Στο σημερινό (31/1) Euro Working Group θα συζητηθούν και οι καθυστερήσεις, που εντόπισαν οι δανειστές, στην εφαρμογή 16 ανελαστικών μεταρρυθμίσεων
Σκληρή θα είναι η απάντηση των ευρωπαϊκών θεσμών στην Ελλάδα για το μεγάλο ποσοστό αύξησης 11% στον κατώτατο μισθό, που δεν συμβαδίζει με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αυτό αναμένεται να «εισπράξει» στο σημερινό (31/1) Euro Working Group (EWG) o αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης.
Η πρωτοβουλία που πήρε η Αθήνα σε αυτό το ζήτημα αιφνιδίασε τα κέντρα αποφάσεων στις Βρυξέλλες, με αποτέλεσμα να την βάζει αυτόματα στο «κάδρο» του EWG, μολονότι η χώρα είναι εκτός μνημονίων και η ελληνική πλευρά δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει προηγουμένως την σχετική έγκριση των εταίρων.
Το γεγονός όμως αυτό δεν αφαιρεί το δικαίωμα στην Κομισιόν να προβαίνει σε συστάσεις προς στην Ελλάδα, η οποία όπως είναι γνωστό θα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας ως το 2022.
Με δεδομένη την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τα κατώτατα ημερομίσθια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από νωρίς (Νοέμβριος 2018, πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση) είχε προειδοποιήσει την ελληνική πλευρά για «λελογισμένες αυξήσεις».
Σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν τα εξής: «Οι αποφάσεις στον κατώτατο μισθό θα πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένες με την πορεία της παραγωγικότητας ώστε να προστατευθούν τα μνημονιακά οφέλη στην ανταγωνιστικότητα της απασχόλησης».
Από τις επαφές του στελέχους της Ε.Ε. Ντέκλαν Κοστέλο με τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα έγινε γνωστό ότι οι εταίροι θα συμφωνούσαν με μία αύξηση κοντά στο 7-7,5%.
Κάτι που δεν συνέβη και έτσι το σημερινό EWG αποκτά άλλο ενδιαφέρον για τον Γιώργο Χουλιαράκη, όπως φυσικά και η έκθεση που θα δημοσιοποιήσει στις 27 Φεβρουαρίου η Κομισιόν.
Εάν δηλαδή η δυσαρέσκεια των θεσμών, για την αύξηση στον κατώτατο μισθό που ανακοίνωσε η Αθήνα, αποτυπωθεί και γραπτώς στο κείμενο συμπερασμάτων της έκθεσης.
Στο σημερινό Euro Working Group θα συζητηθούν και οι καθυστερήσεις, που εντόπισαν οι δανειστές, στην εφαρμογή 16 ανελαστικών μεταρρυθμίσεων.
Οι εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομικών της ευρωζώνης θα ενημερωθούν από τους θεσμούς για τα αποτελέσματα της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης δίνοντας έμφαση στα εξής μείζονα ζητήματα: τα «κόκκινα» δάνεια και το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, που προστατεύει την πρώτη κατοικία από πλειστηριασμούς αλλά και τα αναδρομικά που διεκδικούνται μέσω δικαστικών αποφάσεων.
Πρόκειται ουσιαστικά για διεκδικήσεις που αφορούν σε συντάξεις, Δώρα και επιδόματα προ του 2015.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη εκπονήσει μελέτη για το δυνητικό κόστος όλων των δικαστικών προσφυγών και τον επιμερισμό του σε βάθος χρόνου, έτσι ώστε να μην διαταραχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Οι θεσμοί από την πλευρά τους, πέρα από τις δικαστικές διεκδικήσεις, στα φλέγοντα ζητήματα συγκαταλέγουν ακόμα: την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τους ιδιώτες, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις προσλήψεις στο Δημόσιο.
Η ελληνική πλευρά δύσκολα θα αποφύγει τις συστάσεις των Ευρωπαίων τεχνοκρατών για τήρηση όλων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει και απορρέουν από το τρέχον πρόγραμμα. Ακόμη και αν το ελληνικό θέμα δεν βρεθεί στην επίσημη «ατζέντα» της Ομάδας Εργασίας, οι παρατηρήσεις στο περιθώριο από τον γνωστό άξονα χωρών της ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Φιλανδία) θα είναι απανωτές.
Οι εταίροι δεν χαλαρώνουν με τίποτε τα λουριά στην Ελλάδα.
Αντίθετα θα συνεχίσουν να πιέζουν τη χώρα προκειμένου να πατήσει γκάζι στην υλοποίηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων και να οργανωθεί πριν σκάσει η βόμβα των δικαστικών αποφάσεων για τα αναδρομικά και θέσει σε κίνδυνο τον στόχο για 3,5% πλεόνασμα το2019.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Αυτό αναμένεται να «εισπράξει» στο σημερινό (31/1) Euro Working Group (EWG) o αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης.
Η πρωτοβουλία που πήρε η Αθήνα σε αυτό το ζήτημα αιφνιδίασε τα κέντρα αποφάσεων στις Βρυξέλλες, με αποτέλεσμα να την βάζει αυτόματα στο «κάδρο» του EWG, μολονότι η χώρα είναι εκτός μνημονίων και η ελληνική πλευρά δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει προηγουμένως την σχετική έγκριση των εταίρων.
Το γεγονός όμως αυτό δεν αφαιρεί το δικαίωμα στην Κομισιόν να προβαίνει σε συστάσεις προς στην Ελλάδα, η οποία όπως είναι γνωστό θα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας ως το 2022.
Με δεδομένη την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τα κατώτατα ημερομίσθια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από νωρίς (Νοέμβριος 2018, πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση) είχε προειδοποιήσει την ελληνική πλευρά για «λελογισμένες αυξήσεις».
Σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν τα εξής: «Οι αποφάσεις στον κατώτατο μισθό θα πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένες με την πορεία της παραγωγικότητας ώστε να προστατευθούν τα μνημονιακά οφέλη στην ανταγωνιστικότητα της απασχόλησης».
Από τις επαφές του στελέχους της Ε.Ε. Ντέκλαν Κοστέλο με τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα έγινε γνωστό ότι οι εταίροι θα συμφωνούσαν με μία αύξηση κοντά στο 7-7,5%.
Κάτι που δεν συνέβη και έτσι το σημερινό EWG αποκτά άλλο ενδιαφέρον για τον Γιώργο Χουλιαράκη, όπως φυσικά και η έκθεση που θα δημοσιοποιήσει στις 27 Φεβρουαρίου η Κομισιόν.
Εάν δηλαδή η δυσαρέσκεια των θεσμών, για την αύξηση στον κατώτατο μισθό που ανακοίνωσε η Αθήνα, αποτυπωθεί και γραπτώς στο κείμενο συμπερασμάτων της έκθεσης.
Στο σημερινό Euro Working Group θα συζητηθούν και οι καθυστερήσεις, που εντόπισαν οι δανειστές, στην εφαρμογή 16 ανελαστικών μεταρρυθμίσεων.
Οι εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομικών της ευρωζώνης θα ενημερωθούν από τους θεσμούς για τα αποτελέσματα της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης δίνοντας έμφαση στα εξής μείζονα ζητήματα: τα «κόκκινα» δάνεια και το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, που προστατεύει την πρώτη κατοικία από πλειστηριασμούς αλλά και τα αναδρομικά που διεκδικούνται μέσω δικαστικών αποφάσεων.
Πρόκειται ουσιαστικά για διεκδικήσεις που αφορούν σε συντάξεις, Δώρα και επιδόματα προ του 2015.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη εκπονήσει μελέτη για το δυνητικό κόστος όλων των δικαστικών προσφυγών και τον επιμερισμό του σε βάθος χρόνου, έτσι ώστε να μην διαταραχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Οι θεσμοί από την πλευρά τους, πέρα από τις δικαστικές διεκδικήσεις, στα φλέγοντα ζητήματα συγκαταλέγουν ακόμα: την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τους ιδιώτες, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις προσλήψεις στο Δημόσιο.
Η ελληνική πλευρά δύσκολα θα αποφύγει τις συστάσεις των Ευρωπαίων τεχνοκρατών για τήρηση όλων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει και απορρέουν από το τρέχον πρόγραμμα. Ακόμη και αν το ελληνικό θέμα δεν βρεθεί στην επίσημη «ατζέντα» της Ομάδας Εργασίας, οι παρατηρήσεις στο περιθώριο από τον γνωστό άξονα χωρών της ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Φιλανδία) θα είναι απανωτές.
Οι εταίροι δεν χαλαρώνουν με τίποτε τα λουριά στην Ελλάδα.
Αντίθετα θα συνεχίσουν να πιέζουν τη χώρα προκειμένου να πατήσει γκάζι στην υλοποίηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων και να οργανωθεί πριν σκάσει η βόμβα των δικαστικών αποφάσεων για τα αναδρομικά και θέσει σε κίνδυνο τον στόχο για 3,5% πλεόνασμα το2019.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών