Στη δεκαετία μεταξύ 1963 και 1973, ο Αμερικανικός στρατός είχε εμπλακεί στο φιάσκο που ονομάστηκε “πόλεμος του Βιετνάμ”.
Επιτέθηκαν με όλη τη τεχνολογική και πολεμική υπεροχή τους ενάντια σε μια χώρα που ζούσε κυριολεκτικά στη μεσαιωνική φεουδαρχία.
Τα αεροπλανοφόρα, οι πύραυλοι τα βαριά θωρακισμένα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά εναντίον αντιπάλων που δε διέθεταν υποδομές, ή τανκς για να καταστραφούν. Σύντομα οι αμερικανοί βρέθηκαν να πολεμούν σε μικρής κλίμακας συμπλοκές ενάντια σε ολιγάριθμες ομάδες ανταρτών που χτυπούσαν σε χρόνο και σημείο της επιλογής της και κατόπιν εξαφανίζονταν στο ύπαιθρο.
Το μόνο αντίμετρο ήταν η δημιουργία αντισυμβατικών μονάδων πολεμιστών οι οποίοι θα εντόπιζαν τον αντίπαλο και θα τον κατέστρεφαν στο “γήπεδο” του. Το Ναυτικό δημιούργησε τις μονάδες ανορθοδόξου πολέμου SEALs (Sea Air Land), επεκτείνοντας τις μικρότερες ομάδες υποβρύχιων καταστροφών και αναγνώρισης (UDT).
Αυτόματο πυρ
Οι SEALs δρούσαν σε μκρές ομάδες που συχνά δε ξεπερνούσαν τα έξι άτομα. Αναζητούσαν αυξημένη ισχύ πυρός στις κοντινές συμπλοκές που γίνονταν στη ζούγκλα. Το βεληνεκές των συμβατικών όπλων ήταν αδιάφορο σε ένα πεδίο με ορατότητα ολίγων δεκάδων μέτρων, σπαρμένο με κορμούς και έντονες φυλλωσιές.
Παρακινούμενοι πιθανώς από την εμπειρία των Βρετανών στη Βιρμανία, άρχισαν να χρησιμοποιούν λειόκανα cal. 12.
Όμως τα επαναληπτικά Ithaka M37 είχαν χαμηλή ταχυβολία και μικρή αναχορηγία.
Σύμφωνα με έναν εργαζόμενο στη Remington το 1966-1967, το στρατιωτικό εργοστάσιο Frankfort Arsenal ήρθε σε επαφή με τον Mike Walker, υπεύθυνο του τμήματος R&D (Έρευνας & Ανάπτυξης). Ξεκινησαν με βάση το αυτογεμές αερίων Model 1100.
Τροποποίησαν το κλείστρο και τη σκανδάλοθήκη, ώστε η σχαστηρία να μη συγκρατείται όσο η σκανδάλη παραμένει πατημένη. Αυτό μετέτρεψε την κυνηγετική καραμπίνα σε “λειόκανο πολυβόλο”.
Ένας επιλογέας στην αριστερή πλευρά του μοχλού ασφαλείας, επέτρεπε στο όπλο να εκτελεί ριπή ή μονές βολές. Η ταχυβολία που προέκυψε ήταν τα “ήπια” 420 βλήματα ανά λεπτό.
Μια κυλινδρική προέκταση στην αποθήκη (γεμιστήρα) που συνέχιζε ώς το στόμιο της κάνης, αύξανε την αναχορηγία σε 7+1 φυσίγγια. Με τον επιλογέα στο “Auto”, άδειαζε σε λιγότερα από δύο δευτερόλεπτα.
Ένα ενδιαφέρον παρεπόμενο ήταν η προέλευση του κωδικού “7188”.
Tο τμήμα R&D της εταιρείας δούλεψε με απάρτια και κορμούς μοντέλων “1100”, τα οποία απέσπασαν από την κανονική παραγωγή. Αυτοί είχαν ήδη χαραγμένο τον αριθμό του μοντέλου, γιατί η διαδικασία γινόταν κατά τη σφυρηλάτηση του κορμού. Για να διαφοροποιήσει το στρατιωτικό όπλο ο χαράκτης Carl Ennis, τροποποιούσε με “το χέρι” το πρώτο “1” ώστε να μοιάζει με “7”.
Κατόπιν χάραζε τα δύο μηδενικά από το “1100”, για να γίνουν “8”. Έτσι προέκυψε ο κωδικός του μοντέλου. Η διαδικασία ήταν αποδεκτή γιατί δεν προβλέπονταν να κατασκευαστούν μεγάλες ποσότητες όπλων.
Υποπαραλλαγές και διαφοροποιήσεις
Τα πρώτα όπλα παραδόθηκαν στους βατραχανθρώπους στις αρχές του 1967 και κατόπιν αλλαγών προέκυψαν έξι διαφορετικές εκδόσεις.
Η πολυπληθέστερη ήταν η ΜΚ1.
Διέθετε κάνη με στόχαστρα ραβδωτού όπλου, ένα μεταλλικό χιτώνιο γύρω της (ώστε να μη καίγονται τα χέρια του χρήστη) και ένα συνδετήρα στο στόμιο, ο οποίος συγκρατούσε μαζί κάνη και αποθήκη.
Αυτό το απάρτιο έπαιζε ταυτόχρονα το ρόλο του αορτηριούχου για τον κανάβινο αορτήρα, αλλά και βάσης για… ξιφολόγχη!
Η ΜΚ2 διέφερε γιατί χρησιμοποιούσε μια κάνη με αεριζόμενη ρίγα και ορειχάλκινη μπίλια ως στόχαστρο.
Οι υπόλοιπες εκδόσεις ήταν απλά παραλλαγές των δύο πρώτων, οι οποίες δε συμπεριλάμβαναν τα χιτώνια γύρω από την κάνη ή χρησιμοποιούσαν κάποια διαφοροποιημένα στόχαστρα.
Οι αλλαγές οφείλονταν σε παρατηρήσεις από τους χρήστες.
Για παράδειγμα το χιτώνιο πρόσθετε βάρος και τα ρυθμιζόμενα στόχαστρα δεν είχαν νόημα σε ένα όπλο που “ξερνούσε” 216 μολυβένια σφαιρίδια εντός δύο δυτερολέπτων.
Φτιάχτηκαν ελάχιστες δεκάδες από κάθε έκδοση, με το συνολικό αριθμό να μη ξεπερνά τα 100 τεμάχια.
Δεν υπάρχει μια σταθερή προδιαγραφή, γιατί όλα τα ειδικά απάρτια κατασκευάζονταν χειροποίητα από μια μικρή ομάδα οπλουργών και ανάλογα με τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών της στιγμής. Η γενική διαμόρφωση βασίζονταν σε ατσάλινο κορμό και κάνη μήκους 66cm.
Το κοντάκιο και η πάπια είχαν υποστεί επεξεργασία λαδιού για αντοχή στην υγρασία.
Τα μέταλλα ήταν φωσφατωμένα αποκτώντας μια γκρί απόχρωση. Το κενό βάρος ήταν 3,9 κιλά, γεγονός που βοηθούσε στο μετριασμό της ανάκρουσης.
Χρήση και μειονεκτήματα
Τα όπλα χρησιμοποιήθηκαν στο Βιετνάμ από περιπόλους που εισχωρούσαν σε παραποτάμιες εγκαταστάσεις των ανταρτών.
Το βασικό πυρομαχικό ήταν το φυσίγγιο ΧΜ-257.
Περιείχε 27 σφαιρίδια διαμέτρου 6mm.
Οι SEALs τα έβρισκαν αποτελεσματικότερα από τα μεγαλύτερα “εννιάβολα”.
Επέτρεπαν την κάλυψη μεγαλύτερης περιοχής, ειδικά κατά την απρόσμενη επαφή από κοντινή απόσταση.
Τέσσερις-πέντε γρήγορες βολές από το “7188” καθήλωναν τον εχθρό, δίνοντας πολύτιμο χρόνο στην ομάδα.
Αυτό που οι βατραχάνθρωποι δε συμπαθούσαν, ήταν η ευαισθησία του μηχανισμού. Το σύστημα αερίων του όπλου έπρεπε να είναι σχολαστικά καθαρισμένο, ειδάλλως οι εμπλοκές ήταν διαρκείς.
Η συνεχής υγρασία και η σκουριά, χειροτέρευαν την κατάσταση.
Το δεύτερο ζήτημα ήταν η αδυναμία ελέγχου.
Οι συνεχόμενες πυροδοτήσεις παρήγαγαν υπερβολική ανάκρουση. Επίσης, τα μόλις οκτώ φυσίγγια σήμαιναν ότι μετά την πρώτη ριπή, ο χειριστής “πάλευε” να ξαναγεμίσει το όπλο ενώ πιθανότατα δεχόταν πυρά. Σύντομα, έχασαν το ενδιαφέρον τους για τις αυτόματες βολές και το χρησιμοποιούσαν ως ημιαυτόματο.
Απόσυρση
Οι SEALs άρχισαν να χρησιμοποιούν πολυβόλα RPD που έπαιρναν λάφυρα από τους Βιετναμέζους.
Το ελαφρύ, σοβιετικό αυτόματο τροφοδοτούνταν από ταινίες των 100 φυσιγγίων και ήταν ανθεκτικό σε συνθήκες πεδίου.
Τα Remington επιστράφηκαν στις ΗΠΑ, όπου μετατράπηκαν εκ νέου σε ημιαυτόματα. Δόθηκαν σε μονάδες ασφάλειας και φύλαξης εγκαταστάσεων.
Κατά τη μετατροπή, το Ναυτικό τα μετονόμασε σε Model 7180, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος από την ύπαρξη τους.
Σήμερα δεν παραμένει κανένα ενεργό τέτοιο όπλο. Μόνο αντίγραφα και ελάχιστα αποχαρακτηρισμένα που διατηρούν την εξωτερική εμφάνιση, χωρίς τη δυνατότητα αυτόματης βολής.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών