Αιχμές για την τοποθέτηση συνταξιοδοτημένων δικαστικών σε κρατικές θέσεις και Ανεξάρτητες Αρχές
O Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών σε ανακοίνωσή του απαντά στις θέσεις που διατύπωσε η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τα ελλείμματα του κράτους δικαίου στην χώρα μας, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αναλυτικότερα, τον περασμένο Φεβρουάριο η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (πρακτικό 2 /2024) χαρακτήρισε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην χώρα μας σε ό,τι αφορά τη Δικαιοσύνη, ως ανεπίτρεπτη και ευθεία παρέμβαση στο έργο των ελληνικών δικαστηρίων, σε σωρεία υποθέσεων που είναι δικαστικά εκκρεμείς, επικαλούμενο μάλιστα αναπόδεικτες και ατεκμηρίωτες αιτιάσεις.
Η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με πλειοψηφία 49 και 13 κατά, αποφάσισε ότι τα αναφερόμενα στο επίμαχο ψήφισμα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων, αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η μειοψηφία των 13 αρεοπαγιτών είχε τη γνώμη ότι το θέμα είναι πολιτικής φύσεως και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Σε ανακοίνωσή του, ο ΔΣΑ απαντά στον Αρειο Πάγο, η οποία αναφέρει τα εξής:
Η δικαστική ανεξαρτησία δεν αποτελεί δικαστικό προνόμιο, αλλά εγγύηση υπέρ των πολιτών και πυλώνα του Κράτους Δικαίου. Η συνταγματική πρόβλεψη του διορισμού της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία δημιουργεί εύλογους δικαιοπολιτικούς προβληματισμούς, καθώς δίνει την αίσθηση δημιουργίας σχέσης εξάρτησης ανάμεσα στις δύο εξουσίες και έτσι δημιουργεί σκιές στην εντύπωση της κοινωνίας για την πραγματική ισχύ της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια θέση του δικηγορικού σώματος, η αδικαιολόγητη σύμφυση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας μέσω του πρόσφατα εκδηλωθέντος φαινομένου αθρόας τοποθέτησης σε υψηλά αμειβόμενες θέσεις του Δημόσιου χώρου και των Ανεξάρτητων Αρχών αφυπηρετούντων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, υπονομεύει de facto και απροκάλυπτα τη δικαστική ανεξαρτησία. Κατ’ αρχάς, οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν και πρέπει να κρίνονται ως προς την επάρκεια και την τεκμηρίωσή τους.
Εξίσου θεμιτή είναι και η κριτική, πολλώ δε μάλλον όταν εκφράζεται από θεσμικά όργανα, που εστιάζει στο οργανωτικό πλαίσιο και στους συστημικούς όρους απονομής της Δικαιοσύνης (αναγκαία επιτάχυνση, οργανωτικός εξορθολογισμός, διασφάλιση των απαραίτητων ανθρώπινων και υλικών πόρων κοκ), σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. απόφ. Tavares de Almeida Fernandes and Almeida Fernandes κατά Πορτογαλίας, 29-5-2017, σκ. 63).
Στο πλαίσιο του συστήματος θεσμικών ελέγχων και εξισορροπήσεων σε ενωσιακό επίπεδο (άρθρα 2 & 7 ΣυνθΕΕ) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει όχι μόνον δικαίωμα θεσμικής κριτικής εντός των ορίων που εκτέθηκαν ανωτέρω, αλλά και ειδική αρμοδιότητα για τη λειτουργία του Κράτους Δικαίου και την ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, υπό τον αυτονόητο όρο ότι δεν θίγεται η δικαστική ανεξαρτησία, με υποδείξεις και παρεμβάσεις επί της ουσίας των υποθέσεων που έχουν αχθεί και εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024 σχετικά με το Κράτος Δικαίου και την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα εστιάζει ιδίως σε θεσμικές αδυναμίες της Ελληνικής Δικαιοσύνης (καθυστερήσεις, θεσμική εξάρτηση από την Κυβέρνηση, λόγω της επιλογής της ηγεσίας από αυτήν κλπ), ενώ, όπου γίνεται μνεία συγκεκριμένων υποθέσεων, η κριτική εντοπίζεται σε αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και στην στασιμότητα των δικαστικών ερευνών, που συντείνουν στη διολίσθηση του Κράτους Δικαίου.
Εντύπωση προκαλεί δε, ο πρωτοφανής τρόπος αντίδρασης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία εξέδωσε απόφαση, για να «απαντήσει» στο Ψήφισμα του Ε.Κ., προβαίνοντας σε εξαιρετικά διευρυμένη ερμηνεία των αρμοδιοτήτων της και επιδεικνύοντας έναν παράδοξο και επιλεκτικό δικαστικό ακτιβισμό.
Μάλιστα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Πολιτικό Δικαστήριο έσπευσε να εκδώσει σχετικό Δελτίο Τύπου πριν καν την δημοσίευση του σκεπτικού της απόφασης, την ώρα που τέτοια σπουδή ουδέποτε έχει επιδείξει μέχρι σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο σε ζητήματα που πράγματι ανήκουν στην δικαιοδοτική αρμοδιότητά του εξαιρουμένης της πολύκροτης πρόσφατης υπόθεσης των Τραπεζών / Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων.
Το δικηγορικό σώμα θα ανέμενε από την ηγεσία της Ελληνικής Δικαιοσύνης να επιδείξει τα αναγκαία θεσμικά αντανακλαστικά για την υπέρβαση των αδυναμιών, όπου αυτές πράγματι εντοπίζονται, και να λάβει επιβεβλημένα μέτρα ώστε η ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης να μην μένει γράμμα κενό και να μην αποφλοιώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών.
Το Κράτος Δικαίου δεν υπηρετείται με αξιωματικού τύπου διακηρύξεις ότι δεν αυτό δεν πάσχει.
Υπηρετείται με διαρκή εγρήγορση και ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβαση των παθογενειών, όπου και αν εντοπίζονται και όχι με επικοινωνιακού τύπου κινήσεις, που προφανώς φιλοδοξούν να μείνει η Δικαιοσύνη στο απυρόβλητο έναντι πάσης κριτικής.
Ο Δ.Σ.Α. πιστός στο θεσμικό του ρόλο επαναλαμβάνει την ακλόνητη τοποθέτησή του ότι θα συμβάλλει με κάθε πρόσφορο τρόπο, ασκώντας θεμιτή κριτική και αναλαμβάνοντας όποτε απαιτείται ενεργό δράση, για την διασφάλιση και προαγωγή του Κράτους Δικαίου, των δημοκρατικών ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Υπέρ ψήφισαν: ο Πρόεδρος κ. Δημήτριος Βερβεσός, ο Αντιπρόεδρος κ. Αλέξανδρος Μαντζούτσος, ο Αντιπρόεδρος κ. Ανδρέας Κουτσόλαμπρος, ο Γεν. Γραμματέας κ. Χρήστος Κακλαμάνης, ο Ταμίας κ. Κωνσταντίνος Καρέτσος, και οι Σύμβουλοι κ.κ. Ιωάννης Αβαρκιώτης, Ευστάθιος Αναλυτής, Ευάγγελος Αυγουλάς, Γεώργιος Βλάχος, Φώτιος Γιαννούλας, Μαρινέττα Γούναρη, Άννα Ζουρνατζή, Μιχαήλ Καλαντζόπουλος, Θωμάς Καμενόπουλος, Ευγενία Κουνιάκη, Δημήτριος Λυρίτσης, Θεόδωρος Μαντάς, Χρυσούλα Μαρινάκη, Χριστίνα Τσαγκλή.
Παρών δήλωσαν: οι Σύμβουλοι κ.κ. Δημήτριος Αναστασόπουλος, Σωτήρης Διαμαντόπουλος, Στυλιανός Λεριός, Ζώης Σταυρόπουλος και ο Σύμβουλος κ. Αντώνης Αντανασιώτης, ο οποίος κατέθεσε αντιπαραθετική πρόταση.
Απών: Ιωάννης Κάπος
www.bankingnews.gr
Αναλυτικότερα, τον περασμένο Φεβρουάριο η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (πρακτικό 2 /2024) χαρακτήρισε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην χώρα μας σε ό,τι αφορά τη Δικαιοσύνη, ως ανεπίτρεπτη και ευθεία παρέμβαση στο έργο των ελληνικών δικαστηρίων, σε σωρεία υποθέσεων που είναι δικαστικά εκκρεμείς, επικαλούμενο μάλιστα αναπόδεικτες και ατεκμηρίωτες αιτιάσεις.
Η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με πλειοψηφία 49 και 13 κατά, αποφάσισε ότι τα αναφερόμενα στο επίμαχο ψήφισμα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων, αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η μειοψηφία των 13 αρεοπαγιτών είχε τη γνώμη ότι το θέμα είναι πολιτικής φύσεως και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Σε ανακοίνωσή του, ο ΔΣΑ απαντά στον Αρειο Πάγο, η οποία αναφέρει τα εξής:
Η δικαστική ανεξαρτησία δεν αποτελεί δικαστικό προνόμιο, αλλά εγγύηση υπέρ των πολιτών και πυλώνα του Κράτους Δικαίου. Η συνταγματική πρόβλεψη του διορισμού της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία δημιουργεί εύλογους δικαιοπολιτικούς προβληματισμούς, καθώς δίνει την αίσθηση δημιουργίας σχέσης εξάρτησης ανάμεσα στις δύο εξουσίες και έτσι δημιουργεί σκιές στην εντύπωση της κοινωνίας για την πραγματική ισχύ της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια θέση του δικηγορικού σώματος, η αδικαιολόγητη σύμφυση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας μέσω του πρόσφατα εκδηλωθέντος φαινομένου αθρόας τοποθέτησης σε υψηλά αμειβόμενες θέσεις του Δημόσιου χώρου και των Ανεξάρτητων Αρχών αφυπηρετούντων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, υπονομεύει de facto και απροκάλυπτα τη δικαστική ανεξαρτησία. Κατ’ αρχάς, οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν και πρέπει να κρίνονται ως προς την επάρκεια και την τεκμηρίωσή τους.
Εξίσου θεμιτή είναι και η κριτική, πολλώ δε μάλλον όταν εκφράζεται από θεσμικά όργανα, που εστιάζει στο οργανωτικό πλαίσιο και στους συστημικούς όρους απονομής της Δικαιοσύνης (αναγκαία επιτάχυνση, οργανωτικός εξορθολογισμός, διασφάλιση των απαραίτητων ανθρώπινων και υλικών πόρων κοκ), σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. απόφ. Tavares de Almeida Fernandes and Almeida Fernandes κατά Πορτογαλίας, 29-5-2017, σκ. 63).
Στο πλαίσιο του συστήματος θεσμικών ελέγχων και εξισορροπήσεων σε ενωσιακό επίπεδο (άρθρα 2 & 7 ΣυνθΕΕ) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει όχι μόνον δικαίωμα θεσμικής κριτικής εντός των ορίων που εκτέθηκαν ανωτέρω, αλλά και ειδική αρμοδιότητα για τη λειτουργία του Κράτους Δικαίου και την ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, υπό τον αυτονόητο όρο ότι δεν θίγεται η δικαστική ανεξαρτησία, με υποδείξεις και παρεμβάσεις επί της ουσίας των υποθέσεων που έχουν αχθεί και εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024 σχετικά με το Κράτος Δικαίου και την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα εστιάζει ιδίως σε θεσμικές αδυναμίες της Ελληνικής Δικαιοσύνης (καθυστερήσεις, θεσμική εξάρτηση από την Κυβέρνηση, λόγω της επιλογής της ηγεσίας από αυτήν κλπ), ενώ, όπου γίνεται μνεία συγκεκριμένων υποθέσεων, η κριτική εντοπίζεται σε αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και στην στασιμότητα των δικαστικών ερευνών, που συντείνουν στη διολίσθηση του Κράτους Δικαίου.
Εντύπωση προκαλεί δε, ο πρωτοφανής τρόπος αντίδρασης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία εξέδωσε απόφαση, για να «απαντήσει» στο Ψήφισμα του Ε.Κ., προβαίνοντας σε εξαιρετικά διευρυμένη ερμηνεία των αρμοδιοτήτων της και επιδεικνύοντας έναν παράδοξο και επιλεκτικό δικαστικό ακτιβισμό.
Μάλιστα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Πολιτικό Δικαστήριο έσπευσε να εκδώσει σχετικό Δελτίο Τύπου πριν καν την δημοσίευση του σκεπτικού της απόφασης, την ώρα που τέτοια σπουδή ουδέποτε έχει επιδείξει μέχρι σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο σε ζητήματα που πράγματι ανήκουν στην δικαιοδοτική αρμοδιότητά του εξαιρουμένης της πολύκροτης πρόσφατης υπόθεσης των Τραπεζών / Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων.
Το δικηγορικό σώμα θα ανέμενε από την ηγεσία της Ελληνικής Δικαιοσύνης να επιδείξει τα αναγκαία θεσμικά αντανακλαστικά για την υπέρβαση των αδυναμιών, όπου αυτές πράγματι εντοπίζονται, και να λάβει επιβεβλημένα μέτρα ώστε η ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης να μην μένει γράμμα κενό και να μην αποφλοιώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών.
Το Κράτος Δικαίου δεν υπηρετείται με αξιωματικού τύπου διακηρύξεις ότι δεν αυτό δεν πάσχει.
Υπηρετείται με διαρκή εγρήγορση και ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβαση των παθογενειών, όπου και αν εντοπίζονται και όχι με επικοινωνιακού τύπου κινήσεις, που προφανώς φιλοδοξούν να μείνει η Δικαιοσύνη στο απυρόβλητο έναντι πάσης κριτικής.
Ο Δ.Σ.Α. πιστός στο θεσμικό του ρόλο επαναλαμβάνει την ακλόνητη τοποθέτησή του ότι θα συμβάλλει με κάθε πρόσφορο τρόπο, ασκώντας θεμιτή κριτική και αναλαμβάνοντας όποτε απαιτείται ενεργό δράση, για την διασφάλιση και προαγωγή του Κράτους Δικαίου, των δημοκρατικών ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Υπέρ ψήφισαν: ο Πρόεδρος κ. Δημήτριος Βερβεσός, ο Αντιπρόεδρος κ. Αλέξανδρος Μαντζούτσος, ο Αντιπρόεδρος κ. Ανδρέας Κουτσόλαμπρος, ο Γεν. Γραμματέας κ. Χρήστος Κακλαμάνης, ο Ταμίας κ. Κωνσταντίνος Καρέτσος, και οι Σύμβουλοι κ.κ. Ιωάννης Αβαρκιώτης, Ευστάθιος Αναλυτής, Ευάγγελος Αυγουλάς, Γεώργιος Βλάχος, Φώτιος Γιαννούλας, Μαρινέττα Γούναρη, Άννα Ζουρνατζή, Μιχαήλ Καλαντζόπουλος, Θωμάς Καμενόπουλος, Ευγενία Κουνιάκη, Δημήτριος Λυρίτσης, Θεόδωρος Μαντάς, Χρυσούλα Μαρινάκη, Χριστίνα Τσαγκλή.
Παρών δήλωσαν: οι Σύμβουλοι κ.κ. Δημήτριος Αναστασόπουλος, Σωτήρης Διαμαντόπουλος, Στυλιανός Λεριός, Ζώης Σταυρόπουλος και ο Σύμβουλος κ. Αντώνης Αντανασιώτης, ο οποίος κατέθεσε αντιπαραθετική πρόταση.
Απών: Ιωάννης Κάπος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών