Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαβεβαιώνει ότι οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί ασκούν τα καθήκοντά τους με απόλυτη ευσυνειδησία, κατά το χειρισμό κάθε υπόθεσης ενεργούν σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους, με βάση το αποδεικτικό υλικό, και δεν χειραγωγούνται, ούτε επηρεάζονται από ευθείες ή έμμεσες απειλές και πιέσεις
Σε ανακοίνωση την οποία εξέδωσε σήμερα (31/7), η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, αναφέρεται στη θύελλα αντιδράσεων ξέσπασε επειδή η υπόθεση για τις υποκλοπές μπήκε στο αρχείο.
«Με αφορμή δηλώσεις πολιτικών προσώπων και δημοσιεύματα, που με τρόπο απαξιωτικό στρέφονται κατά Εισαγγελικών Λειτουργών για τις δικονομικές τους ενέργειες και την επί της ουσίας κρίση τους, σε εξαιρετικής φύσης και μείζονος σημασίας υπόθεση, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος τονίζει ότι η θεμιτή κριτική των δικαστικών αποφάσεων και εισαγγελικών κρίσεων είναι επιβεβλημένη, πρέπει όμως αυτή να γίνεται κατά τρόπο που δεν υπερβαίνει κάθε μέτρο ευπρεπούς εκφοράς δημόσιου λόγου, με σεβασμό στην προσωπικότητα και την ανεξαρτησία των Λειτουργών της Δικαιοσύνης και χωρίς να επιδιώκεται, άμεσα ή έμμεσα, η χειραγώγησή τους.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαβεβαιώνει ότι οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί ασκούν τα καθήκοντά τους με απόλυτη ευσυνειδησία, κατά το χειρισμό κάθε υπόθεσης ενεργούν σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους, με βάση το αποδεικτικό υλικό, και δεν χειραγωγούνται, ούτε επηρεάζονται από ευθείες ή έμμεσες απειλές και πιέσεις από οποιαδήποτε πηγή και αν αυτές προέρχονται», αναφέρεται, συγκεκριμένα, στη σημερινή ανακοίνωση την οποία εξέδωσε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος.
Χθες, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, η οποία είχε και την πρωτοβουλία της αναβάθμισης της έρευνας και την ανάθεσή της στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της έρευνας για τις υποκλοπές.
Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση για τις υποκλοπές:
⁃ Από την έρευνα της Δικαιοσύνης δεν προέκυψε σύνδεση της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας (ΕΛ.ΑΣ. ή Αντιτρομοκρατικής) με το κακόβουλο λογισμικό Predator και τις καταγγελλόμενες παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών, κρατικών λειτουργών δημοσιογράφων και λοιπά.
⁃ Η υπόθεση ως προς την ΕΥΠ, άλλες κρατικές υπηρεσίες και φυσικά πρόσωπα που διετέλεσαν σε νευραλγικές θέσεις αρχειοθετείται τόσο από τον αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση, που υπέβαλε πόρισμα 300 σελίδων, όσο και από την ίδια την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που συμφώνησε με το πόρισμα Ζήση.
⁃ Παραπέμπονται σε δίκη για πλημμέλημα, λόγω του νόμου (επιεικέστερου) που είχε ψηφιστεί το 2019 επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερα πρόσωπα, εκπρόσωποι εταιρειών που ενεπλάκησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το κακόβουλο λογισμικό. Πρόκειται για τους τέσσερις που είχαν κληθεί σε ανωμοτί εξηγήσεις ως ύποπτοι, δηλαδή για τους Ιωάννη Λαβράνο, Sara Aleksandra Ηαmu, Tal Jonathan Dilian και Φελίξ Mπίτζιο.
⁃ Η παραπομπή σε δίκη, όπως εξηγείται στην εισαγγελική ανακοίνωση, γίνεται μόνο για πλημμέλημα της παραβίασης τηλεφωνικού απορρήτου, διότι υπερισχύει ο ευμενέστερος νόμος, καθώς πλέον τα αδικήματα αυτού του τύπου είναι κακουργήματα.
Παράλληλα, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση της κυρίας Αδειλίνη, στο πλαίσιο της έρευνας ενεπλάκησαν πέραν της Δικαιοσύνης τρεις ανεξάρτητες αρχές:
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους».
Εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες, «πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ., τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά, δε, περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες».
Από τον αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση υποβλήθηκε πόρισμα 300 σελίδων όπου αναφέρονται αναλυτικά όλες οι ενέργειες. Μεταξύ άλλων, οι πραγματογνωμοσύνες που διενεργήθηκαν, τα αιτήματα δικαστικής συνδρομής που υποβλήθηκαν σε ΗΠΑ και Ελβετία και απαντήθηκαν και λεπτομερής αναφορά για τις ενέργειες της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με άλλες ανεξάρτητες ή κρατικές αρχές.
Τέλος, σημειώνεται ότι για την τότε αρμόδια για την ΕΥΠ εισαγγελέα Βασιλική Βλάχου η πειθαρχική έρευνα που έγινε από τον Αρειο Πάγο κατέληξε σε απαλλαγή της, η οποία και εγκρίθηκε αρμοδίως.
Αναλυτικά η ανακοίνωση για τις υποκλοπές:
1. Oλοκληρώθηκε σήμερα η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών, μετά από (2) δύο περίπου έτη συνολικά, (9) εννέα, δε, μόλις μήνες από την αναβάθμιση της έρευνας, με την ανάθεσή της από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προσωπικά στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, λόγω της μείζονος σημασίας της υπόθεσης και προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής των ερευνωμένων πράξεων. Ο χρόνος εκτιμάται ως ο απολύτως απαραίτητος ενόψει της ασυνήθιστης έκτασης της έρευνας και της σε βάθος διερεύνησης κάθε πτυχής της υπόθεσης.
2. Ενδεικτικά, κατ’ αυτήν εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, και σχεδόν όλοι οι προτεινόμενοι από τους εγκαλούντες-αναφέροντες μάρτυρες, και δη πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ., τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά, δε, περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες.
3. Επελήφθησαν τρεις Ανεξάρτητες Αρχές και δη η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους.
4. Παράλληλα, σε εξέταση μαρτύρων προέβη και η Δ/νση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που διενήργησε έρευνες σε εταιρείες και οικίες υπόπτων, κατά τις οποίες κατασχέθηκαν έγγραφα, φορολογικά στοιχεία και ψηφιακά πειστήρια, τα οποία εξετάστηκαν στη συνέχεια από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών. Διατυπώθηκαν και απαντήθηκαν δύο αιτήματα Δικαστικής Συνδρομής προς τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Διεξήχθη έλεγχος από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης) σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και κατατέθηκε το πόρισμά της. Επίσης λήφθηκαν ανωμοτί εξηγήσεις, υποβλήθηκαν υπομνήματα κ.λπ.
5. Ικανοποιήθηκαν ακόμη όλα τα αιτήματα των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαστικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα αρχεία της ΕΥΠ από δύο πραγματογνώμονες, παρουσία του ως άνω εισαγγελικού λειτουργού. Η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε σε ένα απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 περίπου σελίδων, που ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην Εισαγγελέα, η οποία συμφώνησε τόσο με το νομικό όσο και με το ουσιαστικό περιεχόμενό του.
6. Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας, και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛ.ΑΣ. (υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού.
7. Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (βλ. την απόφαση της 16/2/2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην υπόθεση C-349/21). Σημειώνεται εξάλλου ότι για την ανωτέρω Εισαγγελέα της ΕΥΠ, μετά τη διενεργηθείσα σχετικά πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα, με το οποίο συμφώνησε, θέτοντας την υπόθεση στο αρχείο, και η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων.
8. Περαιτέρω προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.λπ. Οι πράξεις όμως αυτές, λόγω της επί το επιεικέστερο τροποποίησής τους το 2019, με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και παρά το γεγονός ότι υπό το προγενέστερο, αλλά και το σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ και άρθρο 10 του ν. 5002/9-12-2022, που τροποποίησε το νέο ΠΚ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ), ενόψει και του χρόνου τέλεσης αυτών, που αφορά τα έτη 2020 και 2021.
9. Οι απαιτούμενες αυτές στο παρόν στάδιο «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά των ως άνω ιδιωτών, οι οποίες ερείδονται κυρίως στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.ά., πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων «στόχων» και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής ή όχι.
10. Τέλος, επισημαίνεται ότι σε καμία άλλη χώρα δεν διεξήχθη τόσο ενδελεχής (Δικαστική) έρευνα –με τη συμμετοχή μάλιστα και τριών Aνεξαρτήτων Αρχών– για παρόμοια υπόθεση, στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι ανάλογες έρευνες κατέληξαν σε επιβολή απλών κυρώσεων και δη προστίμων σε βάρος των ανωτέρω εμπλεκομένων εταιρειών.
www.bankingnews.gr
«Με αφορμή δηλώσεις πολιτικών προσώπων και δημοσιεύματα, που με τρόπο απαξιωτικό στρέφονται κατά Εισαγγελικών Λειτουργών για τις δικονομικές τους ενέργειες και την επί της ουσίας κρίση τους, σε εξαιρετικής φύσης και μείζονος σημασίας υπόθεση, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος τονίζει ότι η θεμιτή κριτική των δικαστικών αποφάσεων και εισαγγελικών κρίσεων είναι επιβεβλημένη, πρέπει όμως αυτή να γίνεται κατά τρόπο που δεν υπερβαίνει κάθε μέτρο ευπρεπούς εκφοράς δημόσιου λόγου, με σεβασμό στην προσωπικότητα και την ανεξαρτησία των Λειτουργών της Δικαιοσύνης και χωρίς να επιδιώκεται, άμεσα ή έμμεσα, η χειραγώγησή τους.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαβεβαιώνει ότι οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί ασκούν τα καθήκοντά τους με απόλυτη ευσυνειδησία, κατά το χειρισμό κάθε υπόθεσης ενεργούν σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους, με βάση το αποδεικτικό υλικό, και δεν χειραγωγούνται, ούτε επηρεάζονται από ευθείες ή έμμεσες απειλές και πιέσεις από οποιαδήποτε πηγή και αν αυτές προέρχονται», αναφέρεται, συγκεκριμένα, στη σημερινή ανακοίνωση την οποία εξέδωσε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος.
Χθες, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, η οποία είχε και την πρωτοβουλία της αναβάθμισης της έρευνας και την ανάθεσή της στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της έρευνας για τις υποκλοπές.
Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση για τις υποκλοπές:
⁃ Από την έρευνα της Δικαιοσύνης δεν προέκυψε σύνδεση της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας (ΕΛ.ΑΣ. ή Αντιτρομοκρατικής) με το κακόβουλο λογισμικό Predator και τις καταγγελλόμενες παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών, κρατικών λειτουργών δημοσιογράφων και λοιπά.
⁃ Η υπόθεση ως προς την ΕΥΠ, άλλες κρατικές υπηρεσίες και φυσικά πρόσωπα που διετέλεσαν σε νευραλγικές θέσεις αρχειοθετείται τόσο από τον αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση, που υπέβαλε πόρισμα 300 σελίδων, όσο και από την ίδια την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που συμφώνησε με το πόρισμα Ζήση.
⁃ Παραπέμπονται σε δίκη για πλημμέλημα, λόγω του νόμου (επιεικέστερου) που είχε ψηφιστεί το 2019 επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερα πρόσωπα, εκπρόσωποι εταιρειών που ενεπλάκησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το κακόβουλο λογισμικό. Πρόκειται για τους τέσσερις που είχαν κληθεί σε ανωμοτί εξηγήσεις ως ύποπτοι, δηλαδή για τους Ιωάννη Λαβράνο, Sara Aleksandra Ηαmu, Tal Jonathan Dilian και Φελίξ Mπίτζιο.
⁃ Η παραπομπή σε δίκη, όπως εξηγείται στην εισαγγελική ανακοίνωση, γίνεται μόνο για πλημμέλημα της παραβίασης τηλεφωνικού απορρήτου, διότι υπερισχύει ο ευμενέστερος νόμος, καθώς πλέον τα αδικήματα αυτού του τύπου είναι κακουργήματα.
Παράλληλα, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση της κυρίας Αδειλίνη, στο πλαίσιο της έρευνας ενεπλάκησαν πέραν της Δικαιοσύνης τρεις ανεξάρτητες αρχές:
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους».
Εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες, «πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ., τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά, δε, περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες».
Από τον αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση υποβλήθηκε πόρισμα 300 σελίδων όπου αναφέρονται αναλυτικά όλες οι ενέργειες. Μεταξύ άλλων, οι πραγματογνωμοσύνες που διενεργήθηκαν, τα αιτήματα δικαστικής συνδρομής που υποβλήθηκαν σε ΗΠΑ και Ελβετία και απαντήθηκαν και λεπτομερής αναφορά για τις ενέργειες της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με άλλες ανεξάρτητες ή κρατικές αρχές.
Τέλος, σημειώνεται ότι για την τότε αρμόδια για την ΕΥΠ εισαγγελέα Βασιλική Βλάχου η πειθαρχική έρευνα που έγινε από τον Αρειο Πάγο κατέληξε σε απαλλαγή της, η οποία και εγκρίθηκε αρμοδίως.
Αναλυτικά η ανακοίνωση για τις υποκλοπές:
1. Oλοκληρώθηκε σήμερα η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών, μετά από (2) δύο περίπου έτη συνολικά, (9) εννέα, δε, μόλις μήνες από την αναβάθμιση της έρευνας, με την ανάθεσή της από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προσωπικά στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, λόγω της μείζονος σημασίας της υπόθεσης και προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής των ερευνωμένων πράξεων. Ο χρόνος εκτιμάται ως ο απολύτως απαραίτητος ενόψει της ασυνήθιστης έκτασης της έρευνας και της σε βάθος διερεύνησης κάθε πτυχής της υπόθεσης.
2. Ενδεικτικά, κατ’ αυτήν εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, και σχεδόν όλοι οι προτεινόμενοι από τους εγκαλούντες-αναφέροντες μάρτυρες, και δη πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ., τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά, δε, περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες.
3. Επελήφθησαν τρεις Ανεξάρτητες Αρχές και δη η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους.
4. Παράλληλα, σε εξέταση μαρτύρων προέβη και η Δ/νση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που διενήργησε έρευνες σε εταιρείες και οικίες υπόπτων, κατά τις οποίες κατασχέθηκαν έγγραφα, φορολογικά στοιχεία και ψηφιακά πειστήρια, τα οποία εξετάστηκαν στη συνέχεια από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών. Διατυπώθηκαν και απαντήθηκαν δύο αιτήματα Δικαστικής Συνδρομής προς τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Διεξήχθη έλεγχος από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης) σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και κατατέθηκε το πόρισμά της. Επίσης λήφθηκαν ανωμοτί εξηγήσεις, υποβλήθηκαν υπομνήματα κ.λπ.
5. Ικανοποιήθηκαν ακόμη όλα τα αιτήματα των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαστικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα αρχεία της ΕΥΠ από δύο πραγματογνώμονες, παρουσία του ως άνω εισαγγελικού λειτουργού. Η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε σε ένα απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 περίπου σελίδων, που ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην Εισαγγελέα, η οποία συμφώνησε τόσο με το νομικό όσο και με το ουσιαστικό περιεχόμενό του.
6. Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας, και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛ.ΑΣ. (υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού.
7. Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (βλ. την απόφαση της 16/2/2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην υπόθεση C-349/21). Σημειώνεται εξάλλου ότι για την ανωτέρω Εισαγγελέα της ΕΥΠ, μετά τη διενεργηθείσα σχετικά πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα, με το οποίο συμφώνησε, θέτοντας την υπόθεση στο αρχείο, και η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων.
8. Περαιτέρω προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.λπ. Οι πράξεις όμως αυτές, λόγω της επί το επιεικέστερο τροποποίησής τους το 2019, με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και παρά το γεγονός ότι υπό το προγενέστερο, αλλά και το σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ και άρθρο 10 του ν. 5002/9-12-2022, που τροποποίησε το νέο ΠΚ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ), ενόψει και του χρόνου τέλεσης αυτών, που αφορά τα έτη 2020 και 2021.
9. Οι απαιτούμενες αυτές στο παρόν στάδιο «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά των ως άνω ιδιωτών, οι οποίες ερείδονται κυρίως στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.ά., πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων «στόχων» και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής ή όχι.
10. Τέλος, επισημαίνεται ότι σε καμία άλλη χώρα δεν διεξήχθη τόσο ενδελεχής (Δικαστική) έρευνα –με τη συμμετοχή μάλιστα και τριών Aνεξαρτήτων Αρχών– για παρόμοια υπόθεση, στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι ανάλογες έρευνες κατέληξαν σε επιβολή απλών κυρώσεων και δη προστίμων σε βάρος των ανωτέρω εμπλεκομένων εταιρειών.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών