Μια κρίση ρευστότητας θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στη φήμη τους…
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πλήγμα δέχτηκε η φήμη των μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
Κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης του κορωνοϊού και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό ήταν το λιγότερο… εκτός πραγματικότητας.
Η απάντησή τους στο ταχέως αυξανόμενο επίπεδο τιμών ήταν αργή και, στην αξιοσημείωτη περίπτωση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, τρομακτική.
Η συμβατική σοφία των κεντρικών τραπεζικών «έκρινε» ότι ήταν απαραίτητο να «εξεταστεί» η πλευρά της προσφοράς, π.χ. οι αυξήσεις των τιμών στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά και το κλείσιμο λιμανιών και μονάδων ημιαγωγών, «επειδή ο αντίκτυπός τους στη δυνητική παραγωγή ήταν παροδικός».
Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι κραδασμοί της προσφοράς και ο πληθωρισμός που προκύπτουν από παράγοντες όπως η αποπαγκοσμιοποίηση αναμένεται να επιφέρουν μείωση και μάλιστα διαρκείας σε ό,τι αφορά τη δυνητική παραγωγή.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δουλειά των υπευθύνων χάραξης νομισματικής πολιτικής να κλίνουν επί το αυστηρότερον…, ώστε η ζήτηση να ευθυγραμμιστεί με τη μειωμένη παραγωγική ικανότητα.
Ένα από τα διδάγματα του πληθωρισμού κόστους από τη δεκαετία του 1970 μετά την πρώτη αύξησης της τιμής στο πετρέλαιο ήταν ότι τα σοκ προσφοράς μπορούν επίσης, στην ορολογία των κεντρικών τραπεζιτών, να αποδεσμεύσουν τις προσδοκίες και να προκαλέσουν δευτερογενείς επιπτώσεις στην αγορά εργασίας.
Τα πρόσφατα λάθη νομισματικής πολιτικής μπορεί εν μέρει να αντικατοπτρίζουν απώλεια συλλογικής μνήμης γενεών.
Πολύ λίγοι από τους σημερινούς κεντρικούς τραπεζίτες βρίσκονταν στα οδοφράγματα καταπολεμώντας τον πληθωρισμό μετά τα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970.
Η υπερβολική «εμπιστοσύνη» και η «υπερεκτίμηση ικανοτήτων», μετά από δεκαετίες χαμηλού πληθωρισμού, ήταν αναμφίβολα επίσης παράγοντες...
Όσον αφορά τα πολύ δειλά πρώτα βήματα αυστηροποίησης, πρέπει να πούμε με ειλικρίνεια ότι είναι εμφανώς δύσκολο να εκτιμηθεί ένα κενό παραγωγής σε πραγματικό χρόνο.
Η αντιπρόεδρος της Fed, Lael Brainard, επισημαίνει ως αιτία την παρατεταμένη αλληλουχία κραδασμών στην προσφορά εργασίας, εμπορευμάτων και κρίσιμων εισροών όπως οι ημιαγωγοί.
Αυτό θόλωσε τα όρια μεταξύ αυτού που αποτελεί προσωρινό σοκ και ενός επίμονου σοκ στη δυνητική παραγωγή.
Το αποτέλεσμα ήταν οι κεντρικές τράπεζες να απολέσουν τη δυνατότητα να ελέγξουν την κατάσταση.
Ταυτόχρονα, η καθυστερημένη αυστηροποίηση βλάπτει τους δικούς τους ισολογισμούς, επειδή οι αυξανόμενες αποδόσεις προκαλούν μεγάλες απώλειες αξίας στα τεράστια χαρτοφυλάκια ομολόγων που αποκτήθηκαν μετά την οικονομική κρίση του 2007-2009.
Δεν θα αναφέρουν όλες οι κεντρικές τράπεζες αυτές τις ζημίες - υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση στην πρακτική υποβολής εκθέσεων.
Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι δεν είναι ιδρύματα μεγιστοποίησης των κερδών και μπορούν να λειτουργήσουν τέλεια με αρνητικά ίδια κεφάλαια.
Δεν μπορούν να καταρρεύσουν, γιατί μπορούν να τυπώσουν χρήματα.
Ωστόσο, μπορεί να υπάρξει ένα σημείο καμπής στο οποίο οι αγορές θα «διειδούν» οικονομική αδυναμία, η οποία θα οδηγήσει σε υψηλό ή υπερπληθωρισμό.
Η στροφή στα υπουργεία Οικονομικών για κεφάλαια θα μπορούσε να μειώσει την ανεξαρτησία που έχουν οι κεντρικές τράπεζες.
(Αυτό δεν ισχύει, παρεμπιπτόντως, για την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία ζήτησε και έλαβε αποζημίωση από το Υπουργείο Οικονομικών για ζημίες.)
Είναι τέτοια η αβεβαιότητα γύρω από την κατάσταση των προηγμένων οικονομιών που υπάρχει κίνδυνος που υπάρχει κίνδυνος τόσο νομισματικής υπερβολής όσο και ανεπάρκειας.
Μια «μετάβαση» σε ύφεση το 2023 θα μπορούσε να αποκαλύψει χρηματοοικονομικές αδυναμίες που θα προκύψουν λόγω των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων επί μακρά χρονική περίοδο, κατά την οποία οι επενδυτές θα αναζητήσουν αποδόσεις ανεξάρτητα από τον κίνδυνο.
Η υπόθεση εργασίας που κυριαρχεί μεταξύ των κεντρικών τραπεζών είναι ότι μετά την κρίση οι ισολογισμοί των τραπεζών έχουν ενισχυθεί, αλλά ο κίνδυνος έχει μεταφερθεί στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Υπάρχει κάτι σε αυτό, όπως απέδειξε η συσσώρευση μόχλευσης στο συνταξιοδοτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου που αποκαλύφθηκε στην κρίση των βρετανικών ομολόγων τον Σεπτέμβριο.
Ωστόσο, υπάρχουν επίσης μεγάλοι και πολύ αδιαφανείς κίνδυνοι εκτός ισολογισμού τόσο στον τραπεζικό όσο και στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, ιδίως σε σχέση με το χρέος σε δολάρια σε ανταλλαγές συναλλάγματος, προθεσμιακές συμβάσεις και ανταλλαγές νομισμάτων.
Σε έγγραφο για την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΒΙS), οι Claudio Borio, Robert McCauley και Patrick McGuire ότι υπάρχουν περί τα 85 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ανεξόφλητες υποχρεώσεις – ποσό που υπερβαίνει το σύνολο των αποθεμάτων κρατικών ομολόγων, των συμφωνιών επαναγοράς και των εμπορικών χρεογράφων.
Οι υποχρεώσεις, οι οποίες έχουν αυξηθεί απότομα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, είναι ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμες και συχνά συνεπάγονται αναντιστοιχίες ωριμότητας σε ιδρύματα όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Οι ανάγκες μετατροπής που προκύπτουν προκαλούν πιέσεις χρηματοδότησης σε δολάρια, όπως συνέβη στην οικονομική κρίση και τον Μάρτιο του 2020 στην αρχή της πανδημίας.
Αυτές οι υποχρεώσεις πληρωμής σε δολάρια δεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς και λείπουν στα τυπικά στατιστικά στοιχεία για το χρέος.
Το περιθώριο έξαρσης προβλημάτων εδώ είναι προφανές.
Προς το παρόν, μια τυπική άποψη της αγοράς είναι ότι το μάντρα των κεντρικών τραπεζών «πιο σφιχτό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» θα διατηρήσει τις αποδόσεις των ομολόγων σε υψηλά επίπεδα και τις μετοχές χαμηλά.
Αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: Σε περίπτωση χρηματοδότησης, οι κεντρικές τράπεζες θα αισθανθούν υποχρεωμένες για άλλη μια φορά να επιστρέψουν στην αγορά περιουσιακών στοιχείων για να τις στηρίξουν, αποδυναμώνοντας έτσι την αντιπληθωριστική τους στάση.
Μια τέτοια στροφή θα ισοδυναμούσε με υψηλού επιπέδου αναθεωρητισμό, εγείροντας ηθικά ζητήματα που θα συναρτώνται με την ασύμμετρη νομισματική πολιτική την οποία θα ακολουθήσουν.
Και το ανησυχητικό είναι ότι αυτό είναι πολύ… εύλογο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών