Τελευταία Νέα
Νομικό Βήμα

Τα προϊόντα των σύγχρονων μορφών ψηφιακής μορφής ως αποδεικτικά μέσα στην πολιτική δίκη

Τα προϊόντα των σύγχρονων μορφών ψηφιακής μορφής ως αποδεικτικά μέσα στην πολιτική δίκη
Οτιδήποτε αναρτάται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και καθίσταται δημόσια προσβάσιμο σε όλους (και όχι μόνο στους φίλους του χρήστη), γίνεται δεκτό, ότι δεν υπάγεται πλέον στις διατάξεις περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Lekakou_konstantina_04a_1_7.jpgΕίναι γνωστό πως η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη ψηφιακή επικοινωνία μεταξύ προσώπων σε πραγματικό χρόνο. Για το λόγο αυτό, η διεθνής και η εγχώρια έννομη τάξη καλούνται να προσαρμοστούν στις προκλήσεις της εποχής και στα πρακτικά ζητήματα που αυτές θέτουν στην δικανική πραγματικότητα. Η σημαντικότερη από αυτές δεν είναι άλλη από την ιχνηλάτηση των προϋποθέσεων νομιμότητας, ως προς την αποδεικτική αξιοποίηση μιας πλειάδας μορφών σύγχρονης (τηλ-)επικοινωνίας.
Στα πλαίσια διαμόρφωσης της ανωτέρω δυναμικής, το ελληνικό δίκαιο εκλήθη σε πλείστες περιπτώσεις να κρίνει επί των προϋποθέσεων νόμιμης χρήσης από διαδίκους, επικοινωνιών που αποτυπώνονται σε μηνύματα γραπτού κειμένου (sms), καθώς και σε δημοσιεύσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook, twitter, Instagram κ.ο.κ.).
Επί της αρχής, το δίκαιο απόδειξης ορίζει, ότι τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο διάδικος, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 339 ΚΠολΔ: «Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις».
Στον αντίποδα, ως παράνομα αποδεικτικά μέσα εκλαμβάνονται εκείνα που εμπίπτουν στις διακρίσεις των αποδεικτικών μέσων του αρ. 339 Κ.Πολ.Δ. και ανταποκρίνονται στις δικονομικές προϋποθέσεις των αποδεικτικών κανόνων, των οποίων όμως η κτήση ή η χρησιμοποίηση ή και αμφότερες, προσκρούουν στο Σύνταγμα ή σε κάποιο κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Επί παραδείγματι, προσωπικά δεδομένα που έχουν υποστεί επεξεργασία κατά παράβαση των αρχών του άρθρου 5 του Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή δεν τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 6 και 9 του Κανονισμού και προσκομίζονται ενώπιον δικαστηρίου προς απόδειξη, θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα.
Οτιδήποτε αναρτάται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και καθίσταται δημόσια προσβάσιμο σε όλους (και όχι μόνο στους φίλους του χρήστη), γίνεται δεκτό, ότι δεν υπάγεται πλέον στις διατάξεις περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όμως, οι αναρτήσεις στις οποίες προέβη κάποιος χρήστης στο προφίλ του στο «facebook», ώστε να είναι ορατές μόνο από τους «φίλους» του στο συγκεκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης (βλ. και ΜΠρΘεσσαλ 13748/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν στα πλαίσια της δίκης.
Αναφορικά με τα γραπτά μηνύματα υπηρεσίας κινητής τηλεφωνίας (sms), γίνεται δεκτό ότι αυτά παραδεκτώς προσκομίζονται με επίκληση από τον διάδικο – λήπτη τους, εναντίον του αντίδικου – συνομιλητή του, χωρίς να προσβάλλεται το δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου.
Παρόλα αυτά, η κατά τα ως άνω διάρθρωση των κριτηρίων ελέγχου νομιμότητας στην αξιοποίηση των παραπάνω αποδεικτικών μέσων στην πολιτική δίκη δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα. Τουναντίον, απαντώνται μέχρι σήμερα καίριες τάσεις παρέκκλισης από την ανωτέρω παραδοσιακά κρατούσα ελληνική Νομολογία.
Συγκεκριμένα, φαίνεται τελευταία να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος η άποψη που διακρίνει μεταξύ της παράνομης αποκτήσεως του αποδεικτικού μέσου αφενός, η οποία είναι γεγονός που πραγματώνεται ιδίως στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου και αφετέρου της αποδεικτικής του χρήσεως, που αφορά το δικονομικό δίκαιο, επισημαίνοντας ότι, εφόσον χρησιμοποιείται ένα αποδεικτικό μέσο χωρίς τη συγκατάθεση του θιγέντος, τότε καταφάσκεται προσβολή της προσωπικότητάς του και της αξίας του ανθρώπου, ανεξάρτητα από τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του προφίλ. Η θέση αυτή, προς επίλυση του ζητήματος του απαραδέκτου ή μη ενός παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου, δεν επικαλείται συγκεκριμένες δικονομικές διατάξεις, αλλά ανάγεται ευθέως στο Σύνταγμα (άρθρο 19 Σ).
Αναδεικνύεται λοιπόν η επιτακτική ανάγκη εύρεσης νομικής λύσης με την οριζόντια εφαρμογή ρητών κριτηρίων ελέγχου νομιμότητας, προτού η σύγκρουση μεταξύ του καθήκοντος εξεύρεσης της αλήθειας και των συνταγματικών περιορισμών στην αξιοποίηση δυσεύρετων αποδεικτικών μέσων προκαλέσει σοβαρούς «κραδασμούς» στην, επιθυμητή για όλους, ασφάλεια δικαίου.
logo_Lekkakou_transparent_M_11.png
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης