Τελευταία Νέα
Chania
Ενέργεια

Μελέτη - σοκ του Ινστιτούτου ΕΝΑ - Ετοιμάζεται περιβαλλοντικό «έγκλημα» στην Ικαρία με... ανεμογεννήτριες

Μελέτη - σοκ του Ινστιτούτου ΕΝΑ - Ετοιμάζεται περιβαλλοντικό «έγκλημα» στην Ικαρία με... ανεμογεννήτριες
"Ο Ίκαρος τσακίστηκε στις ανεμογεννήτριες", τιτλοφορεί την ανάλυσή του ο Νίκος Τράντας, Δρ. πολιτικής επιστήμης, επιστημονικός συνεργάτης Ινστιτούτου ΕΝΑ
Ενόψει των σχεδίων για εγκατάσταση ενός μεγάλου βιομηχανικού αιολικού πάρκου ισχύος 330 MW, αποτελούμενου από 110 ανεμογεννήτριες στην κορυφογραμμή της Ικαρίας και δύο υπεράκτιων αιολικών στη νότια και δυτική άκρη του νησιού, συνολικής ισχύος 1760 ΜW, η μελέτη του Νίκου Τράντα, Δρ. πολιτικής επιστήμης, επιστημονικού συνεργάτη του Ινστιτούτου ΕΝΑ, παρουσιάζει διαστάσεις της κριτικής κοινωνικής επιστήμης για την πράσινη μετάβαση, που μπορούν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της Ικαρίας.
Μέσα από τη διεθνή συζήτηση για τον πράσινο εξορυκτισμό και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, αναδεικνύεται το μεγάλο έλλειμμα διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία και η απειλή για την ένταξη του νησιού στις «πράσινες ζώνες θυσίας» που υφίστανται ανά τον κόσμο στον βωμό της ενεργειακής μετάβασης, ενώ αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις στο πλαίσιο της τοπικής ενεργειακής δημοκρατίας.

Περιβαλλοντικό κόστος

Μερικές από τις αιτιάσεις της τοπικής κοινωνίας των πολιτών είναι ότι το βιομηχανικό αυτό έργο, με τις τεραστίων διαστάσεων ανεμογεννήτριες, οι οποίες για την τοποθέτησή τους θα χρειαστούν εκσκαφές βαθιών και πλατιών τάφρων, με εκχύσεις πολλών κυβικών μέτρων μπετόν, καθώς και διανοίξεις φαρδιών δρόμων, θα αλλοιώσει σε μεγάλο βαθμό το τοπίο, δηλαδή το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, η προστασία του οποίου, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 24), αποτελεί δικαίωμα του καθενός και υποχρέωση του κράτους να προστατεύει.
Μεγάλο μέρος της Ικαρίας είναι ενταγμένο στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών NATURA 2000, στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στο όρος Αθέρας και στο ακρωτήριο Φανάρι.
Το μεγάλο αυτό βιομηχανικό αιολικό πάρκο απειλεί ευθέως τη βιοποικιλότητα της περιοχής, η οποία θεωρείται πολύ σημαντική για τα πουλιά της Ελλάδας, και περιλαμβάνει το δάσος του Ράντη, με οικοσύστημα ιδιαίτερης βοτανικής, οικολογικής, κοινωνικής, αισθητικής και ιστορικής αξίας, το οποίο έχει χαρακτηριστεί «Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης» (ΦΕΚ ΑΑΠ 93/27.3.2014), ενώ επιτείνει τον κίνδυνο διάβρωσης των εδαφών και ερημοποίησης.

Επιπτώσεις στον τουρισμό

Τονίζεται ιδιαίτερα ότι ο εναλλακτικός τουρισμός θα δεχτεί σοβαρό πλήγμα από την παρουσία των ανεμογεννητριών και την καταστροφή των ιστορικών μονοπατιών και των πέτρινων φραγμών, γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται, σε κάποιο βαθμό, από ανεξάρτητες μελέτες για την επίδραση των βιομηχανικών αιολικών σταθμών στην τουριστική ζήτηση γενικότερα (Broekel & Alfken 2015· Tverijonaite & Sæþórsdóttir 2023).
Εκτός από το χερσαίο αιολικό πάρκο, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (ΕΠΑΥΑΠ) προβλέπει δύο πολύ μεγάλες Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (ΠΟΑΥΑΠ),8 στη νότια και δυτική άκρη του νησιού, σε απόσταση ενός ναυτικού μιλίου από την ακτή.
Η πρώτη περιοχή (Ικαρία 1) θα έχει έκταση 181 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ισχύ 905 ΜW, και η δεύτερη περιοχή (Ικαρία 2) θα έχει έκταση 171 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ισχύ 855 ΜW, ενώ θα υπάρχει και καλωδιακή σύνδεση με τη Νάξο με καλώδια 63 χλμ. και 81 χλμ. αντίστοιχα.
Με συνολική έκταση 352 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι δύο ΠΟΑΥΑΠ ξεπερνούν κατά πολύ την έκταση του νησιού (255 τετραγωνικά χιλιόμετρα) και θα επιφέρουν, εκτός της οπτικής όχλησης στους κατοίκους του νησιού, περιορισμούς στην ακτοπλοΐα, ναυσιπλοΐα και αλιεία, διατάραξη ή και καταστροφή του βυθού, καθώς και οπτική, ακουστική και ηλεκτρομαγνητική όχληση σε πτηνά, θηλαστικά και ψάρια, με συνέπεια την τροποποίηση ή και απώλεια ενδιαιτημάτων (Galparsoro et al. 2022· Watson et al. 2024· Μακρή 2021).

Η φάση της κατασκευής

Οι αρνητικές επιπτώσεις της ανεμογεννητριών στο φυσικό περιβάλλον και στον τοπικό πληθυσμό κατά τις φάσεις κατασκευής, λειτουργίας αλλά και παύσης λειτουργίας τους, δεν μπορούν βασίμως να αμφισβητηθούν.
Αλλοίωση του φυσικού τοπίου, οπτική και ηχητική όχληση, διατάραξη της βιοποικιλότητας, καταστροφή σπάνιων ενδιαιτημάτων, αρνητικές συνέπειες στην τοπική ανάπτυξη περιοχών με οικολογικό, αρχαιολογικό, ιστορικό και τουριστικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, οι δημόσιες πολιτικές για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) βασίζονται σε ένα ισχυρό επιχείρημα: η χρήση των ορυκτών καυσίμων, με την έκλυση του διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου, οδηγεί στην υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή, και είναι ζήτημα επιβίωσης του πλανήτη και της ανθρωπότητας πλέον η άμεση απεξάρτηση του τομέα της ενέργειας, και της οικονομίας συνολικότερα, από τον άνθρακα.
Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη είναι η μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2030, με απώτερο στόχο την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ είναι απολύτως απαραίτητες για την επίτευξη των ενδιάμεσων και απώτερων κλιματικών στόχων και, σε αυτό το πλαίσιο, οι κινητοποιήσεις των πολιτών εναντίον της εγκατάστασης ανεμογεννητριών στην περιοχή τους αντιμετωπίζονται ως παραδείγματα Not-In-My-Back-Yard (NIMBY) συμπεριφορών.
Οι δημόσιες αρχές, τα μέσα επικοινωνίας και οι ιδιωτικές εταιρείες που αναλαμβάνουν τα έργα εγκατάστασης και αξιοποίησης της αιολικής ενέργειας μπορούν και «ενοχοποιούν» στα μάτια της κοινής γνώμης τις τοπικές αντιδράσεις ως NIMBY, προβάλλοντας τα τοπικά κινήματα εναντίον των ανεμογεννητριών ως συνυπεύθυνα για τις καθυστερήσεις προς την «πράσινη μετάβαση».

Οι ΑΠΕ δεν είναι τόσο ανανεώσιμες και τα αιολικά πάρκα δεν είναι και τόσο «πράσινα»

Στο ερώτημα αν η ανανεώσιμη ενέργεια υπάρχει, ο Alexander Dunlap (2021) απαντά ότι η ορθότερη διατύπωση θα ήταν «ορυκτά καύσιμα τεχνολογίες».
Η αποκαλούμενη «καθαρή», «ανανεώσιμη» και «περιβαλλοντικά φιλική» ενέργεια αποσιωπά στην πραγματικότητα την εξόρυξη, επεξεργασία, βιομηχανική παραγωγή και μεταφορά, καθώς και τις εργασιακές σχέσεις που περιλαμβάνουν τα καθεστώτα παραγωγής ενέργειας.
Αν στο παρελθόν η διάκριση μεταξύ «σκληρών» (ορυκτά καύσιμα, πυρηνική ενέργεια) και «ήπιων» (ΑΠΕ) ενεργειακών επιλογών έβγαζε από το κάδρο της κριτικής τις τελευταίες, εφόσον θεωρούνται «ευέλικτες, ανθεκτικές, βιώσιμες και αβλαβείς» (Lovins 1976), η Raman (2013) σημειώνει ότι είναι πλέον αδύνατο να εστιάσουμε αποκλειστικά στον τομέα της παραγωγής ενέργειας (καθαρή, χωρίς εκπομπές αερίων θερμοκηπίου) και να αγνοήσουμε ευρύτερες κοινωνικο-τεχνικές διαστάσεις, οι οποίες, όλο και περισσότερο, παραπέμπουν στα ορυκτά καύσιμα, καθώς οι ΑΠΕ «ορυκτοποιούνται».
Κατά τον ίδιο τρόπο που γεωπολιτικές/ γεωοικονομικές στρατηγικές και λόγοι εθνικής ασφάλειας των κρατών, σε διαπλοκή με συμφέροντα πολυεθνικών εταιρειών, θεμελιώνουν τις διαδικασίες εξόρυξης, παραγωγής και διάθεσης του πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε συνθήκες εμπορευματοποίησης και αυξανόμενης χρηματιστικοποίησης των αγορών, υποστηρίζεται και η εξόρυξη και χρήση των σπάνιων γαιών και άλλων ορυκτών και φυσικών πόρων που συναποτελούν την αλυσίδα εφοδιασμού υλικών των ΑΠΕ, καθώς και ο αποικισμός του φυσικού περιβάλλοντος από μεγάλες υποδομές ΑΠΕ, όπως είναι τα αιολικά και ηλιακά πάρκα.
Σε αυτό το πλαίσιο, των εντεινόμενων εθνικών και περιφερειακών ανταγωνισμών για ενεργειακή αυτάρκεια, δημιουργούνται νέα ζητήματα που αφορούν τη σπανιότητα των πόρων, την ενεργειακή ανασφάλεια και ανισότητα, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αλλά και τη βία και καταπίεση, κυρίως αυτόχθονων πληθυσμών και όσων αντιστέκονται στη χωροθέτηση για τις ΑΠΕ.
Τόσο η οικονομία των ορυκτών καυσίμων όσο και η οικονομία των ΑΠΕ δημιουργεί «εθνικές ζώνες θυσίας» (Dunlap 2021: 86· Means 1985: 25), όπου τα πολλαπλά κόστη εξόρυξης για λογαριασμό των ΑΠΕ υποτιμώνται από τους θεσμικούς και ανεξάρτητους φορείς που οργανώνουν και προωθούν τη συναίνεση και αποδοχή από τους πολίτες της απεριόριστης χρήσης της ηλιακής, αιολικής ή άλλου τύπου ανανεώσιμης ενέργειας, προκειμένου να καλυφθεί η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση και κατανάλωση ενέργειας.
Ωστόσο, οι ΑΠΕ προϋποθέτουν τόσο την παραγωγή και λειτουργία εκσκαφικών μηχανημάτων και εξορυκτικού και μεταφορικού εξοπλισμού (βασισμένη στους υδρογονάνθρακες και την εξόρυξη), όσο και ενεργοβόρες εγκαταστάσεις επεξεργασίας ορυκτών που παράγουν τοξικά απόβλητα, ενώ δεν είναι καθόλου δευτερεύουσας σημασίας και η εγγενής πολιτικο- οικονομική βία που ασκείται, κατά τη συγκρότηση και λειτουργία των εθνικών και διασυνδεδεμένων παγκόσμιων αγορών, στο πλαίσιο υποδείγματος παραγωγής και κατανάλωσης, το οποίο, αν και βασίζεται στην «ανανεώσιμη ενέργεια», δεν τροποποιεί τις εκμεταλλευτικές σχέσεις με τη Γη και τα οικοσυστήματά της, υπακούοντας στην ίδια τεχνοκαπιταλιστική λογική (Dunlap 2021: 85).
Η τελευταία, παρά το όψιμο ενδιαφέρον της να βρει περιβαλλοντικά φιλικές λύσεις στο ενεργειακό πρόβλημα, εξακολουθεί να ομνύει στον μύθο της αέναης ανάπτυξης και της ανωτερότητας του βιομηχανικού ανθρώπου, αδυνατώντας, εξ ορισμού, να φανταστεί διεξόδους και να απαντήσει στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της απώλειας της βιοποικιλότητας και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, στην κατεύθυνση ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών.

Αρνητικό αποτύπωμα

Έτσι λοιπόν, η λειτουργία μιας ανεμογεννήτριας ή ενός ηλιακού συλλέκτη μπορεί να μην εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, και αυτό είναι θετικό γιατί συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας, ωστόσο δεν θα πρέπει να αποσιωπάται και το αρνητικό αποτύπωμα που έχει σε άλλους τομείς του σύνθετου περιβαλλοντικού (και κοινωνικού) συστήματος.
Μία ανεμογεννήτρια των 3 MW, σαν αυτές που θα εγκατασταθούν στην Ικαρία, μπορεί να εμπεριέχει μέχρι και 4,7 τόνους χαλκού, του πιο κρίσιμου μεταλλικού στοιχείου της πράσινης μετάβασης (με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις), ενώ οι θαλάσσιες ανεμογεννήτριες είναι τριπλάσιας έντασης χαλκού (Copper Development Association Inc. 2024).
Μια κάπως μεγαλύτερη ανεμογεννήτρια (5 MW) χρειάζεται 150 τόνους χάλυβα για τα μπετονένια θεμέλια, 250 τόνους για τον ρότορα και τα ατρακτίδια και 500 τόνους για τον πύργο (Smil 2016).
Γενικότερα, για μια σειρά τεχνολογικές εφαρμογές και υποδομές της ενεργειακής μετάβασης, από τις ανεμογεννήτριες και τις μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων μέχρι τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, απαιτούνται ορυκτές ύλες ζωτικής σημασίας (λίθιο, κοβάλτιο, νικέλιο, χαλκός και νεοδύμιο), καθώς και υλικά όπως χάλυβας, τσιμέντο, πλαστικό και αλουμίνιο.
Στο σενάριο για μηδενικές εκπομπές αερίων, η ζήτηση για τα παραπάνω πέντε «κρίσιμα υλικά» αυξάνεται από 1,5 έως και 7 φορές μέχρι το 2030 και παρατηρείται ένα έλλειμμα στον εφοδιασμό ορισμένων ορυκτών, ιδίως στο λίθιο και το θειικό νικέλιο (IEA 2023: 146).

Διαβάστε εδώ όλη την ανάλυση
ΕΝΑ_Ikaria_16032025.pdf

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης