Τα Χριστούγεννα του 2020 η Ελλάδα «αγκάλιασε» μια σχετική κανονικότητα, χάρη στη συμπερίληψη των ομολόγων της στις έκτακτες αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του πανδημικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα που επήλθε επέτρεψε στην κυβέρνηση να παράσχει τη δημοσιονομική υποστήριξη που απαιτούνταν για να αντεπεξέλθει η οικονομία κατά το πρώτο έτος της πανδημίας.
Το 2021, έγιναν αντιληπτά τα μακροοικονομικά οφέλη αυτής της προσέγγισης, με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν να ανακάμπτει δυναμικά, παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις τους πρώτους μήνες, όταν η χώρα ήταν ακόμα σε lockdown.
Η βελτίωση των επιδόσεων του Τουρισμού κατά τους θερινούς μήνες βοήθησε να επανέλθει το ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση πάνω από το προ πανδημίας επίπεδο – σχεδόν έκλεισε το κενό…
Αλλά δεν είναι αδικαιολόγητες επιφυλάξεις που διατυπώνονται σε ό,τι αφορά τη «ρόδινη» παρουσίαση και ερμηνεία των δεδομένων.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο του Bloomberg, Marcus Bensasson, παρότι γνωρίζουμε ότι σε συνολικό επίπεδο οι ισολογισμοί των νοικοκυριών έχουν ενισχυθεί σημαντικά από την αρχή του περασμένου έτους –όπως φαίνεται από την άνοδο των καταθέσεων– αυτός ο πλούτος δεν έχει περιέλθει στους πολίτες.
Το παράδοξο είναι ότι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, λίγο πριν από την πανδημία, το 36% των νοικοκυριών δεν είχε καθόλου αποταμιεύσεις.
Δεν γνωρίζουμε πώς επηρέασε η πανδημία αυτή την αναλογία, ίσως οι καταθέσεις σωρεύτηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από εκείνους που είχαν ήδη τουλάχιστον κάποιες αποταμιεύσεις.
Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με το πόσο κοινοποιούνται και διανέμονται τα οφέλη της ανάκαμψης αποτελεί από μόνη της μια σημαντική προειδοποίηση.
Η δυσχερής κατάσταση επιδεινώνεται όταν συνδυάζεται με την επανεμφάνιση του πληθωρισμού.
Αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο θέμα στη μακροοικονομία αυτή τη στιγμή.
Όμως, η συζήτηση για τον πληθωρισμό και πόσο θα διαρκέσει είναι μια πτυχή της οικονομίας που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πιο εύκολα από άλλους δείκτες.
Εάν κανείς λάβει υπόψη τους παραπάνω παράγοντες, μπορεί να εξηγήσει γιατί, παρά το γεγονός ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα βρίσκεται σε υψηλό 21 ετών, η καταναλωτική εμπιστοσύνη δεν είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια του lockdown του 2020.
Πληθωρισμός
Την ίδια στιγμή, οι πληθωριστικές πιέσεις αναδεικνύονται σε μείζον πολιτικό ζήτημα στην Ελλάδα – και αυτό θα έχει μεγάλες επιπτώσεις το 2022, από τη στιγμή που ήδη διαβρώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από τη δημοσιονομική πλευρά, ο πληθωρισμός είναι πιθανό να δώσει ώθηση στα φτερά των «γερακιών» πριν από τη μεγάλη μάχη για το δημοσιονομικό μέλλον της ευρωζώνης το επόμενο έτος.
Φυσικά, όπου «μεγάλη μάχη» βάλτε «αλλαγή του συμφώνου σταθερότητας» για το χρέος και τις δαπάνες, που όμως έχει ανασταλεί έως το 2023.
Αυτή η αναστολή επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει μέτρα ελάφρυνσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ως εκ τούτου, η επιστροφή στην κανονικότητα θα έχει μεγάλο αντίκτυπο για τη χώρα, δεδομένου ότι τα λουριά από το επόμενο έτος θα πρέπει να σφίξουν.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, η φαινομενική μακροοικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας θα τεθεί σε σοβαρή δοκιμασία το 2022, καθώς ο ιδιωτικός τομέας θα πάρει τη σκυτάλη της ανάπτυξης, έχοντας περιορισμένη στήριξη από τις κρατικές δαπάνες.
www.bankingnews.gr
Φρούδες οι προσδοκίες για την ευημερία των Ελλήνων: Η μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Ευρώπη δεν είναι για όλους
Διατυπώνονται επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά τη «ρόδινη» παρουσίαση και ερμηνεία των δεδομένων
Σχόλια αναγνωστών