Μια δεκαετία μετά την τελευταία κρίση της ευρωζώνης, νέοι φόβοι γεννούν παλιά φαντάσματα, αναφέρει σε πρόσφατο ενημερωτικό της σημείωμα η ολλανδική ING.
Όπως λατρεύει να λέει ο Warren Buffet, μόνο όταν «σβήσει» η παλίρροια ανακαλύπτεις ποιος κολυμπά γυμνός.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Οι μεγάλοι κραδασμοί αποκαλύπτουν σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομική ζωή της Γηραιάς Ηπείρου, που προηγουμένως καλυπτόταν από την οικονομική ανάπτυξη ή τα χαμηλά επιτόκια.
Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε μεγάλα ελαττώματα και ευπάθειες σε ορισμένα κράτη μέλη της ευρωζώνης, καθώς και στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα αρνητικό σπιράλ μεταξύ των κακών οικονομικών ή δημοσιονομικών επιδόσεων και της εμπιστοσύνης που έτρεφαν οι επενδυτές σε ό,τι αφορά την ικανότητα ορισμένων χωρών να διατηρήσουν τη θέση τους στην ευρωζώνη.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε απότομη άνοδο στις αποδόσεις των ομολόγων, τα οποία αποδυνάμωσαν περαιτέρω τα δημόσια οικονομικά, πλήττοντας τις οικονομικές επιδόσεις και ούτω καθεξής.
«Μετά το μεγάλο σοκ της πανδημίας και εν μέσω ενός πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος, «είναι εύκολο να κάνουμε παραλληλισμούς με την περίοδο που ακολούθησε τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά προς το παρόν η κατάσταση φαίνεται πιο σταθερή» αναφέρει η ING.
ΑΕΠ
Κατά την περίοδο 2009-2012, τρεις παράγοντες δημιούργησαν αμφιβολίες στο μυαλό των επενδυτών:
(i) η άνιση ικανότητα των χωρών της ευρωζώνης να ανακάμψουν οικονομικά από τη χρηματοπιστωτική κρίση,
(ii) η ανταγωνιστικότητα στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης
και (iii) η σοβαρή επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών σε ορισμένες χώρες.
Ο πρώτος παράγοντας δεν φαίνεται να είναι σημαντικό πρόβλημα αυτή τη στιγμή.
Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης Covid και ενόψει του πολέμου στην Ουκρανία επέτρεψε στις περισσότερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ να ανακάμψουν γρήγορα στα προ κρίσης επίπεδα (βλ. διάγραμμα παρακάτω).
Είναι μάλλον πολύ νωρίς για να πούμε ότι η ανάπτυξη δεν θα αποτελέσει πηγή απόκλισης μεταξύ των μελών της ζώνης του ευρώ (ο αντίκτυπος του κύματος πληθωρισμού δεν είναι ακόμη αισθητός και απαιτείται προσοχή), αλλά μέχρι στιγμής η κατάσταση φαίνεται πιο σταθερή από ό,τι στην περίοδο μετά την οικονομική κρίση.
... Ανταγωνιστικότητα: Μπορεί κανείς να είναι ακόμη πιο θετικός για τον δεύτερο παράγοντα.
Πράγματι, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στις πιο αδύναμες χώρες κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης απέδωσαν καρπούς και οδήγησαν σε σύγκλιση των επιπέδων ανταγωνιστικότητας των κρατών μελών.
Όσον αφορά το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι τεράστιες διαφορές που συσσωρεύτηκαν κατά τα πρώτα 10 χρόνια της ζωής της ζώνης του ευρώ έχουν δώσει τη θέση τους σε πολύ μικρότερες διαφορές τώρα (βλ. διάγραμμα παρακάτω).
Εν τω μεταξύ, η συνοχή της ευρωζώνης (και συνεπώς η βιωσιμότητά της), που ήταν βασικός παράγοντας της κρίσης του 2009-2012, εμπνέει περισσότερη εμπιστοσύνη σήμερα.
Εξαίρεση αποτελούν τα δημόσια οικονομικά: Ο τρίτος παράγοντας είναι σίγουρα ο πιο προβληματικός.
Παρά το υποστηρικτικό οικονομικό περιβάλλον μεταξύ 2017 και 2019, οι οικονομίες δεν εισήλθαν στην κρίση του Covid με την ίδια ισχύ στα δημόσια οικονομικά τους (βλ. διάγραμμα παρακάτω).
Λαμβάνοντας δύο βασικούς δείκτες της υγείας των δημόσιων οικονομικών (δημοσιονομικό πλεόνασμα/έλλειμμα και αναλογία χρέους), τέσσερις χώρες – Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο και Ιταλία – βρίσκονταν ήδη σε «κίνδυνο» το 2019.
Μετά την κρίση του Covid, μια γενική επιδείνωση του δημοσιονομικoύ ισοζυγίου και οι δείκτες χρέους παρατηρήθηκαν για όλες τις οικονομίες.
Στην ομάδα των τεσσάρων χωρών που κινδυνεύουν προσχώρησε και η Ελλάδα, κυρίως λόγω της επιδείνωσης του δημοσιονομικού της ισοζυγίου.
Δημόσια ισοζύγια
Η επιβάρυνση από τόκους είναι καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού.
Πράγματι, ένα καλό επίπεδο του πρωτογενούς ισοζυγίου θα μπορούσε να μηδενιστεί ή ακόμη και να υποχωρήσει σε έλλειμμα λόγω υπερβολικής επιβάρυνσης από τόκους.
Από αυτή την άποψη, δεν βρίσκονται όλες οι χώρες της ομάδας κινδύνου στην ίδια θέση (βλ. παρακάτω διάγραμμα):
• Η Ισπανία βρίσκεται στην πιο προβληματική κατάσταση. Το πρωτογενές έλλειμμα είναι όχι μονο μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά και η επιβάρυνση των τόκων (περισσότερο από 2% του ΑΕΠ αναμένεται το 2022) είναι επίσης υψηλότερη από τον μέσο όρο, γεγονός που απομακρύνει τα ισπανικά δημόσια οικονομικά από το μέσο δημοσιονομικό ισοζύγιο.
• Η Ελλάδα και η Ιταλία βρίσκονται στην αντίθετη κατάσταση: το πρωτογενές τους ισοζύγιο είναι καλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Από την άλλη πλευρά, αυτές οι χώρες τιμωρούνται με πολύ υψηλότερη από τη μέση επιβάρυνση των τόκων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) λόγω του μεγαλύτερου δημόσιου χρέους και ενός υψηλότερου σιωπηρού επιτοκίου του χρέους.
Συμπέρασμα
Ποιος λοιπόν κολυμπά γυμνός; Σε αυτό το στάδιο, κανείς δεν βρίσκεται σε αυτή την πολύ δύσκολη κατάσταση.
Στην πραγματικότητα, οι οικονομικές επιδόσεις και τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας κρατούν ενωμένη την ευρωζώνη, αντί να λειτουργούν ως φυγόκεντρη δύναμη.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι υπάρχουν ορισμένες χώρες που αντιμετωπίζουν κινδύνους όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά.
Επομένως, είναι σημαντικό να συνεχιστεί η πορεία ανάκαμψης.
Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών στις χώρες που έχουν περιγραφεί εδώ.
Αυτό θα βοηθήσει να αποτραπεί το είδος της απόκλισης που παρατηρήθηκε κατά την τελευταία κρίση.
«Η εξέλιξη των επιτοκίων θα παίξει επίσης ρόλο στη διατήρηση της ευρωπαϊκής συνοχής, βεβαίως στην περίπτωση της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Είναι σημαντικό τα spread των ομολόγων να μην επιδεινώνουν ενδογενώς την κατάσταση αυξάνοντας το επιτοκιακό βάρος αυτών των χωρών» καταλήγει η ING.
www.bankingnews.gr
ING για Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία: Μόνο όταν «φεύγει» η παλίρροια ανακαλύπτεις ποιος κολυμπά γυμνός
Δύσκολα τα πράγματα για τις ευρωπαϊκές οικονομίες...
Σχόλια αναγνωστών