Γράφει ο Νίκος Μάλαμας, Υπόψήφιος Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., Αρχισυντάκτης του Περιοδικού «Νομικός Παλμός» και Δικηγόρος Αθηνών
Τα ανωτέρω δύο στοιχεία συνδυάζονται, ακόμα, και με τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υπέστη απώλειες άνω των 11 μονάδων σε σχέση με τις εκλογές του 2019.
Τόσο μεγάλη πτώση σε ποσοστά Αξιωματικής Αντιπολίτευσης μπορεί να αναζητηθεί ιστορικά μόνο στην περίπτωση του Κέντρου το 1977, το οποίο έχασε και τη δεύτερη θέση λόγω του διπλασιασμού των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ.
Στις πρόσφατες εκλογές δεν ετέθη τέτοιο ζήτημα για το ΣΥΡΙΖΑ σε πανελλαδικό επίπεδο, αλλά η άνοδος του ΠΑΣΟΚ τού στέρησε τη δεύτερη θέση σε 6 εκλογικές περιφέρειες.Εάν μάς έλεγε κάποιος το Σάββατο ότι αυτή θα ήταν η εικόνα της Κυριακής, θα λέγαμε πως θα επρόκειτο μάλλον για πολιτική επιστημονική φαντασία. Αλλά δεν ήταν…
Σε αυτό ίσως να συνέβαλε και το εκλογικό σύστημα της -σχεδόν- απλής αναλογικής το οποίο ψηφίστηκε επί κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα το 2016.
Τελικά, φαίνεται πως δε δυσκόλεψε ιδιαίτερα το σχηματισμό κυβέρνησης για το πρώτο κόμμα ούτε άφησε πολλά περιθώρια αναζήτησης συγκλίσεων και συνεργασιών.
Οι πολίτες ψήφισαν εν πολλοίς ωσάν το εκλογικό σύστημα να ήταν ενισχυμένη αναλογική και να ήθελαν να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Και αυτό ήταν το καθαρό σχέδιο και ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας, που αναμένεται να υλοποιηθεί, κατά πάσα πιθανότητα, με τις δεύτερες εκλογές.
Αντίθετα, φαίνεται πως οι ψηφοφόροι έκριναν τον προεκλογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ ως θολό, αφού ακούστηκαν όχι μόνο από τον Πρόεδρο του κόμματος αλλά και από στελέχη σενάρια που κυμαίνονταν από κυβέρνηση με τη συμμετοχή ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 μέχρι κυβέρνηση με ανοχή από κόμματα της αντιπολίτευσης και από κυβέρνηση ηττημένων μέχρι κυβέρνηση ειδικού σκοπού.
Φαίνεται πως αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε δυνατό του χαρτί ήταν τελικά ωρολογιακή βόμβα που έσκασε στα χέρια του.
Οι εκλογές αυτές προκαλούν μια αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα.
Πλέον, η διαφορά μεταξύ δεύτερου και τρίτου κόμματος δεν είναι χαώδης.Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ σημειώθηκε όταν πάνω από τη χώρα κρεμόταν η δαμόκλειος σπάθη του Μνημονίου και υπήρχε αντίστοιχα ένα αντι-μνημονιακό κύμα. Ακόμα και το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το αφήγημα ότι έβγαλε την Ελλάδα από τα Μνημόνια όπου την έβαλαν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, όμως, το θέμα αυτό δεν πρωτοστατεί. Έτσι, μοιάζει σαν να έχει ξεφουσκώσει ο βασικός λόγος που δημιούργησε το μεγάλο ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά.
Τούτου δοθέντος, οι προβολείς ενόψει των εκλογών της 25ης Ιουνίου θα στραφούν περισσότερο στον αγώνα που θα δοθεί μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Η μεν Αξιωματική Αντιπολίτευση θα επιχειρήσει να αυξήσει την πολύ χαμηλή συσπείρωσή της, έχοντας ήδη αρχίσει να αρθρώνει ως αφήγημα ότι πρέπει να ενισχυθεί επαρκώς προκειμένου να είναι αποτελεί ικανό αντίβαρο απέναντι σε έναν «παντοδύναμο ηγεμόνα Πρωθυπουργό», όπως χαρακτηρίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το δε ΠΑΣΟΚ έχει λόγο να ελπίζει ότι ο αέρας που πήρε την 21η Μαΐου θα δυναμώσει και θα φουσκώσει και άλλο τα πανιά του. Ας μην ξεχνάμε ότι στην πολιτική υπάρχει και αυτό που ονομάζουμε «ρεύμα». Εν προκειμένω, υπάρχει πιθανότητα πάλαι ποτέ ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει το κόμμα και συνταχθεί με το ΣΥΡΙΖΑ, να επιστρέψουν, βλέποντας την ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ υπό το νέο του Αρχηγό και την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον «κουρασμένο» Αλέξη Τσίπρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να πιεστεί έτι περαιτέρω και εξ αριστερών. Δηλαδή, στις εκλογές της 21ης Μαΐου υπήρχαν αριστεροί ψηφοφόροι οι οποίοι μπορεί να στήριξαν την Αξιωματική Αντιπολίτευση απλώς ως αντίπαλον δέος της νεοφιλελεύθερης δεξιάς παράταξης, όπως χαρακτηρίζουν τη Νέα Δημοκρατία. Αυτοί, όμως, κρίνοντας ως αβυσσαλέα τη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, ενδέχεται να θεωρήσουν «χαμένη ψήφο» αυτήν προς το ΣΥΡΙΖΑ και αντ’ αυτού να επιλέξουν, για παράδειγμα, να ενισχύουν την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου δίνοντάς της την ευκαιρία, που για μια ανάσα έχασε, να πετύχει την είσοδό της στη Βουλή.
Στη μάχη αυτή μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για διατήρηση ή ανατροπή των συσχετισμών, η οποία θα μπορούσε να έχει και τίτλο:
«Ο θάνατός σου, Η ζωή μου», η Νέα Δημοκρατία θα είναι παρατηρητής και προφανώς θα έχει τη δυνατότητα να εστιάσει περισσότερο στην προβολή του προγράμματός της. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι πρέπει να επαναπαυτεί.
Ο μέγιστος κίνδυνος που αντιμετωπίζει ενόψει των νέων εκλογών είναι αυτός της χαλάρωσης, αφού θα έχει να αντιμετωπίσει αφενός μεν τη «βεβαιότητα» των εκλογέων για νέα νίκη της, με βάση την πρόσφατη θριαμβευτική επίδοσή της και το διπλάσιο σκορ από το δεύτερο κόμμα, αφετέρου δε τον καλό καιρό που μπορεί να οδηγήσει ένα μέρος των ψηφοφόρων της στις θάλασσες και όχι στις κάλπες.
Αν αυτό συνδυαστεί και με την πιθανότητα εισόδου στη Βουλή δύο ακόμα μικρών κομμάτων, ενδεχομένως να δυσκολέψει την επίτευξη της αυτοδυναμίας.
Ειδάλλως, εάν όλα πάνε «δεξιά» για τη Νέα Δημοκρατία, μπορεί να παλέψει ακόμα και για την κατάκτηση 180 εδρών στη νέα Βουλή, συνθήκη η οποία θα τής επιτρέψει να εκκινήσει τη διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης από το Νοέμβριο του 2024 και μετά (οπότε συμπληρώνονται 5 χρόνια από την ολοκλήρωση της τελευταίας μεταρρύθμισης του Καταστατικού Χάρτη της χώρας) και να προτείνει ακόμα και μόνη της τα προς τροποποίηση άρθρα από την επόμενη Βουλή. Στη διαδικασία αυτή, αιχμή του δόρατος θα είναι το άρθρο 16 του Συντάγματος προκειμένου να καταστεί πλέον εφικτή και η ίδρυση Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων μη φερόντων την -έως σήμερα υποχρεωτική- μορφή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
Εάν, λοιπόν, έχει εγκριθεί η πρόταση περί συνταγματικής Αναθεώρησης με 180 ψήφους, η εύρεση 151 ψήφων στην επόμενη Βουλή, η οποία αποφασίζει το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων, μοιάζει αρκετά εφικτή, δεδομένης και της διαφαινόμενης κατ΄ αρχήν συμφωνίας και του ΠΑΣΟΚ στο θέμα αυτό…
Ας μην κάνουμε, όμως, τόσο μακρινές υποθέσεις και ας μείνουμε στο σήμερα. Με βάση το επικρατέστερο αυτήν τη στιγμή σενάριο, η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτη με αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Στην επόμενη ημέρα των εκλογών αυτών, η Νέα Δημοκρατία πρέπει να επιδείξει υπευθυνότητα.
Το ότι οι πολίτες, με βάση την εκλογική επίδοση της 21ης Μαΐου, φαίνεται πως θέλουν να τής δώσουν δεύτερη ευκαιρία και εντολή να συνεχίσει με το πρόγραμμα που είχε θέσει δεν πρέπει να ερμηνευθεί αλαζονικά ως λευκή επιταγή, αλλά με ιδιαίτερη ταπεινότητα.
Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας δε σημαίνει ότι οι πολίτες δε βρήκαν λάθη στη διακυβέρνησή της ή ότι πολλοί δεν την ψήφισαν με «βαριά καρδιά».
Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του, εάν θέλει να παραμείνει ο έτερος πόλος εξουσίας, πρέπει να ανασυνταχθεί σε όλα τα επίπεδα. Δεν ξέρω ποια είναι τα ακριβή βήματα που πρέπει να ακολουθήσει. Ξέρω, όμως, ότι πρέπει να κάνει μια γενναία αυτοκριτική και ένα ρεαλιστικό απολογισμό για να συνειδητοποιήσει τα αίτια της πανωλεθρίας. Και επειδή δε νομίζω ότι θα προλάβει μέχρι τις επόμενες εκλογές, ας το κάνει σίγουρα μετά τις δεύτερες. Διότι, εάν δεν έχουμε ολική ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων, οι πολίτες θα έχουν εμπιστευθεί το θεσμικό ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρέπει να τον ασκήσει με σοβαρότητα. Διότι η χώρα δε χρειάζεται μόνο σταθερή κυβέρνηση, όπως διατείνεται η Νέα Δημοκρατία, αλλά και ισχυρή αντιπολίτευση που πατάει γερά στα πόδια της και ελέγχει την εκάστοτε κυβέρνηση.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών