Η πτώση του ΑΕΠ κατά 25% ήταν αναπόφευκτη διότι το βιοτικό επίπεδο πριν την κρίση αυξήθηκε πολύ πάνω από την δυνατότητα της οικονομίας να το στηρίξει, ανέφερε η Μιράντα Ξαφά
«Τα μνημόνια δεν έφεραν την κρίση, η κρίση έφερε τα μνημόνια», ανέφερε σε παρέμβασή της κατά την παρουσίαση του βιβλίου του πρώην κεντρικού τραπεζίτη Νικόλαου Χ. Γκαργκάνα η γνωστή οικονομολόγος Μιράντα Ξαφά.
Όπως επεσήμανε το πρώην μέλος του ΔΝΤ, η δημόσια συζήτηση γύρω από το θέμα έχει «πολλές ανακρίβειες που οδηγούν σε παρεξηγήσεις».
Η κρίση, γι’ αυτήν, ήταν προδιαγεγραμμένη πολύ προτού εκδηλωθεί, με την παρέμβαση της ΕΕ – «παρά την no-bail out clause των Συνθηκών» – και του ΔΝΤ – «με έλλειμμα να καταγράφεται στο 15% του ΑΕΠ όταν σε άλλες περιπτώσεις ένα 5% θεωρείται στην περιοχή κινδύνου» – να οδηγεί στην μεγαλύτερη στήριξη που έχει δοθεί σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Η Μ. Ξαφά στάθηκε διεξοδικά στην περιγραφή του PSI και του buy-back ομολόγων, που οδήγησαν σε διαγραφή χρέους 106 δις ευρώ (1/3 του τότε συνολικού χρέους) και αντικατάσταση με χαμηλότοκα, μακράς διάρκειας ομόλογα εις χείρας του δημοσίου τομέα.
Χωρίς το PSI και το δεύτερο Μνημόνιο, δεν θα είχε υπάρξει διέξοδος υπό την έννοια της εξόφλησης των ομολόγων που έληγαν.
Η αναδιάρθρωση χρέους, όπως την είχε περιγράψει/επαγγελθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ανέφικτη.
Και η Μ. Ξαφά στάθηκε στους μύθους της εποχής όπως ότι «τα Μνημόνια έφεραν την κρίση», ή πάλι ότι «η ελάφρυνση χρέους θα έφερνε το τέλος της λιτότητας»: η κατάσταση τότε ήταν τέτοια στα δημόσια οικονομικά και την ανταγωνιστικότητα, ώστε επώδυνα μέτρα ήταν αναπόφευκτα.
Πάντως, η επιλογή της αύξησης των φορολογικών συντελεστών αντί της μείωσης των δαπανών – που υπεστήριξαν ως προσέγγιση οι δανειστές και απεδέχθησαν διαδοχικές Κυβερνήσεις – ήταν μια επιλογή που δυσλειτούργησε.
Η πτώση του ΑΕΠ κατά 25% ήταν αναπόφευκτη διότι το βιοτικό επίπεδο πριν την κρίση αυξήθηκε πολύ πάνω από την δυνατότητα της οικονομίας να το στηρίξει.
Η κρίση είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το επίπεδο διαβίωσης και το κατά κεφαλήν εισόδημα, που παραμένει σήμερα κάτω από εκεί που βρισκόταν πριν μία 15ετία.
«Το ζήτημα, τώρα, είναι πώς θα προκύψει κοινωνική συναίνεση για την συνέχεια…» κατέληξε η γνωστή οικονομολόγος.
«Όσοι έφυγαν δεν θα επιστρέψουν»
Ο Νίκος Βέττας, στη δική του παρέμβαση, ξεκίνησε σημειώνοντας ότι εκείνο που οφείλει να κρατηθεί είναι ότι μια τέτοια κρίση μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα, οπότε θα έπρεπε να είναι αδιανόητο για την Ελλάδα να επαναληφθεί παρόμοια εμπειρία.
Οι συνέπειες της κρίσης είναι ακόμη ανάμεσά μας: οι 500.000 άνθρωποι (Έλληνες και μη) που έφυγαν από την Ελληνική οικονομία και δεν φαίνεται πιθανόν να επιστρέψουν, ή πάλιν η κατάρρευση των επενδύσεων, σήμαναν υποβιβασμό τόσο της εργασίας όσο και του κεφαλαίου στην Ελληνική οικονομία: «Η κρίση είναι ακόμη γύρω μας».
Το ζήτημα είναι «αν η κρίση έχει αποτυπωθεί στου συλλογικούς εφιάλτες μας» όπως π.χ. ο υπερπληθωρισμός στους Γερμανούς ή το κραχ στους Αμερικανούς.
Για τον Ν. Βέττα, τα διαδοχικά Προγράμματα Προσαρμογής/Μνημόνια αντικείμενο είχαν όχι μόνο την αντιμετώπιση του χρέους αλλά και την προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων – οπότε θα ήταν ευεργετικό αν ήταν πιο βαθιά η σχέση στην διόρθωση που επήλθε και δεν ήταν τόσο ισχυρή η διάσταση της επιβολής/ «με το ζόρι», που δυσκόλεψε εντέλει την αποδοχή «ιδιοκτησίας» των Προγραμμάτων.
Πρόβλημα υπήρξε και με την σειρά των παρεμβάσεων/το sequencing των προγραμμάτων, με πολύ ταχύτερη την προσαρμογή στην αγορά εργασίας παρά στην αγορά προϊόντων και στον δημόσιο τομέα.
Θα ήταν χρήσιμο να είχαμε διδαχθεί από την διαφορετική πορεία που ακολουθήθηκε σε άλλες χώρες που βρέθηκαν σε κρίση – Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία – όπου η πολιτική κινήθηκε πέραν του εκλογικού κύκλου.
Κατά την εκτίμηση πάντως του Ν. Βέττα «πρόβλημα δεν υπήρξε μόνο στην πολιτική, αλλά και στην αστική τάξη της χώρας».
«Η τραπεζική κρίση ακολούθησε τη χρεοκοπία του Δημοσίου».
Στην δική του τοποθέτηση ο Γιάννης Στουρνάρας ξεκίνησε με την βασική διαπίστωση ότι πρέπει να απωθηθεί ο μύθος ότι «για την κρίση φταίνε τα Μνημόνια».
Η αλήθεια βρίσκεται στο αντίθετο: «για την κρίση εμείς φταίξαμε» – και τούτο τόσο σε επίπεδο δημοσιονομικής χαλάρωσης, ότι και απώλειας ανταγωνιστικότητας. Από πλευράς των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ υπήρξαν βέβαια λάθη: η Ευρώπη «δεν ήταν έτοιμη», στον δε σχεδιασμό των Μνημονίων υπήρξαν λάθη, αλλά και στην φάση εφαρμογής, με ευθύνη κυρίως του ΔΝΤ, «δεν μας εμπιστεύθηκαν, υπήρξε έως και ένας ρατσισμός για την Ελλάδα».
Ο Γ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι στην Ελλάδα δεν είχαμε (όπως σε άλλες χώρες) τραπεζική κρίση, «η τραπεζική κρίση ακολούθησε την χρεωκοπία του Δημοσίου». Αν η ρύθμιση του χρέους είχε γίνει νωρίτερα, θα είχε υπάρξει καλύτερη διευθέτηση – «υπήρχε όμως τιμωρητική διάθεση των εταίρων».
Πάντως, ενώ υπήρξαν λάθη, οπισθοδρομήσεις, αστοχίες συνολικά η διαχείριση υπήρξε καλή.
Και, παρά το κλίμα πολιτικού διχασμού, μπόρεσε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Υπενθύμισε ο Γ. Στουρνάρας ότι τέθηκαν στην διάθεση της Ελλάδας κεφάλαια 290 δις ευρώ, με 20ετείς διάρκειες και με επιτόκια της τάξεως τ ου 1,2% – πράγμα που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.
Η επιτυχία, εντέλει, των Προγραμμάτων οφείλεται στην επίπονη δημοσιονομική προσαρμογή και τα διαρθρωτικά μέτρα (που, τόνισε, προωθήθηκαν και από τα τρία κόμματα εξουσίας), στην ισχυρή στήριξη της κοινής γνώμης προς την Ευρωζώνη, στις εξαιρέσεις/waivers της ΕΚΤ, την πολύ ισχυρή βοήθεια αναχρηματοδότησης, την μετά από ένα σημείο ορθόδοξη δημοσιονομική διαχείριση και χρηματοπιστωτική πολιτική, τώρα δε πλέον στην εισροή πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
«Σήμερα υπάρχουν θεσπισμένα καλύτερα μέσα προφύλαξης»
Η συζήτηση έκλεισε με τοποθέτηση του ίδιου του Νίκου Γκαργκάνα, ο οποίος εξήγησε ότι στόχος του βιβλίου και λογική της προσέγγισής του ήταν να εξηγηθεί πώς οδηγηθήκαμε στην κρίση. γιατί η προσπάθεια αντιμετώπισης κράτησε τόσο. γιατί και πώς διαδοχικές Κυβερνήσεις δέχθηκαν τα αυστηρά μέτρα ΕΕ και ΔΝΤ. «Κυριαρχούν ακόμη και σήμερα λανθασμένες απόψεις που δηλητηριάζουν την δημόσια και κοινωνική ζωή», οπότε χρειάζεται «να μείνουμε όλοι σε εγρήγορση για να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη».
Πάντως, για τον Ν. Γκαργκάνα πρέπει να έχει καταγραφεί ότι στα διαδοχικά Προγράμματα Προσαρμογής δεν ελήφθησαν αρκετά μέτρα για την αντιμετώπιση της απώλειας θέσεων εργασίας ή για το κόστος των Προγραμμάτων σε επίπεδο φτώχειας και ανισοτήτων. Στο καταληκτικό μάλιστα τμήμα του βιβλίου του ο Νίκος Γκαργκάνας σημειώνει ότι: «Όλα τα Προγράμματα είχαν το στόχο να συμβάλουν στην βελτίωση των μη-βιώσιμων καταστάσεων ανισορροπίας και να σταθεροποιήσουν την οικονομία, ανακτώντας τόσο τις αναπτυξιακές δυνατότητές της όσο και την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται πλήρως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μολονότι εντέλει οι πολιτικές αυτές στέφθηκαν με επιτυχία, δεν κατόρθωσαν να προστατεύσουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από την φτώχεια λόγω της απώλειας εισοδημάτων, θέσεων εργασίας και της αίσθησης ασφάλειας. Συνολικά, η Ελληνική οικονομία γνώρισε την βαρύτερη και μακρότερη οικονομική ύφεση απ’ οποιανδήποτε ανεπτυγμένη οικονομία έως σήμερα. Λόγω της κρίσης, το Ελληνικό πολιτικό σύστημα κλονίσθηκε βαθύτερα. Ο κοινωνικός αποκλεισμός απογειώθηκε, και πολλοί νέοι κυρίως άνθρωποι με υψηλές δεξιότητες έφυγαν δια παντός από την χώρα».
Πάντως, «σήμερα υπάρχουν θεσπισμένα καλύτερα μέσα προφύλαξης, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επανάληψις της κρίσης της δεκαετίας του 2010». Ως εκ τούτου «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (που επήλθαν)» βοήθησαν την Ελλάδα να αντιμετωπίσει την κρίση της Covid-19». Εν συνεχεία, συντέλεσαν ώστε να υπάρξει μια ανάκαμψη με ισχυρή αύξηση της απασχόλησης». Ωστόσο, «η χώρα ακόμη βαρύνεται με σημαντική κληρονομιά της κρίσης. Κυρίως με ένα ακόμη ατελές μεταρρυθμιστικό σχέδιο, υπάρχουν υψηλά επίπεδα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, μαζί με υψηλή δομική ανεργία αλλά και ένα κατά κεφαλήν εισόδημα που υστερεί κατά πάνω από το 1/5 σε σχέση με το περί της κρίσης χρέος επίπεδο».
www.bankingnews.gr
Όπως επεσήμανε το πρώην μέλος του ΔΝΤ, η δημόσια συζήτηση γύρω από το θέμα έχει «πολλές ανακρίβειες που οδηγούν σε παρεξηγήσεις».
Η κρίση, γι’ αυτήν, ήταν προδιαγεγραμμένη πολύ προτού εκδηλωθεί, με την παρέμβαση της ΕΕ – «παρά την no-bail out clause των Συνθηκών» – και του ΔΝΤ – «με έλλειμμα να καταγράφεται στο 15% του ΑΕΠ όταν σε άλλες περιπτώσεις ένα 5% θεωρείται στην περιοχή κινδύνου» – να οδηγεί στην μεγαλύτερη στήριξη που έχει δοθεί σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Η Μ. Ξαφά στάθηκε διεξοδικά στην περιγραφή του PSI και του buy-back ομολόγων, που οδήγησαν σε διαγραφή χρέους 106 δις ευρώ (1/3 του τότε συνολικού χρέους) και αντικατάσταση με χαμηλότοκα, μακράς διάρκειας ομόλογα εις χείρας του δημοσίου τομέα.
Χωρίς το PSI και το δεύτερο Μνημόνιο, δεν θα είχε υπάρξει διέξοδος υπό την έννοια της εξόφλησης των ομολόγων που έληγαν.
Η αναδιάρθρωση χρέους, όπως την είχε περιγράψει/επαγγελθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ανέφικτη.
Και η Μ. Ξαφά στάθηκε στους μύθους της εποχής όπως ότι «τα Μνημόνια έφεραν την κρίση», ή πάλι ότι «η ελάφρυνση χρέους θα έφερνε το τέλος της λιτότητας»: η κατάσταση τότε ήταν τέτοια στα δημόσια οικονομικά και την ανταγωνιστικότητα, ώστε επώδυνα μέτρα ήταν αναπόφευκτα.
Πάντως, η επιλογή της αύξησης των φορολογικών συντελεστών αντί της μείωσης των δαπανών – που υπεστήριξαν ως προσέγγιση οι δανειστές και απεδέχθησαν διαδοχικές Κυβερνήσεις – ήταν μια επιλογή που δυσλειτούργησε.
Η πτώση του ΑΕΠ κατά 25% ήταν αναπόφευκτη διότι το βιοτικό επίπεδο πριν την κρίση αυξήθηκε πολύ πάνω από την δυνατότητα της οικονομίας να το στηρίξει.
Η κρίση είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το επίπεδο διαβίωσης και το κατά κεφαλήν εισόδημα, που παραμένει σήμερα κάτω από εκεί που βρισκόταν πριν μία 15ετία.
«Το ζήτημα, τώρα, είναι πώς θα προκύψει κοινωνική συναίνεση για την συνέχεια…» κατέληξε η γνωστή οικονομολόγος.
«Όσοι έφυγαν δεν θα επιστρέψουν»
Ο Νίκος Βέττας, στη δική του παρέμβαση, ξεκίνησε σημειώνοντας ότι εκείνο που οφείλει να κρατηθεί είναι ότι μια τέτοια κρίση μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα, οπότε θα έπρεπε να είναι αδιανόητο για την Ελλάδα να επαναληφθεί παρόμοια εμπειρία.
Οι συνέπειες της κρίσης είναι ακόμη ανάμεσά μας: οι 500.000 άνθρωποι (Έλληνες και μη) που έφυγαν από την Ελληνική οικονομία και δεν φαίνεται πιθανόν να επιστρέψουν, ή πάλιν η κατάρρευση των επενδύσεων, σήμαναν υποβιβασμό τόσο της εργασίας όσο και του κεφαλαίου στην Ελληνική οικονομία: «Η κρίση είναι ακόμη γύρω μας».
Το ζήτημα είναι «αν η κρίση έχει αποτυπωθεί στου συλλογικούς εφιάλτες μας» όπως π.χ. ο υπερπληθωρισμός στους Γερμανούς ή το κραχ στους Αμερικανούς.
Για τον Ν. Βέττα, τα διαδοχικά Προγράμματα Προσαρμογής/Μνημόνια αντικείμενο είχαν όχι μόνο την αντιμετώπιση του χρέους αλλά και την προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων – οπότε θα ήταν ευεργετικό αν ήταν πιο βαθιά η σχέση στην διόρθωση που επήλθε και δεν ήταν τόσο ισχυρή η διάσταση της επιβολής/ «με το ζόρι», που δυσκόλεψε εντέλει την αποδοχή «ιδιοκτησίας» των Προγραμμάτων.
Πρόβλημα υπήρξε και με την σειρά των παρεμβάσεων/το sequencing των προγραμμάτων, με πολύ ταχύτερη την προσαρμογή στην αγορά εργασίας παρά στην αγορά προϊόντων και στον δημόσιο τομέα.
Θα ήταν χρήσιμο να είχαμε διδαχθεί από την διαφορετική πορεία που ακολουθήθηκε σε άλλες χώρες που βρέθηκαν σε κρίση – Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία – όπου η πολιτική κινήθηκε πέραν του εκλογικού κύκλου.
Κατά την εκτίμηση πάντως του Ν. Βέττα «πρόβλημα δεν υπήρξε μόνο στην πολιτική, αλλά και στην αστική τάξη της χώρας».
«Η τραπεζική κρίση ακολούθησε τη χρεοκοπία του Δημοσίου».
Στην δική του τοποθέτηση ο Γιάννης Στουρνάρας ξεκίνησε με την βασική διαπίστωση ότι πρέπει να απωθηθεί ο μύθος ότι «για την κρίση φταίνε τα Μνημόνια».
Η αλήθεια βρίσκεται στο αντίθετο: «για την κρίση εμείς φταίξαμε» – και τούτο τόσο σε επίπεδο δημοσιονομικής χαλάρωσης, ότι και απώλειας ανταγωνιστικότητας. Από πλευράς των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ υπήρξαν βέβαια λάθη: η Ευρώπη «δεν ήταν έτοιμη», στον δε σχεδιασμό των Μνημονίων υπήρξαν λάθη, αλλά και στην φάση εφαρμογής, με ευθύνη κυρίως του ΔΝΤ, «δεν μας εμπιστεύθηκαν, υπήρξε έως και ένας ρατσισμός για την Ελλάδα».
Ο Γ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι στην Ελλάδα δεν είχαμε (όπως σε άλλες χώρες) τραπεζική κρίση, «η τραπεζική κρίση ακολούθησε την χρεωκοπία του Δημοσίου». Αν η ρύθμιση του χρέους είχε γίνει νωρίτερα, θα είχε υπάρξει καλύτερη διευθέτηση – «υπήρχε όμως τιμωρητική διάθεση των εταίρων».
Πάντως, ενώ υπήρξαν λάθη, οπισθοδρομήσεις, αστοχίες συνολικά η διαχείριση υπήρξε καλή.
Και, παρά το κλίμα πολιτικού διχασμού, μπόρεσε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Υπενθύμισε ο Γ. Στουρνάρας ότι τέθηκαν στην διάθεση της Ελλάδας κεφάλαια 290 δις ευρώ, με 20ετείς διάρκειες και με επιτόκια της τάξεως τ ου 1,2% – πράγμα που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.
Η επιτυχία, εντέλει, των Προγραμμάτων οφείλεται στην επίπονη δημοσιονομική προσαρμογή και τα διαρθρωτικά μέτρα (που, τόνισε, προωθήθηκαν και από τα τρία κόμματα εξουσίας), στην ισχυρή στήριξη της κοινής γνώμης προς την Ευρωζώνη, στις εξαιρέσεις/waivers της ΕΚΤ, την πολύ ισχυρή βοήθεια αναχρηματοδότησης, την μετά από ένα σημείο ορθόδοξη δημοσιονομική διαχείριση και χρηματοπιστωτική πολιτική, τώρα δε πλέον στην εισροή πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
«Σήμερα υπάρχουν θεσπισμένα καλύτερα μέσα προφύλαξης»
Η συζήτηση έκλεισε με τοποθέτηση του ίδιου του Νίκου Γκαργκάνα, ο οποίος εξήγησε ότι στόχος του βιβλίου και λογική της προσέγγισής του ήταν να εξηγηθεί πώς οδηγηθήκαμε στην κρίση. γιατί η προσπάθεια αντιμετώπισης κράτησε τόσο. γιατί και πώς διαδοχικές Κυβερνήσεις δέχθηκαν τα αυστηρά μέτρα ΕΕ και ΔΝΤ. «Κυριαρχούν ακόμη και σήμερα λανθασμένες απόψεις που δηλητηριάζουν την δημόσια και κοινωνική ζωή», οπότε χρειάζεται «να μείνουμε όλοι σε εγρήγορση για να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη».
Πάντως, για τον Ν. Γκαργκάνα πρέπει να έχει καταγραφεί ότι στα διαδοχικά Προγράμματα Προσαρμογής δεν ελήφθησαν αρκετά μέτρα για την αντιμετώπιση της απώλειας θέσεων εργασίας ή για το κόστος των Προγραμμάτων σε επίπεδο φτώχειας και ανισοτήτων. Στο καταληκτικό μάλιστα τμήμα του βιβλίου του ο Νίκος Γκαργκάνας σημειώνει ότι: «Όλα τα Προγράμματα είχαν το στόχο να συμβάλουν στην βελτίωση των μη-βιώσιμων καταστάσεων ανισορροπίας και να σταθεροποιήσουν την οικονομία, ανακτώντας τόσο τις αναπτυξιακές δυνατότητές της όσο και την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται πλήρως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μολονότι εντέλει οι πολιτικές αυτές στέφθηκαν με επιτυχία, δεν κατόρθωσαν να προστατεύσουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από την φτώχεια λόγω της απώλειας εισοδημάτων, θέσεων εργασίας και της αίσθησης ασφάλειας. Συνολικά, η Ελληνική οικονομία γνώρισε την βαρύτερη και μακρότερη οικονομική ύφεση απ’ οποιανδήποτε ανεπτυγμένη οικονομία έως σήμερα. Λόγω της κρίσης, το Ελληνικό πολιτικό σύστημα κλονίσθηκε βαθύτερα. Ο κοινωνικός αποκλεισμός απογειώθηκε, και πολλοί νέοι κυρίως άνθρωποι με υψηλές δεξιότητες έφυγαν δια παντός από την χώρα».
Πάντως, «σήμερα υπάρχουν θεσπισμένα καλύτερα μέσα προφύλαξης, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επανάληψις της κρίσης της δεκαετίας του 2010». Ως εκ τούτου «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (που επήλθαν)» βοήθησαν την Ελλάδα να αντιμετωπίσει την κρίση της Covid-19». Εν συνεχεία, συντέλεσαν ώστε να υπάρξει μια ανάκαμψη με ισχυρή αύξηση της απασχόλησης». Ωστόσο, «η χώρα ακόμη βαρύνεται με σημαντική κληρονομιά της κρίσης. Κυρίως με ένα ακόμη ατελές μεταρρυθμιστικό σχέδιο, υπάρχουν υψηλά επίπεδα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, μαζί με υψηλή δομική ανεργία αλλά και ένα κατά κεφαλήν εισόδημα που υστερεί κατά πάνω από το 1/5 σε σχέση με το περί της κρίσης χρέος επίπεδο».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών