουν χρησιμοποιήσει κατάφωρα το «μεγαφωνο» των ΜΜΕ για να προωθήσουν το δάνειο από τότε που η Ursula von der Leyen το ανακοίνωσε πριν από λίγο περισσότερο από δύο μήνες.
Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν η ατυχής απόφαση του Γερμανού καγκελάριου Friedrich Merz να δημοσιεύσει άρθρο υπέρ του σχεδίου στους Financial Times στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Το άρθρο – που δημοσιεύτηκε μόλις εβδομάδες μετά από μια φιλική επίσκεψη του De Wever στο Βερολίνο, ο οποίος είναι γνωστός γερμανόφιλος– άφησε τον Βέλγο ηγέτη βαθιά πικραμένο και ακόμη και προδομένο, σύμφωνα με πολλούς διπλωμάτες και αξιωματούχους της ΕΕ.
Το άρθρο είχε επίσης ως αποτέλεσμα ο De Wever να αρνηθεί αρχικά να εξετάσει καν την πρόταση. «Να πάρουμε τα χρήματα του Putin και να αφήσουμε το ρίσκο σε [εμάς], το Βέλγιο: αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, να είμαι απολύτως σαφής γι’ αυτό», είπε.
Αυτή η αρνητική αρχή, ωστόσο, δεν μείωσε τον ζήλο των κρατών-μελών – ή, όπως φαίνεται, των FT – να πιέσουν το Βέλγιο να συναινέσει.
Στην πραγματικότητα, μόλις δύο εβδομάδες μετά το άρθρο του Merz, οι FT δημοσίευσαν άρθρο με τίτλο: «Η πίεση της ΕΕ προς το Βέλγιο αυξάνεται για να επιτρέψει τη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων».
Το κείμενο, βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά σε ανώνυμες πηγές, προφανώς δεν είχε στόχο να είναι απλώς μια ουδέτερη καταγραφή των πολιτικών εξελίξεων. Και θα ήταν περίεργο αν ήταν: σε μια σύνοδο λίγες ημέρες νωρίτερα στην Κοπεγχάγη, ο De Wever είχε πείσει πολλούς αξιωματούχους της ΕΕ – συμπεριλαμβανομένης της von der Leyen – ότι οι ανησυχίες του σχετικά με την ανάγκη επιμερισμού του ρίσκου ήταν σε μεγάλο βαθμό θεμιτές.
Αντίθετα, ο κύριος σκοπός του άρθρου των FT (και ειδικά του τίτλου) ήταν σχεδόν σίγουρα αυτοεκπληρούμενος: να δημιουργήσει πίεση στο Βέλγιο ώστε να αναγκαστεί να αποδεχθεί το σχέδιο.
Δυστυχώς, αυτή η εμφανής μορφή δημοσιογραφικού.... ακτιβισμού – και άλλες ακόμη πιο αδέξιες, όπως οι προσπάθειες του Politico να παρουσιάσει τον De Wever ως «κακό παιδί» της ΕΕ, δίπλα στον Orbán και τον Robert Fico – απέτυχαν επίσης να δώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: όπως φάνηκε ωμά στη σύνοδο του προηγούμενου μήνα στις Βρυξέλλες.
Μια πιο ήπια στάση
Μετά τη σύνοδο του Οκτωβρίου, έχει γίνει εμφανής μια απόκλιση ανάμεσα στους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες του Βελγίου.
Η Γερμανία, ειδικότερα, φαίνεται να αναγνώρισε ότι το άρθρο γνώμης του Merz ίσως ήταν ατυχές και έχει μαλακώσει αισθητά τη στάση της.
«Λαμβάνουμε πολύ σοβαρά – και θέλω να το τονίσω – τις ανησυχίες που εξέφρασε η βελγική κυβέρνηση», δήλωσε ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Lars Klingbeil πριν από μια συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Παρόμοια πιο ήπια στάση παρατηρείται και στη Δανία, η οποία κατέχει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ και της οποίας η πρωθυπουργός Mette Frederiksen είχε υπερασπιστεί με θέρμη το δάνειο σε συνέντευξή της στους FT τον Σεπτέμβριο. («Ποια είναι η εναλλακτική;» είχε ρωτήσει.)
Είναι «φυσικό» για τους υπουργούς να συζητούν «επιλογές και… τις δυσκολίες που συνδέονται με καθεμία από αυτές», είπε η Δανή Υπουργός Οικονομίας Stephanie Lose στους δημοσιογράφους την Πέμπτη (13/11).
«Μιλάμε για πολλά χρήματα», πρόσθεσε, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι το δάνειο παραμένει «ο καλύτερος δρόμος προς τα εμπρός».

Οι επιλογές και ο εκβιασμός με το ευρωομόλογο
Τα σχόλια της Lose έγιναν κυριολεκτικά λίγα λεπτά πριν η von der Leyen – που προηγουμένως αρνούνταν να εξετάσει δημόσια εναλλακτικές στο δάνειο – παρουσιάσει επίσημα τρεις διαφορετικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένου του «δανείου αποκατάστασης», για να καλυφθεί το τεράστιο δημοσιονομικό κενό της Ουκρανίας για το 2026 και 2027.
Ομολογουμένως, η von der Leyen δεν έκρυψε την καθαρή προτίμησή της για το δάνειο το οποίο επαίνεσε ως «τον πιο αποτελεσματικό τρόπο να στηριχθεί η άμυνα και η οικονομία της Ουκρανίας».
Η Επιτροπή αποκάλυψε επίσης την προκατάληψή της με πιο λεπτούς τρόπους.
Για παράδειγμα, φαίνεται πως έκανε μία από τις επιλογές – την έκδοση κοινού χρέους της ΕΕ – εσκεμμένα πιο δυσχερή, απαιτώντας από τα κράτη-μέλη να δανειστούν έναντι του «περιθωρίου» του ευρωπροϋπολογισμού, κάτι που απαιτεί ομοφωνία, αντί να επιτρέψει έναν εκτός προϋπολογισμού μηχανισμό που θα χρειαζόταν μόνο ειδική πλειοψηφία.
Παρόλα αυτά, η πιο συμφιλιωτική στάση των ηγετών και υπουργών της ΕΕ γίνεται όλο και πιο εμφανής.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται ήδη να αποδίδει καρπούς: ο De Wever συναντήθηκε με τη von der Leyen την Παρασκευή (14/11) για να συζητήσουν το δάνειο – η πρώτη πραγματικά υψηλού επιπέδου συνάντηση μετά τη σύνοδο.

Τα ΜΜΕ και η προπαγάνδα
Το Politico, παραδόξως, φαίνεται να έχει πείσει τον εαυτό του ότι η Επιτροπή «χρησιμοποιεί το φάντασμα του κοινού χρέους για να τρομάξει το Βέλγιο ώστε να συμμορφωθεί» – παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο De Wever εξέφρασε υποστήριξη στην έκδοση κοινού χρέους μετά τη σύνοδο.
Στο μεταξύ, οι FT – που αποκάλυψαν τη διαρροή της «έκθεσης επιλογών» της Επιτροπής την προηγούμενη εβδομάδα – ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή είπε στα κράτη-μέλη ότι «πρέπει να πληρώνουν έως και 5,6 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο σε τόκους» αν δεν προχωρήσει το δάνειο.
Αλλά όπως ξεκαθαρίζει η ίδια τους η δημοσιογραφική κάλυψη, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε τίποτα τέτοιο.
Η τρίτη επιλογή της ΕΕ για τη χρηματοδότηση του Κιέβου – πέρα από το reparation loan και το κοινό χρέος – περιλαμβάνει διμερείς επιχορηγήσεις από τα κράτη-μέλη προς την Ουκρανία και άρα ΔΕΝ απαιτεί την πληρωμή τόκων για κοινό ευρωπαϊκό χρέος.
Επιπλέον, το ποσό των 5,6 δισ. βασίζεται στην υπόθεση ότι η ΕΕ θα εκδώσει 140 δισ. ευρώ κοινό χρέος.
Στην πραγματικότητα, η ΕΕ πιθανότατα θα συγκέντρωνε μόνο τα 65 δισ. δολάρια (55 δισ. ευρώ) που χρειάζονται για να κρατηθεί η Ουκρανία εν ζωή τα επόμενα δύο χρόνια, πριν καλυφθούν οι ανάγκες της από τον επόμενο πολυετή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό το 2028.
Μαθήματα αποτυχίας...
Στην πραγματικότητα, η δημοσιογραφική υπεράσπιση μίας θέσης δεν είναι απλώς πολιτικά υγιής, αλλά κρίσιμη: οι δημοσιογράφοι έχουν ειδική ευθύνη να ελέγχουν την εξουσία και να πιέζουν για πολιτικές που θεωρούν ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Ωστόσο, αυτή η υπεράσπιση γίνεται προβληματική σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, που είναι και οι δύο σχετικές εδώ.
Πρώτον, είναι πρόβλημα όταν παρουσιάζεται ως αντικειμενική είδηση αντί ως γνώμη – μια τάση που, δυστυχώς, γίνεται όλο και πιο συχνή και πιθανότατα συμβάλλει στην αυξανόμενη δυσπιστία του κοινού προς τα mainstream ΜΜΕ, τα οποία μετατρέπονται σε οχήματα προπαγάνδας.
Δεύτερον, είναι πρόβλημα όταν αυτές οι προσπάθειες γυρίζουν μπούμερανγκ – όπως φαίνεται να συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση.
Το ευρωπαϊκό αδιέξοδο όσον αφορά τη χρηματοδότηση της … Ουκρανικής τρέλας θα συνεχιστεί, παρά τα κύματα της προπαγάνδας – το Βέλγιο δεν θα αυτοκτονήσει επειδή το θέλει το «βαθύ κράτος» των Βρυξελλών.


www.bankingnews.gr
Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι, ενώ ο κατά διαστήματα φιλικός προς τη Μόσχα Πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ευθυγραμμιστεί με την ΕΕ επιβάλλοντας κυρώσεις στη Ρωσία νωρίτερα εκείνη την εβδομάδα, οι ευρωπαίοι ηγέτες, ειρωνικά, απέτυχαν να πείσουν τον ακλόνητα φίλο του Κιέβου Βέλγο πρωθυπουργό να κάνει το ίδιο.
Ο τίτλος ήταν τόσο πιασάρικος που προκάλεσε έναν μικρό εθνικό θόρυβο.
Διαδόθηκε γρήγορα από το Belga, το εθνικό πρακτορείο ειδήσεων του Βελγίου, και αναδημοσιεύτηκε σε πολλά μεγάλα μέσα ενημέρωσης, όπως η Le Soir, το La Dernière Heure και το VRT NWS.
Διαμοιράστηκε επίσης στο Twitter από τον Paul Magnette, αρχηγό του γαλλόφωνου βελγικού σοσιαλιστικού κόμματος και έντονο επικριτή φλαμανδικής δεξιάς του De Wever.
«Ο De Wever ως ο νέος Ευρωπαίος Orbán», βροντοφώναξε ο Magnette, αναφερόμενος στον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας.
«Ενώ όλη η Ευρώπη είναι επιτέλους έτοιμη να κατασχέσει ρωσικά περιουσιακά στοιχεία ως κύρωση κατά του Putin, ο Bart De Wever ασκεί veto μόνος εναντίον όλων!»
Μέσα σε λίγες ώρες, ωστόσο, η πεντακομματική κυβέρνηση συνασπισμού του De Wever είχε συσπειρωθεί γύρω από τον πρωθυπουργό της καθώς το Βέλγιο κινδυνεύει να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μετά από καταδίκη σε κάποιο διεθνές δικαστήριο να αναλάβει ΜΟΝΟ του την αποζημίωση εντόκως της Μόσχας.
Και τούτο διότι όποια χρήση των ρωσικών κρατικών assets παραβιάζει ευθέως κανόνες του διεθνούς δικαίου και κυρίως αυτόν της ασφάλειας της ιδιοκτησίας και της οικονομικής κυριαρχίας των κρατών.
Ο Georges-Louis Bouchez, ηγέτης του γαλλόφωνου φιλελεύθερου κόμματος MR, δήλωσε ότι «συμφωνεί πλήρως» με τις ενέργειες του De Wever.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Maxime Prévot, από το κεντρώο κόμμα Les Engagés, σημείωσε ομοίως ότι ήταν «απολύτως θεμιτό» ο πρωθυπουργός να απαιτεί τα νομικά και οικονομικά ρίσκα που συνδέονται με το λεγόμενο «reparation loan» (δάνειο επανορθώσεων) – το οποίο θα αξιοποιούσε τα δεσμευμένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο Euroclear, έναν οργανισμό εκκαθάρισης των διεθνών συναλλαγών με έδρα τις Βρυξέλλες – να κατανεμηθούν μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Αντίθετα, το θέμα είναι ότι το άρθρο – που επίσης χαρακτήριζε τον De Wever ως «απείθαρχο Φλαμανδό εθνικιστή» - πιθανότατα επιδείνωσε τις ήδη βαθιές πολιτικές διαιρέσεις στο Βέλγιο και, κάνοντάς το, πιθανότατα δυσκόλεψε την κυβέρνηση του να υποχωρήσει.
Το άρθρο είναι επίσης, μπορούμε να πούμε, σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος.
Πολλοί δημοσιογράφοι, καταργώντας κάθε κανόνα αντικειμενικότητας θελουν το δάνειο να προχωρήσει.
Η προπαγάνδα όμως οδηγεί ενίοτε στα αντίθετα αποτελέσματα.
Πράγματι, η επιβλαβής επίδραση των δημοσιογράφων στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις της ΕΕ με τους Βέλγους αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο από Ευρωπαίους αξιωματούχους.
«Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σε κλειστή αίθουσα και όχι σε συνεντεύξεις Τύπου», είπε ένας ανώτερος διπλωμάτης

Τελειώνουν τα χρήματα της Ουκρανίας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνίζεται απεγνωσμένα για να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του Βελγίου σχετικά με ένα σχέδιο χρηματοδότησης της άμυνας της Ουκρανίας με ρωσικά χρήματα, σημειώνει χαρακτηριστικά η Wall Street Journal.
Η Ουκρανία αναμένεται να εξαντλήσει τα κεφάλαιά της την άνοιξη, σύμφωνα με αξιωματούχους της ΕΕ, οι οποίοι θεωρούν την πρόταση δανείου ως την καλύτερη επιλογή για να μπορέσει το Κίεβο να συνεχίσει να αγοράζει όπλα.
Το σχέδιο προβλέπει τη χορήγηση δανείου ύψους 183 δισ. ευρώ (περίπου 213 δισ. δολαρίων) στην Ουκρανία, με εγγύηση τα ρωσικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν δεσμευτεί στο Βέλγιο.
Οι βελγικές αρχές φοβούνται ότι, αν το σχέδιο αντιμετωπίσει πολιτικά ή νομικά προβλήματα, η χώρα θα εκτεθεί σε υποχρεώσεις που ενδέχεται να ανέλθουν στο ένα τρίτο του εθνικού της ΑΕΠ. Η πολιτική κατάσταση στο Βέλγιο, όπου εδρεύουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ενδέχεται να επιδεινώσει το πρόβλημα.
Η κυβερνητική συμμαχία βρίσκεται αντιμέτωπη με δημοσιονομική κρίση, γεγονός που αυξάνει την πίεση στον πρωθυπουργό του Βελγίου, De Wever, να αποδείξει ότι προστατεύει τα συμφέροντα της χώρας του.
Ο De Wever συναντήθηκε την Παρασκευή (14/11) με την Πρόεδρο της Κομισιόν Ursula von der Leyen. Και οι δύο πλευρές επιθυμούν να επιτευχθεί συμφωνία σε σύνοδο κορυφής στα τέλη του επόμενου μήνα, προτού επιδεινωθεί περαιτέρω η οικονομική κατάσταση του Κιέβου.

O τεράστιος νομικός κίνδυνος για το Βέλγιο
Η διαμάχη συνοψίζεται σε αντικρουόμενες εκτιμήσεις σχετικά με τον νομικό κίνδυνο του δανείου αποζημίωσης.
Οι αξιωματούχοι της ΕΕ αναγνωρίζουν την ύπαρξη κινδύνων, αλλά θεωρούν ότι είναι χαμηλοί και ελεγχόμενοι.
Οι Βέλγοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι το σχέδιο εμπεριέχει σημαντικό κίνδυνο.
Η πρόταση περιλαμβάνει τη χρήση μέρους των περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας ύψους 300 δισ. δολαρίων, τα οποία η ΕΕ, οι ΗΠΑ και άλλοι σύμμαχοι δέσμευσαν μετά την εντολή του Ρώσου ηγέτη Vladimir Putin για τη μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία το 2022.
Τα δύο τρίτα αυτών των χρημάτων βρίσκονται στον βελγικό οργανισμό διαμεσολάβησης Euroclear, που κατέχει δισεκατομμύρια σε περιουσιακά στοιχεία για τους πελάτες του.
Το απελπισμένο σχέδιο των Βρυξελλών
Το σχέδιο της ΕΕ περιλαμβάνει τη χορήγηση δανείου στην Ουκρανία χρησιμοποιώντας τα χρηματικά αποθέματα που έχουν συσσωρευτεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία στην Euroclear είναι «παγωμένα», σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal.
Η Ουκρανία θα χρειαστεί να επιστρέψει τα χρήματα μόνο αν η Ρωσία καταβάλει αποζημιώσεις στο Κίεβο μετά τον πόλεμο.
Λίγοι πιστεύουν ότι αυτό είναι πιθανό.
Η Κομισιόν, το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ, θα συνάψει με το Euroclear σύμβαση, η οποία θα ισοδυναμεί με γραμμάτιο, σύμφωνα με την οποία θα αποκαταστήσει τον ισολογισμό της Euroclear σε περίπτωση που χρειαστεί να αποπληρώσει τη Ρωσία.
Οι χώρες της ΕΕ θα εγγυηθούν ότι η Κομισιόν διαθέτει τους πόρους για μια ενδεχόμενη αποπληρωμή.
Η Euroclear, από την πλευρά της, θα χρειαστεί να διευθετήσει το θέμα με τη Ρωσία μόνο εάν αρθεί η επιβολή των δυτικών κυρώσεων επί των περιουσιακών της στοιχείων.
Μέχρι τότε, το δάνειο προς την Ουκρανία θα μπορούσε να ανανεώνεται επ' αόριστον και να μη θεωρείται χρέος της Ουκρανίας.
Η νομιμότητα της χρήσης των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα οικονομικά ζητήματα του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες - αναγνωρίζοντας ότι αυτή η πρακτική συνιστά... κλοπή - αντιστάθηκαν για περισσότερο από δύο χρόνια στο άνευ προηγουμένου μέτρο της παράδοσης των περιουσιακών στοιχείων μιας χώρας στον αντίπαλό της.
Τι ζητούν οι Βέλγοι
Για να προχωρήσει το σχέδιο της ΕΕ, οι βελγικές αρχές ζητούν εγγυήσεις από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ ότι θα διατεθούν αμέσως μετρητά στην Euroclear, σε περίπτωση που αυτή υποχρεωθεί να επιστρέψει τα περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία.
Φοβούνται ότι αυτό θα συμβεί αν η πρόταση της Κομισιόν κριθεί παράνομη ή αν οι ΗΠΑ και η Ρωσία συνάψουν ειρηνευτική συμφωνία που θα υποχρεώνει την Euroclear να επιστρέψει τα χρήματα.
Εάν το Euroclear δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της, το Βέλγιο προειδοποιεί ότι ο οργανισμός θα μπορούσε να χάσει γρήγορα την εμπιστοσύνη της αγοράς, με κίνδυνο μαζικής εκροής κεφαλαίων και πιθανής κρίσης στην αγορά.
Η κυβέρνηση του Βελγίου φοβάται ότι η Μόσχα θα μπορούσε να κατασχέσει επίσημα τα περιουσιακά στοιχεία βελγικών εταιρειών που έχουν παγιδευτεί στη Ρωσία από το 2022.
Φοβούνται ότι η Ρωσία ή τα δικαστήριά της θα μπορούσαν να αναλάβουν τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων του Euroclear που βρίσκονται εκεί και να πιέσουν τις φιλικές προς τη Ρωσία χώρες να επιδιώξουν την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Euroclear αλλού.
Η έκθεση των 17 δισ. ευρώ
Άτομα που συμμετείχαν στις συνομιλίες ανέφεραν στη WSJ ότι η Euroclear έχει έκθεση ύψους 17 δισ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία.
Εκπρόσωπος του Euroclear δήλωσε ότι η εταιρεία θα συνεχίσει τις συζητήσεις με τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων.
«Οποιαδήποτε πρόταση θα πρέπει να σέβεται το διεθνές δίκαιο και τις διεθνώς αποδεκτές νομικές αρχές που διέπουν τις δυτικές οικονομίες και να προστατεύει τα συμφέροντα της Euroclear και των μετόχων της», δήλωσε.
Ο De Wever επιθυμεί η επέκταση του σχεδίου της ΕΕ ώστε να συμπεριλάβει τη στήριξη από χώρες εκτός ΕΕ, ενδεχομένως συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιαπωνίας.
Η πρότασή του αντανακλά τις ανησυχίες που εξέφρασε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde, ότι το σχέδιο της ΕΕ θα μπορούσε να βλάψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, εάν τα περιουσιακά στοιχεία της Euroclear μεταφερθούν χωρίς να ακολουθήσουν το παράδειγμά της οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία.
Η G7 συνεχίζει να συζητά τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων, ενώ Βρετανοί και Καναδοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι ενδέχεται να παραδώσουν τα χρήματα στην Ουκρανία.
Ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Τόκιο έχουν δηλώσει ότι θα το πράξουν.
«Το πιο παχύ κοτόπουλο βρίσκεται στο Βέλγιο, αλλά υπάρχουν και άλλα κοτόπουλα», δήλωσε ο De Wever τον περασμένο μήνα.
Η ΕΕ εξετάζει και άλλους τρόπους για τη συγκέντρωση χρημάτων, όπως η συμφωνία των κρατών μελών να λάβουν δάνειο για τη στήριξη της Ουκρανίας. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση θα απαιτούσε σχεδόν σίγουρα τη συμφωνία όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας, η οποία αρνήθηκε να υποστηρίξει νέα δάνεια της ΕΕ προς την Ουκρανία.
«Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, αλλά είναι πολύ λιγότερο ελκυστικές, επειδή είναι πιο δαπανηρές για όλους», δήλωσε ο Nicolas Véron, ανώτερος ερευνητής στο βελγικό think tank Bruegel.
Τα «μεγάφωνα» των ΜΜΕ
Οι ευρωπαϊκοί πολιτικοί, φυσικά, δεν είναι άμοιροι ευθυνών.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί έχουν χρησιμοποιήσει κατάφωρα το «μεγαφωνο» των ΜΜΕ για να προωθήσουν το δάνειο από τότε που η Ursula von der Leyen το ανακοίνωσε πριν από λίγο περισσότερο από δύο μήνες.
Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν η ατυχής απόφαση του Γερμανού καγκελάριου Friedrich Merz να δημοσιεύσει άρθρο υπέρ του σχεδίου στους Financial Times στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Το άρθρο – που δημοσιεύτηκε μόλις εβδομάδες μετά από μια φιλική επίσκεψη του De Wever στο Βερολίνο, ο οποίος είναι γνωστός γερμανόφιλος– άφησε τον Βέλγο ηγέτη βαθιά πικραμένο και ακόμη και προδομένο, σύμφωνα με πολλούς διπλωμάτες και αξιωματούχους της ΕΕ.
Το άρθρο είχε επίσης ως αποτέλεσμα ο De Wever να αρνηθεί αρχικά να εξετάσει καν την πρόταση. «Να πάρουμε τα χρήματα του Putin και να αφήσουμε το ρίσκο σε [εμάς], το Βέλγιο: αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, να είμαι απολύτως σαφής γι’ αυτό», είπε.
Αυτή η αρνητική αρχή, ωστόσο, δεν μείωσε τον ζήλο των κρατών-μελών – ή, όπως φαίνεται, των FT – να πιέσουν το Βέλγιο να συναινέσει.
Στην πραγματικότητα, μόλις δύο εβδομάδες μετά το άρθρο του Merz, οι FT δημοσίευσαν άρθρο με τίτλο: «Η πίεση της ΕΕ προς το Βέλγιο αυξάνεται για να επιτρέψει τη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων».
Το κείμενο, βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά σε ανώνυμες πηγές, προφανώς δεν είχε στόχο να είναι απλώς μια ουδέτερη καταγραφή των πολιτικών εξελίξεων. Και θα ήταν περίεργο αν ήταν: σε μια σύνοδο λίγες ημέρες νωρίτερα στην Κοπεγχάγη, ο De Wever είχε πείσει πολλούς αξιωματούχους της ΕΕ – συμπεριλαμβανομένης της von der Leyen – ότι οι ανησυχίες του σχετικά με την ανάγκη επιμερισμού του ρίσκου ήταν σε μεγάλο βαθμό θεμιτές.
Αντίθετα, ο κύριος σκοπός του άρθρου των FT (και ειδικά του τίτλου) ήταν σχεδόν σίγουρα αυτοεκπληρούμενος: να δημιουργήσει πίεση στο Βέλγιο ώστε να αναγκαστεί να αποδεχθεί το σχέδιο.
Δυστυχώς, αυτή η εμφανής μορφή δημοσιογραφικού.... ακτιβισμού – και άλλες ακόμη πιο αδέξιες, όπως οι προσπάθειες του Politico να παρουσιάσει τον De Wever ως «κακό παιδί» της ΕΕ, δίπλα στον Orbán και τον Robert Fico – απέτυχαν επίσης να δώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: όπως φάνηκε ωμά στη σύνοδο του προηγούμενου μήνα στις Βρυξέλλες.
Μια πιο ήπια στάση
Μετά τη σύνοδο του Οκτωβρίου, έχει γίνει εμφανής μια απόκλιση ανάμεσα στους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες του Βελγίου.
Η Γερμανία, ειδικότερα, φαίνεται να αναγνώρισε ότι το άρθρο γνώμης του Merz ίσως ήταν ατυχές και έχει μαλακώσει αισθητά τη στάση της.
«Λαμβάνουμε πολύ σοβαρά – και θέλω να το τονίσω – τις ανησυχίες που εξέφρασε η βελγική κυβέρνηση», δήλωσε ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Lars Klingbeil πριν από μια συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Παρόμοια πιο ήπια στάση παρατηρείται και στη Δανία, η οποία κατέχει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ και της οποίας η πρωθυπουργός Mette Frederiksen είχε υπερασπιστεί με θέρμη το δάνειο σε συνέντευξή της στους FT τον Σεπτέμβριο. («Ποια είναι η εναλλακτική;» είχε ρωτήσει.)
Είναι «φυσικό» για τους υπουργούς να συζητούν «επιλογές και… τις δυσκολίες που συνδέονται με καθεμία από αυτές», είπε η Δανή Υπουργός Οικονομίας Stephanie Lose στους δημοσιογράφους την Πέμπτη (13/11).
«Μιλάμε για πολλά χρήματα», πρόσθεσε, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι το δάνειο παραμένει «ο καλύτερος δρόμος προς τα εμπρός».

Οι επιλογές και ο εκβιασμός με το ευρωομόλογο
Τα σχόλια της Lose έγιναν κυριολεκτικά λίγα λεπτά πριν η von der Leyen – που προηγουμένως αρνούνταν να εξετάσει δημόσια εναλλακτικές στο δάνειο – παρουσιάσει επίσημα τρεις διαφορετικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένου του «δανείου αποκατάστασης», για να καλυφθεί το τεράστιο δημοσιονομικό κενό της Ουκρανίας για το 2026 και 2027.
Ομολογουμένως, η von der Leyen δεν έκρυψε την καθαρή προτίμησή της για το δάνειο το οποίο επαίνεσε ως «τον πιο αποτελεσματικό τρόπο να στηριχθεί η άμυνα και η οικονομία της Ουκρανίας».
Η Επιτροπή αποκάλυψε επίσης την προκατάληψή της με πιο λεπτούς τρόπους.
Για παράδειγμα, φαίνεται πως έκανε μία από τις επιλογές – την έκδοση κοινού χρέους της ΕΕ – εσκεμμένα πιο δυσχερή, απαιτώντας από τα κράτη-μέλη να δανειστούν έναντι του «περιθωρίου» του ευρωπροϋπολογισμού, κάτι που απαιτεί ομοφωνία, αντί να επιτρέψει έναν εκτός προϋπολογισμού μηχανισμό που θα χρειαζόταν μόνο ειδική πλειοψηφία.
Παρόλα αυτά, η πιο συμφιλιωτική στάση των ηγετών και υπουργών της ΕΕ γίνεται όλο και πιο εμφανής.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται ήδη να αποδίδει καρπούς: ο De Wever συναντήθηκε με τη von der Leyen την Παρασκευή (14/11) για να συζητήσουν το δάνειο – η πρώτη πραγματικά υψηλού επιπέδου συνάντηση μετά τη σύνοδο.

Τα ΜΜΕ και η προπαγάνδα
Το Politico, παραδόξως, φαίνεται να έχει πείσει τον εαυτό του ότι η Επιτροπή «χρησιμοποιεί το φάντασμα του κοινού χρέους για να τρομάξει το Βέλγιο ώστε να συμμορφωθεί» – παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο De Wever εξέφρασε υποστήριξη στην έκδοση κοινού χρέους μετά τη σύνοδο.
Στο μεταξύ, οι FT – που αποκάλυψαν τη διαρροή της «έκθεσης επιλογών» της Επιτροπής την προηγούμενη εβδομάδα – ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή είπε στα κράτη-μέλη ότι «πρέπει να πληρώνουν έως και 5,6 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο σε τόκους» αν δεν προχωρήσει το δάνειο.
Αλλά όπως ξεκαθαρίζει η ίδια τους η δημοσιογραφική κάλυψη, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε τίποτα τέτοιο.
Η τρίτη επιλογή της ΕΕ για τη χρηματοδότηση του Κιέβου – πέρα από το reparation loan και το κοινό χρέος – περιλαμβάνει διμερείς επιχορηγήσεις από τα κράτη-μέλη προς την Ουκρανία και άρα ΔΕΝ απαιτεί την πληρωμή τόκων για κοινό ευρωπαϊκό χρέος.
Επιπλέον, το ποσό των 5,6 δισ. βασίζεται στην υπόθεση ότι η ΕΕ θα εκδώσει 140 δισ. ευρώ κοινό χρέος.
Στην πραγματικότητα, η ΕΕ πιθανότατα θα συγκέντρωνε μόνο τα 65 δισ. δολάρια (55 δισ. ευρώ) που χρειάζονται για να κρατηθεί η Ουκρανία εν ζωή τα επόμενα δύο χρόνια, πριν καλυφθούν οι ανάγκες της από τον επόμενο πολυετή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό το 2028.
Μαθήματα αποτυχίας...
Στην πραγματικότητα, η δημοσιογραφική υπεράσπιση μίας θέσης δεν είναι απλώς πολιτικά υγιής, αλλά κρίσιμη: οι δημοσιογράφοι έχουν ειδική ευθύνη να ελέγχουν την εξουσία και να πιέζουν για πολιτικές που θεωρούν ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Ωστόσο, αυτή η υπεράσπιση γίνεται προβληματική σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, που είναι και οι δύο σχετικές εδώ.
Πρώτον, είναι πρόβλημα όταν παρουσιάζεται ως αντικειμενική είδηση αντί ως γνώμη – μια τάση που, δυστυχώς, γίνεται όλο και πιο συχνή και πιθανότατα συμβάλλει στην αυξανόμενη δυσπιστία του κοινού προς τα mainstream ΜΜΕ, τα οποία μετατρέπονται σε οχήματα προπαγάνδας.
Δεύτερον, είναι πρόβλημα όταν αυτές οι προσπάθειες γυρίζουν μπούμερανγκ – όπως φαίνεται να συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση.
Το ευρωπαϊκό αδιέξοδο όσον αφορά τη χρηματοδότηση της … Ουκρανικής τρέλας θα συνεχιστεί, παρά τα κύματα της προπαγάνδας – το Βέλγιο δεν θα αυτοκτονήσει επειδή το θέλει το «βαθύ κράτος» των Βρυξελλών.


www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών