Η έκθεση για τη νομισματική πολιτική κόβει τη φόρα για γενναία κουρέματα στους στόχους που δεσμεύουν την Ελλάδα και προβλέπουν πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για το διάστημα μετά το 2023.
«Εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών» αναφέρει η ΤτΕ που διατηρεί αμετάβλητη στο 4,2% την εκτίμηση για φέτος, αναθεωρώντας προς τα πάνω στο 5,3%, από 4,8%, αυτήν για το 2022.
Η επίσημη πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών παραμένει στο 3,6% για φέτος και στο 6,2% για το 2022, ενώ το κλειδί για οποιαδήποτε θετική εξέλιξη στο προφίλ της ανάπτυξης είναι ο τουρισμός.
«Η ελληνική οικονομία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πορεία της τουριστικής βιομηχανίας», αναφέρει η έκθεση ενώ άλλα «καύσιμα» που εκτιμάται ότι μπορούν να πυροδοτήσουν τη μηχανή της ανάπτυξης είναι οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια των 30,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν καθυστερήσεις στην απορρόφησή τους.
Καθοριστικό ρόλο για τη μετάβαση της οικονομίας σε μεγαλύτερες ταχύτητες θα παίξουν οι επενδύσεις, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η παρουσία ενός ισχυρού τραπεζικού συστήματος, το οποίο θα παρέχει απρόσκοπτα την αναγκαία χρηματοδότηση στον ιδιωτικό τομέα.
Ασκούνται ήδη πιέσεις προς τις τράπεζες να ανοίξουν τους κρουνούς χρηματοδότησης και να δώσουν δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα, σήμερα έχει προγραμματιστεί τηλεδιάσκεψη από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα για το θέμα αυτό, με τη συμμετοχή τραπεζιτών, εκπροσώπων της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών αλλά και φορέων της αγοράς.
Πέραν αυτού, υπάρχουν και άλλα προβλήματα που επιδεινώθηκαν με την πανδημία και θα πρέπει να διορθωθούν την επαύριον αυτής. Μεταξύ των συμπληγάδων που καλείται να περάσει η χώρα σύμφωνα με την ΤτΕ είναι:
Ελλείμματα
Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, όπου σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους (αυξήθηκε σε 205,6% του ΑΕΠ το 2020 από 180,5% του ΑΕΠ το 2019) εντείνει τους κινδύνους και δυσχεραίνει τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης.
Πέρυσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 11,1 δισ. ευρώ ή στο 6,7% του ΑΕΠ (αυξημένο κατά 8,4 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2019), ενώ το πρωτογενές ανήλθε στο 6,7% του ΑΕΠ ή στο 7,5% του ΑΕΠ με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας.
Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει (και πάλι) να εστιάσει στη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η κυβέρνηση, πάντως, εκτιμά ότι η συμπίεση των ελλειμμάτων θα προέλθει μέσα από τη δραστική συρρίκνωση των κονδυλίων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης.
Κόστος δανεισμού
Η λήξη του έκτακτου -λόγω της πανδημίας- προγράμματος αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, αν έως τότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
«Κόκκινα» δάνεια
Οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται από ένα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης.
Το υπόλοιπο των «κόκκινων» στο τέλος Μαρτίου του 2021 ανήλθε σε 47,3 δισ. ευρώ, το οποίο κατανέμεται κατά περίπου 58% σε επιχειρηματικά δάνεια, 28% σε στεγαστικά και το 14% σε καταναλωτικά δάνεια.
Ανταγωνιστικότητα
Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή, παρά τη βελτίωση σε ορισμένους τομείς (π.χ. μείωση του κόστους των επιχειρήσεων σε όρους φορολογίας και εργοδοτικών εισφορών και αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα).
Ανεργία
Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ενδέχεται να αυξηθεί μετά την άρση των μέτρων στήριξης, ιδιαίτερα σε κλάδους υπηρεσιών που επηρεάστηκαν αρνητικά από την πανδημία. Καθώς η πανδημία οδηγεί σε αλλαγές των καταναλωτικών προτύπων, η ανάκαμψη στους κλάδους αυτούς ενδέχεται να καθυστερήσει, με κίνδυνο η ανεργία να μετατραπεί σε διαρθρωτικό φαινόμενο.
Επενδύσεις
Το υψηλό επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Ωστόσο, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων παρέχει τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης.
Επισημαίνεται ότι στο Μεσοπρόθεσμο 2022 - 2025 προβλέπεται απογείωση των επενδύσεων με ρυθμό 30,3% το 2022, ωστόσο είναι μια πρόβλεψη που θεωρείται από τους αναλυτές παρακινδυνευμένη.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών