Επίσης, στα 48,5 δισεκ, ευρώ είναι η μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ από την υψηλότερη τιμή του που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016.
Αυτό αναφέρει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, τονίζοντας ότι οι προσπάθειες μείωσης του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά τη διάρκεια του 2020 αποτιμώνται θετικά.
Για τα NPEs
Η τάση αποκλιμάκωσης του αποθέματος των NPEs ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του έτους κυρίως λόγω της μεταφοράς ΜΕΔ εντός ομίλου από μία συστημική τράπεζα στο πλαίσιο ολοκλήρωσης συναλλαγής πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων η οποία προέβλεπε ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό της (hive down).
Επισημαίνεται ότι η εν λόγω συμφωνία αποτελεί την πρώτη τιτλοποίηση στην Ελλάδα που όταν λάβει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου θα έχει αξιοποιήσει το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), ενώ αντίστοιχες ενέργειες και από τις άλλες συστημικές τράπεζες έχουν δρομολογηθεί στο πλαίσιο μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ.
Σύμφωνα με υπολογισμούς των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (NPL ratio) μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω συναλλαγών εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 25%2 περίπου χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ΜΕΔ που θα δημιουργηθούν εξαιτίας της πανδημίας.
Το ποσοστό αυτό θα εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη και πολλαπλάσιο του μέσου όρου τραπεζών που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό - SSM (2,9% με στοιχεία Ιουνίου 2020). Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η διενέργεια συναλλαγών τιτλοποίησης θα επιφέρει μείωση τριών μονάδων κατά μέσο όρο στον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας των τραπεζών.
Πτώση της κεφαλαιακής επάρκειας
Η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων μειώθηκε μεν έναντι του Δεκεμβρίου 2019, αλλά διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο, με τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) να διαμορφώνεται σε 16,3% τον Σεπτέμβριο του 2020.
Ωστόσο, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits - DTCs) τον Σεπτέμβριο του 2020 ανέρχονταν σε 15,2 δισεκ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 54,5% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος το επόμενο έτος, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
Η ύφεση του 2020
Το 2020 καθορίστηκε από την υγειονομική κρίση COVID-19 η οποία διατάραξε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και είχε σημαντική αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα.
Στην Ελλάδα, η προσωρινή αναστολή της δραστηριότητας πολλών επιχειρήσεων και η μεγάλη υποχώρηση του τουρισμού οδήγησαν σε με-γάλη πτώση του ΑΕΠ, γεγονός που αποτυπώθηκε στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας που καταγράφηκε για το εννεάμηνο του 2020, η οποία ανήλθε στο 8,5%, ενώ εκτιμά-ται ότι τελικά για το σύνολο του έτους θα είναι ακόμη μεγαλύτερη εξαιτίας του δεύτερου κύματος της πανδημίας.
Πτώση της κερδοφορίας των τραπεζών
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα επηρεάστηκε αρνητικά από την αύξηση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων κινδύνων που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τραπεζικός τομέας σε τέσσερις κυρίως περιοχές: στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, την κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητά του.
Ωστόσο, η λήψη μέτρων (δημοσιονομικών, νομισματικών και εποπτικών) από τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης, άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από την πανδημία.
Στον τομέα της ρευστότητας καθοριστικά επέδρασαν τα μέτρα που έλαβε το Ευρωσύστημα αναφορικά με τους όρους χρηματοδό-τησης των τραπεζών, το οποίο μεταξύ άλλων κατέστησε αποδεκτούς για το έκτακτο πρόγραμμα αγορών λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) και ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης τους τίτλους που εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς επίσης και τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση των προγραμμάτων κάλυψης τραπεζικών δανείων με εγγυήσεις και συγχρηματοδότηση τραπεζικών πιστώσεων.
Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα θετικά συνετέλεσε η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων οι οποίες συνέχισαν να κινούνται καθοδικά το β΄ εξάμηνο του 2020.
Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές για την άντληση χρηματοδοτικών πόρων, μειώνοντας αντίστοιχα και το κόστος χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Παράλληλα, η υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου συνέβαλε καθοριστικά στην καταγραφή κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις, που εν μέ-ρει αντιστάθμισαν τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους και την αύξηση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Ωστόσο, εκτιμάται ότι η μεσοπρόθεσμη επίδραση της πανδημίας τόσο στη κερδοφορία, όσο και στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών θα είναι σημαντική.
Η εικόνα του 9μηνου
Το εννεάμηνο του 2020 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 688 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Τα λειτουργικά έσοδα, το εννεάμηνο του 2020, αυξήθηκαν σημαντικά σε ετήσια βάση, λόγω της αύξησης των εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες.
Τα καθαρά έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες ενισχύθηκαν κατά 85% σε ετήσια βάση, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος εξ αυτών είναι μη επαναλαμβανόμενα.
Ειδικότερα τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, προερχόμενα κυρίως από κέρδη που προέκυψαν από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου.
Όσον αφορά το κόστος πιστωτικού κινδύνου, η τάση αποκλιμάκωσής του αντιστράφηκε το εννεάμηνο του 2020, καθώς οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο διπλασιάστηκαν σε ετήσια βάση.
Συγκεκριμένα, το εννεάμηνο του 2020 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 4 δισεκ. ευρώ έναντι 2 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Από αυτές, 1 δισεκ. ευρώ αντανακλά την ενσωμάτωση των δυσμενέστερων μακροοικονομικών προβλέψεων εξαιτίας της πανδημίας στα υποδείγματα των τραπεζών για τον υπολογισμό ζημιών απομείωσης, 1,5 δισεκ. ευρώ σχετίζεται με την πώληση μεγάλου χαρτοφυλακίου ΜΕΔ από μια συστημική τράπεζα και 1,5 δισεκ. ευρώ αποτελεί γενικές και ειδικές προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Το εννεάμηνο του 2020 η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε αλλά παρέμεινε σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,6% τον Σεπτέμβριο του 2020 από 16,2% τον Δεκέμβριο του 2019, και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 16,3%, από 17,3% αντίστοιχα.
Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (Fully Loaded), ο Δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,9%.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων κατά 9,4% το εννεάμηνο του 2020 σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019.
Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια επηρεάστηκαν αρνητικά από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9, καθώς και από την καταγραφή ζημιών μετά από φόρους. Παράλληλα, το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό μειώθηκε κατά 3,5% το εννεάμηνο του 2020 ως αποτέλεσμα του σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και της πώλησης χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων
Στο -10% η ύφεση το 2020, στο +4,2% η ανάπτυξη το 2021
Το 2020 η πανδημία δημιούργησε ένα περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας ως προς την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων και τις προβλέψεις των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεταβλητών.
Η υιοθέτηση έντονα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική στήριξαν την οικονομία, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα. Εντούτοις, οι προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης εξαρτώνται κυρίως από την εξέλιξη της πανδημίας
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά, στο βασικό της σενάριο σημαντική ύφεση κατά 10,0% το 2020, αλλά προβλέπει ότι στη συνέχεια το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,2% το 2021 και κατά 4,8% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Όσον αφορά στους κινδύνους που περιβάλλουν το βασικό σενάριο των προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με τη διάρκεια και την έκταση της πανδημίας σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο.
Επιπλέον κίνδυνοι θα προέκυπταν από ενδεχόμενη σημαντική αύξηση των ΜΕΔ ως απόρροια της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, από την περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς και από την αβεβαιότητα που περιβάλλει την υλοποίηση της συμφωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αντίθετα, μια πιο θετική του αναμενομένου έκβαση θα μπορούσε να προκύψει από την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) και από την ταχύτερη διάθεση των εμβολίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Να συνεχιστεί η στήριξη
Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο αυτό περιβάλλον προκειμένου να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλισθεί τόσο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, κυρίως στη μετά την πανδημία περίοδο.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει πολύ υψηλός, πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η πανδημία αναμένεται να πλήξει περαιτέρω την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Με δεδομένη την παράταση των μέτρων προστασίας των δανειοληπτών για αναστολή καταβολής των δόσεων των δανείων (moratoria) και της σταδιακής άρσης αυτών μέσα στο 2021, η εκτίμηση του ύψους των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν από τη πανδημία δεν είναι εφικτή με ακρίβεια.
Εντούτοις, γίνεται κατανοητό ότι θα είναι σημαντική και άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χρόνο και την πορεία ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας.
Περαιτέρω, εκτιμάται ότι η πρόωρη λήξη της ισχύος των κρατικών μέτρων στήριξης, ιδίως των δημοσιονομικών, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.
Η πρόταση για την σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού
Με γνώμονα την υφιστάμενη κατάσταση οι σημαντικές θεσμικές αλλαγές που έχουν γίνει, τόσο το 2020, όπως η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου και η ενεργοποίηση του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητι-κού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), όσο και τα προηγούμενα χρόνια προς τη κατεύθυνση επίλυσης του προβλήματος των ΜΕΔ είναι ορθές, αλλά δεν επαρκούν.
Για τον λόγο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC).
Η υιοθέτηση ενός κεντρικού σχήματος διαχείρισης των ΜΕΔ, αποτελεί μία στρατηγική η οποία στοχεύει στην επίλυση συνολικά των προβλημάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Παρέχει τη δυνατότητα για ανάταξη του τραπεζικού τομέα με πλήρη εξυγίανση του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα το πρόβλημα των ΜΕΔ και της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η προσαρμογή του ελληνικού τραπεζικού τομέα στη νέα πραγματικότητα επιβάλλει τη δια-μόρφωση μίας συνολικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ5.
Η αναγκαιότητα διαμόρφωσης μίας τέτοιας στρατηγικής προβάλλεται και ενισχύεται και από το σχέδιο δράσης που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιορίζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες θα πρέπει να κινηθούν τα κράτη-μέλη.
Η μεμονωμένη αντιμετώπιση των επιμέρους προκλήσεων του τραπεζικού τομέα δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν θα προσδώσει τη δυναμική που απαιτείται για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας αναμένεται να στηριχτεί κατά κύριο λόγο στην υλοποίηση του Σχεδίου Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας με την αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμ-ψης Next Generation EU.
Εντούτοις, η γρήγορη επαναφορά σε μία νέα κανονικότητα στη μετά την πανδημία εποχή απαιτεί τη συνδρομή και τη δυνατότητα του τραπεζικού τομέα να χρηματοδοτήσει ομαλά την πραγματική οικονομία, επιτελώντας τη δια-μεσολαβητική του λειτουργία.
Συνεπώς, απαιτείται αντίστοιχα η λήψη αποφάσεων για την υλοποίηση μίας ενιαίας στρατηγικής και η συνδρομή όλων των εμπλεκόμενων μερών στο πλαίσιο ενίσχυσης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών