Αλλά οι πιο αδύναμοι κρίκοι πάντα ραγίζουν και σπάνε...
Η τριάδα θα συνεισφέρει 5 δισεκατομμύρια δολάρια η καθεμία.
Άλλες εταιρείες που εμπλέκονται είναι οι Wells Fargo, Goldman Sachs, Morgan Stanley, US Bancorp, Truist Financial, BNY-Mellon, η PNC Bank, U.S Bank, State Street και PNC Financial Services.
Η κίνηση γίνεται λόγω του φόβου για bank run, μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank.
Τι ανακοινώθηκε
Η Bank of America, η Citigroup, η JPMorgan Chase και η Wells Fargo ανακοίνωσαν σήμερα ότι κάνουν μια ανασφάλιστη κατάθεση 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην First Republic Bank.
Η Goldman Sachs και η Morgan Stanley θα πραγματοποιήσουν ανασφάλιστες καταθέσεις ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων ενώ η BNY-Mellon, η PNC Bank, η State Street, η Truist και η U.S Bank θα προβούν σε ανασφάλιστες καταθέσεις ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων.
Συνολικά οι ανασφάλιστες καταθέσεις θα αγγίξουν τα 30 δισεκ. δολ.
Αυτή η ενέργεια των μεγαλύτερων τραπεζών της Αμερικής αντανακλά την εμπιστοσύνη τους στη First Republic και καταδεικνύει τη δέσμευσή τους να βοηθήσουν όλες τις τράπεζες να εξυπηρετούν τους πελάτες και τις κοινότητές τους.
Οι περιφερειακές, οι μεσαίες και οι μικρές τράπεζες είναι κρίσιμες για την υγεία και τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος.
Μετά τις εξαγορές της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, σημειώθηκαν εκροές ανασφάλιστων καταθέσεων σε μικρό αριθμό τραπεζών.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Αμερικής είναι από τα καλύτερα στον κόσμο και οι τράπεζες της Αμερικής –μεγάλες, μεσαίες και κοινοτικές τράπεζες– κάνουν εξαιρετική δουλειά εξυπηρετώντας τις τραπεζικές ανάγκες των μοναδικών πελατών και των κοινοτήτων τους.
Το τραπεζικό σύστημα έχει άφθονη ρευστότητα, ισχυρά κεφάλαια και ισχυρή κερδοφορία.
Τα πρόσφατα γεγονότα δεν το άλλαξαν αυτό.
Οι ενέργειες των μεγαλύτερων τραπεζών της Αμερικής αντικατοπτρίζουν την εμπιστοσύνη τους στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Μαζί, αναπτύσσουμε την οικονομική μας δύναμη και ρευστότητα στο ευρύτερο σύστημα, όπου χρειάζεται περισσότερο.
Οι μικρότερες και μεσαίες τράπεζες υποστηρίζουν τους τοπικούς πελάτες και τις επιχειρήσεις τους, δημιουργούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας και συμβάλλουν στην ανάκαμψη των κοινοτήτων.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Αμερικής είναι ενωμένες με όλες τις τράπεζες για να υποστηρίξουν την οικονομία μας και όλους τους γύρω μας.
Η «καλή Σαμαρείτισσα»
Αυτή η διάσωση είναι παρόμοια με τη διάσωση της LTCM το 1998, όταν δεκατέσσερις τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες επένδυσαν 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια στη Long-Term Capital Management L.P. (LTCM) για να αποτρέψουν την επικείμενη κατάρρευση της εταιρείας.
Η διάσωση ενορχηστρώθηκε από - αλλά δεν περιελάμβανε - χρηματοδότηση της Fed.
Να επισημανθεί πως η LTCM ήταν ένα hedge fund και δεν ήταν άμεσος ανταγωνιστής.
Το πακέτο διάσωσης είναι επίσης πολύ διαφορετικό από αυτό που συνέβη όταν ο Bear Stearns κατέρρευσε, καθώς οι Big Banks προσπάθησαν ξανά, αλλά αρνήθηκαν να σώσουν την Bear το 2008.
Τώρα συμφώνησαν να εισφέρουν 30 δισεκατομμύρια δολάρια υπό τη μορφή ακάλυπτων καταθέσεων στη First Republic, στηρίζοντας αποτελεσματική την κεφαλαιακή της διάρθρωση.
Η επόμενη όμως ερώτηση είναι η εξής: Γιατί οι τράπεζες συμφώνησαν σε αυτό;
Είχαν μήπως κάποια ευθύνη που τράπεζες όπως η SIVB και η SBNY κατέρρευσαν.
Δεν ξέρουμε, αλλά η Wall Street δεν φημίζεται ως καλή Σαμαρείτισσα, και αν είχαν την επιλογή, οι τράπεζες θα περίμεναν μέχρι την πτώχευση για να «υφαρπάξουν» περιουσιακά στοιχεία για σεντ στο δολάριο.
Πάντως, όπως θα περίμενε κανείς, τα στελέχη της First Republic είναι ανακουφισμένα και εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους:
«Θα θέλαμε να μοιραστούμε τη βαθιά εκτίμησή μας για τις Bank of America, Citigroup, JPMorgan Chase, Wells Fargo, Goldman Sachs, Morgan Stanley, Bank of New York Mellon, PNC Bank, State Street, Truist και U.S. Bank.
Η συλλογική τους υποστήριξη ενισχύει τη θέση ρευστότητάς μας, αντανακλά τη συνεχή ποιότητα της επιχείρησής μας και αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης για την First Republic και ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ».
Στον απόηχο των παραπάνω, αν μη τι άλλο, θετικών εξελίξεων η μετοχή της περιφερειακής τράπεζας έγραψε κέρδη 10%... στα 34,27 δολ.
Fed put…
Επισημαίνεται πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έλαβαν δισεκατομμύρια σε βραχυπρόθεσμα δάνεια αυτή την εβδομάδα, καθώς ο κλάδος αντιμετωπίζει μια σοβαρή κρίση εμπιστοσύνης και ρευστότητας, ανέφερε την Πέμπτη η κεντρική τράπεζα.
Χρησιμοποιώντας εργαλεία της, οι τράπεζες που αναζητούσαν εισροές μετρητών δανείστηκαν 11,9 δισεκατομμύρια δολάρια από το Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης (BTFP).
Στο πλαίσιο αυτής της διευκόλυνσης, οι τράπεζες μπορούν να λαμβάνουν μονοετή δάνεια με ευνοϊκούς όρους, με αντάλλαγμα εξασφαλίσεις υψηλής ποιότητας.
Οι περισσότερες τράπεζες ακολούθησαν τον πιο παραδοσιακό δρόμο, χρησιμοποιώντας το discount window της Fed, με ελαφρώς λιγότερο ευνοϊκούς όρους, με τον δανεισμό να αυξάνεται κατά 148,2 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο αυτή την εβδομάδα.
Το discount window παρέχει δάνεια έως και 90 ημερών, ενώ η διάρκεια του BTFP είναι για ένα έτος.
Οι πιο αδύναμοι κρίκοι ραγίζουν και σπάνε
Στο μεταξύ, οι μετοχές της Credit Suisse σημείωναν άνοδο την Πέμπτη, ανακάμπτοντας από το νέο ιστορικό χαμηλό, το οποίο «άγγιξαν» άμα τη ανακοινώσει πως ο βασικός μέτοχος δεν πρόκειται να εισφέρει νέα κεφάλαια.
Θετικά επέδρασε η ανακοίνωσε της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας πως σκοπεύει να ενισχύσει με ρευστότητα το υπό πίεση χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Ειδικότερα, όπως έγινε γνωστό, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας θα δανειστεί έως και 50 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα (53,68 δισεκατομμύρια δολάρια) από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, γεγονός το οποίο παρείχε ανακούφιση στους επενδυτές.
Υπενθυμίζεται πως η απότομη απώλεια εμπιστοσύνης στην Credit Suisse, απότοκο του φόβου για την υγεία του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, έκανε πολλούς να αμφισβητήσουν την «πραγματική» αξία της τιμής της μετοχής της Credit Suisse.
«Πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εξετάσουμε τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου [και] το συνολικό ρυθμιστικό τοπίο» δήλωσε ο Beat Wittmann, πρόεδρος της ελβετικής Porta Advisors, στο «Squawk Box Europe» του CNBC την Πέμπτη.
«Πιστεύω ότι η ηγεσία της τράπεζας πρέπει να χρησιμοποιήσει το σωσίβιο που της δόθηκε για να αναθεωρήσει το σχέδιό της, διότι προφανώς οι κεφαλαιαγορές δεν το αξιολογούν θετικά, όπως είδαμε από τις επιδόσεις της τιμής των μετοχών και τα credit default swaps πρόσφατα» πρόσθεσε.
Ερωτηθείς για την απότομη πτώση της Credit Suisse, η οποία έπεσε κάτω από τα 2 ελβετικά φράγκα για πρώτη φορά την Τετάρτη, ο Wittmann είπε ότι ο «βίαιος» κύκλος νομισματικής σύσφιξης των μεγάλων κεντρικών τραπεζών τους τελευταίους μήνες σήμαινε ότι εταιρείες ευάλωτες σε κραδασμούς θα αρχίσουν να «υποφέρουν».
«Οι πιο αδύναμοι κρίκοι ραγίζουν και σπάνε.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει, και αυτό ήταν απολύτως προβλέψιμο.
Έτσι, τώρα είναι πραγματικά καιρός για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα στο σύστημα, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, είτε είναι στην Ελβετία είτε κάπου αλλού» είπε ο Wittmann.
Ερωτηθείς για το τι θα συμβούλευε τους επενδυτές, είπε: «Η ανοδική δυναμική του πληθωρισμού και των επιτοκίων υποχωρεί ξεκάθαρα, επομένως πιστεύω ότι υπάρχει ένα πολύ υγιές υπόβαθρο στις κεφαλαιαγορές.
Αλλά θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα να εμμείνετε σε εταιρείες υψηλής ποιότητας - αυτό σημαίνει ισχυρή διαχείριση, ισχυρούς ισολογισμούς, ισχυρή πρόταση αξίας.
Και τώρα μπορείτε να τις αγοράσετε σε ελκυστικές αποτιμήσεις» πρόσθεσε ο Wittmann.
«Υλικές αδυναμίες»
Ακόμη και πριν από την κατάρρευση δύο αμερικανικών τραπεζών την περασμένη εβδομάδα, η Credit Suisse αντιμετώπιζε προβλήματα – κατηγορίες για ξέπλυμα χρήματος και καταγγελίες για κατασκοπεία.
Η έκθεση αποτελεσμάτων που είχε δημοσιευτεί εντόπιζε ουσιώδεις αδυναμίες.
Η υποστήριξη που παρείχαν η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας και η Finma ήταν θετικό γεγονός, δήλωσε την Πέμπτη σε ερευνητικό σημείωμα η Anke Reingen, αναλυτής της RBC Capital Markets.
«Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης είναι το κλειδί για τις μετοχές της Credit Suisse.
Τα μέτρα που ελήφθησαν θα παρασχουν κάποια άνεση για να μην υπάρξει διάχυση στον τομέα, αλλά η κατάσταση παραμένει αβέβαιη» πρόσθεσε.
Αναλυτές της UBS, εν τω μεταξύ, δήλωσαν ότι οι μετέχοντες στην αγορά «αγωνίζονται με τρία αλληλένδετα αλλά διαφορετικά ζητήματα: τη φερεγγυότητα των τραπεζών, τη ρευστότητα των τραπεζών και την κερδοφορία των τραπεζών».
«Εν ολίγοις, πιστεύουμε ότι οι φόβοι φερεγγυότητας των τραπεζών είναι υπερβολικοί και οι περισσότερες τράπεζες διατηρούν ισχυρές θέσεις ρευστότητας», συμπλήρωσαν.
Turnaround story;
Για τον Dan Scott, επικεφαλής διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην ελβετική Vontobel, δεν είναι όλα τα νέα άσχημα.
«Θα έλεγα ότι συγκεκριμένα η Credit Suisse εξακολουθεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο, έχει μισό τρισεκατομμύριο περιουσιακά στοιχεία και σίγουρα αυτό θα μπορούσε να σημάνει μια μεγάλη ιστορία ανάκαμψης», είπε στο «Squawk Box Europe».
«Όταν τα επιτόκια ανεβαίνουν τόσο γρήγορα, ορισμένα επιχειρηματικά μοντέλα αμφισβητούνται και δεν νομίζω ότι αμφισβητείται ένα επιχειρηματικό μοντέλο διαχείρισης πλούτου.
Νομίζω ότι πολύ περισσότερο και γιατί το είδαμε στη Silicon Valley Bank, θα αμφισβητηθούν οι ιδιωτικές αγορές» πρόσθεσε ο Scott.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών