Μετά το τέλος του QE, οι χώρες που χρειάζονται χρηματοδότηση θα πρέπει να παραδώσουν την κυριαρχία τους στις Βρυξέλλες
Πριν από περίπου πέντε χρόνια, ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Mario Draghi, είπε το περίφημο «ό,τι χρειαστεί» και αγόρασε χρόνο ώστε οι χώρες να διευθετήσουν τα διαρθρωτικά τους προβλήματα.
Ωστόσο, όπως αναφέρει σε άρθρο της στη Financial Times ο Gene Frieda διεθνής στρατηγική αναλύτρια της Pimco, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί αρκετή πρόοδος.
Μάλιστα, ο ίδιος συνδέει το τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με το ενδεχόμενο χώρες που έχουν ανάγκη χρηματοδότησης να παραδώσουν τη κυριαρχία τους στις Βρυξέλλες.
«Παρά την εκλογή του Emmanuel Macron ως πρόεδρος της Γαλλίας, οι προοπτικές εμβάθυνσης της νομισματικής ένωσης παραμένουν φτωχές.
Χωρίς ένα αλληλέγγυο ομόλογο ή ένα ''υπερεθνικοποιημένο'' τραπεζικό σύστημα, οι περιφερειακές χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία παραμένουν επιρρεπείς να ενεργούν περισσότερο σαν ένα εταιρικό χρέος σε περιόδους κυκλικής αδυναμίας» επισημαίνει στο άρθρο του που έχει τίτλο «Δέστε τις ζώνες ασφαλείας, η Ευρώπη δεν είναι ασφαλής σε καμία περίπτωση».
Τι κάνει τα ομόλογα των χωρών της περιφέρειας να λειτουργούν περισσότερο σαν πίστωση παρά σαν risk-free χρέος;
«Αντιμετωπίζουν μια θεμελιώδη αντίφαση: οι οικονομίες τους πρέπει να αναπτυχθούν γρήγορα για να μειώσουν το χρέος, αλλά η ανάπτυξη πρέπει να παραμείνει αδύναμη, προκειμένου να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης.
Εφόσον οι πλεονασματικές οικονομίες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία αποτυγχάνουν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη εγχώρια ζήτηση, αυτή η αντίφαση θα συνεχιστεί.
Η ευπάθεια των περιφερειακών assets οφείλεται σε πολλές αρνητικές μακροοικονομικές δυναμικές.
Πρώτον, δεδομένου του υψηλού επιπέδου του χρέους, η διασπορά του ευρώ πέρα από τα σύνορα εξακολουθεί να είναι επιρρεπής σε καταστροφή.
Σε περιόδους ασθενούς ανάπτυξης, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Οι οικονομίες της περιφέρειας έχουν ελάχιστη προσφυγή σε αντικυκλικά δημοσιονομικά κίνητρα.
Δεύτερον, οι οικονομίες της περιφέρειας αναγκάζονται να υποστούν οδυνηρές εσωτερικές υποτιμήσεις για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους λόγω του μηχανισμού σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Με τον μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ μνα παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η εσωτερική υποτίμηση αποσταθεροποιείται πολιτικά και οικονομικά.
Και τρίτον, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και ο αμελητέος πληθωρισμός εμποδίζουν τη μείωση του χρέους κατά τη διάρκεια των κυκλικών αυξήσεων.
Η βιωσιμότητα του χρέους παραμένει ασαφής.
«Η ομιλία του Draghi το 2012 ακολούθησε μια ευρωπαϊκή πολιτική δέσμευση για τη δημιουργία τραπεζικής ένωσης σε ολόκληρη την περιοχή.
Εάν οι τράπεζες θα μπορούσαν να υπερεθνικοποιηθούν, τότε θα ήταν πιο απρόσβλητες από ασύμμετρες διαταραχές που θα μπορούσαν να χτυπήσουν τις ασθενέστερες κυβερνήσεις στο μέλλον» σχολιάζει ο Frieda.
Σύμφωνα με την ίδια, οι αγορές assets από την ΕΚΤ χρησίμευσαν ως αναπόσπαστο μέρος της χρηματοδότησης των χωρών της περιφέρειας για την ομαλή απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα.
Όμως, καθώς χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, με πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά μέσο όρο άνω του 8% του ΑΕΠ, δεν μπορούν να αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση, η περιφέρεια καταδικάζεται σε αποπληθωρισμό για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι προσπάθειες διαρθρωτικής μεταρρύθμισης έχουν υποχωρήσει στις οικονομίες της περιφέρειας που ήδη πλήττονται από την αδύναμη ανάπτυξη και τον κατακερματισμό των πολιτικών συστημάτων.
«Σε περίπτωση μελλοντικών διαταραχών, το πρόγραμμα της ΕΚΤ για την αγορά απεριόριστων ποσοτήτων κρατικού χρέους διατηρεί ένα θανατηφόρο ελάττωμα: η δέσμευσή του εξαρτάται από την πολιτική βούληση μιας κυβέρνησης να προσχωρήσει στη δικτατορία των Βρυξελλών.
Καθώς η έμμεση χρηματοδοτική στήριξη που συνδέεται με την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (σσ. QE) πλησιάζει προς το τέλος της, οι χώρες που χρειάζονται χρηματοδότηση θα πρέπει να παραχωρήσουν την κυριαρχία τους στις Βρυξέλλες με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση.
Αλλά αυτό είναι πιθανό να συμβεί μόνο έπειτα από μια απότομη άνοδο των spread των κρατικών ομολόγων κάτι που δυνητικά αποσταθεροποιεί τον τραπεζικό τομέα.
Στο πλαίσιο της ασθενούς ανάπτυξης, της ανερχόμενης ανεργίας και των εύθραυστων τραπεζών, ο υψηλός δείκτης πολιτικής παρέμβασης παραμένει συνταγή ατυχημάτων.
Παρά την τριετή αύξηση της τάσης, οι επενδυτές πρέπει να κρατήσουν τις ζώνες ασφαλείας τους.
Η Ευρώπη εξακολουθεί να μην είναι ασφαλής σε κάθε περίπτωση» καταλήγει το άρθρο του Frieda.
Ωστόσο, όπως αναφέρει σε άρθρο της στη Financial Times ο Gene Frieda διεθνής στρατηγική αναλύτρια της Pimco, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί αρκετή πρόοδος.
Μάλιστα, ο ίδιος συνδέει το τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με το ενδεχόμενο χώρες που έχουν ανάγκη χρηματοδότησης να παραδώσουν τη κυριαρχία τους στις Βρυξέλλες.
«Παρά την εκλογή του Emmanuel Macron ως πρόεδρος της Γαλλίας, οι προοπτικές εμβάθυνσης της νομισματικής ένωσης παραμένουν φτωχές.
Χωρίς ένα αλληλέγγυο ομόλογο ή ένα ''υπερεθνικοποιημένο'' τραπεζικό σύστημα, οι περιφερειακές χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία παραμένουν επιρρεπείς να ενεργούν περισσότερο σαν ένα εταιρικό χρέος σε περιόδους κυκλικής αδυναμίας» επισημαίνει στο άρθρο του που έχει τίτλο «Δέστε τις ζώνες ασφαλείας, η Ευρώπη δεν είναι ασφαλής σε καμία περίπτωση».
Τι κάνει τα ομόλογα των χωρών της περιφέρειας να λειτουργούν περισσότερο σαν πίστωση παρά σαν risk-free χρέος;
«Αντιμετωπίζουν μια θεμελιώδη αντίφαση: οι οικονομίες τους πρέπει να αναπτυχθούν γρήγορα για να μειώσουν το χρέος, αλλά η ανάπτυξη πρέπει να παραμείνει αδύναμη, προκειμένου να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης.
Εφόσον οι πλεονασματικές οικονομίες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία αποτυγχάνουν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη εγχώρια ζήτηση, αυτή η αντίφαση θα συνεχιστεί.
Η ευπάθεια των περιφερειακών assets οφείλεται σε πολλές αρνητικές μακροοικονομικές δυναμικές.
Πρώτον, δεδομένου του υψηλού επιπέδου του χρέους, η διασπορά του ευρώ πέρα από τα σύνορα εξακολουθεί να είναι επιρρεπής σε καταστροφή.
Σε περιόδους ασθενούς ανάπτυξης, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Οι οικονομίες της περιφέρειας έχουν ελάχιστη προσφυγή σε αντικυκλικά δημοσιονομικά κίνητρα.
Δεύτερον, οι οικονομίες της περιφέρειας αναγκάζονται να υποστούν οδυνηρές εσωτερικές υποτιμήσεις για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους λόγω του μηχανισμού σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Με τον μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ μνα παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η εσωτερική υποτίμηση αποσταθεροποιείται πολιτικά και οικονομικά.
Και τρίτον, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και ο αμελητέος πληθωρισμός εμποδίζουν τη μείωση του χρέους κατά τη διάρκεια των κυκλικών αυξήσεων.
Η βιωσιμότητα του χρέους παραμένει ασαφής.
«Η ομιλία του Draghi το 2012 ακολούθησε μια ευρωπαϊκή πολιτική δέσμευση για τη δημιουργία τραπεζικής ένωσης σε ολόκληρη την περιοχή.
Εάν οι τράπεζες θα μπορούσαν να υπερεθνικοποιηθούν, τότε θα ήταν πιο απρόσβλητες από ασύμμετρες διαταραχές που θα μπορούσαν να χτυπήσουν τις ασθενέστερες κυβερνήσεις στο μέλλον» σχολιάζει ο Frieda.
Σύμφωνα με την ίδια, οι αγορές assets από την ΕΚΤ χρησίμευσαν ως αναπόσπαστο μέρος της χρηματοδότησης των χωρών της περιφέρειας για την ομαλή απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα.
Όμως, καθώς χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, με πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά μέσο όρο άνω του 8% του ΑΕΠ, δεν μπορούν να αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση, η περιφέρεια καταδικάζεται σε αποπληθωρισμό για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι προσπάθειες διαρθρωτικής μεταρρύθμισης έχουν υποχωρήσει στις οικονομίες της περιφέρειας που ήδη πλήττονται από την αδύναμη ανάπτυξη και τον κατακερματισμό των πολιτικών συστημάτων.
«Σε περίπτωση μελλοντικών διαταραχών, το πρόγραμμα της ΕΚΤ για την αγορά απεριόριστων ποσοτήτων κρατικού χρέους διατηρεί ένα θανατηφόρο ελάττωμα: η δέσμευσή του εξαρτάται από την πολιτική βούληση μιας κυβέρνησης να προσχωρήσει στη δικτατορία των Βρυξελλών.
Καθώς η έμμεση χρηματοδοτική στήριξη που συνδέεται με την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (σσ. QE) πλησιάζει προς το τέλος της, οι χώρες που χρειάζονται χρηματοδότηση θα πρέπει να παραχωρήσουν την κυριαρχία τους στις Βρυξέλλες με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση.
Αλλά αυτό είναι πιθανό να συμβεί μόνο έπειτα από μια απότομη άνοδο των spread των κρατικών ομολόγων κάτι που δυνητικά αποσταθεροποιεί τον τραπεζικό τομέα.
Στο πλαίσιο της ασθενούς ανάπτυξης, της ανερχόμενης ανεργίας και των εύθραυστων τραπεζών, ο υψηλός δείκτης πολιτικής παρέμβασης παραμένει συνταγή ατυχημάτων.
Παρά την τριετή αύξηση της τάσης, οι επενδυτές πρέπει να κρατήσουν τις ζώνες ασφαλείας τους.
Η Ευρώπη εξακολουθεί να μην είναι ασφαλής σε κάθε περίπτωση» καταλήγει το άρθρο του Frieda.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών