Το 2023, αν και το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 2%, ο κύκλος εργασιών των ΜμΕ μειώθηκε κατά 3%
Μονοπώλιο και καρτέλ στις τιμές των προϊόντων «βλέπει» το 87,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από την Ετήσια Έκθεση «Ανταγωνισμός και Μικρές Επιχειρήσεις» του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2023.
Την ίδια στιγμή, το 83,8% των ΜμΕ θεωρεί ότι οι εφαρμοζόμενες μέχρι σήμερα πολιτικές δεν έχουν συμβάλει καθόλου στην προώθηση του υγιούς ανταγωνισμού και την αποφυγή αθέμιτων ολιγοπωλιακών πρακτικών, έναντι μόλις 11,5% των επιχειρήσεων που πιστεύει το αντίθετο.
«Στην ελληνική οικονομία επικρατεί ένας βαθύτατος διχασμός. Στους κλάδους της μεγάλης βιομηχανίας δεσπόζουν μονοπώλια ή μονοπωλιακές τάσεις, ενώ στους κλάδους που κυριαρχούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κυριαρχούν συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού», σχολιάζει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Στην έκθεση αναφέρεται επίσης πως ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, υποχώρησε σχεδόν, κατά έξι μονάδες σε διάστημα ενός χρόνου (από 69,5 μονάδες στο Β' εξάμηνο του 2022, σε 63,9 μονάδες στο Β΄ εξάμηνο του 2023), επιβεβαιώνοντας την επιδείνωση της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων μετά από διαδοχικές κρίσεις και εν μέσω επίμονου πληθωρισμού.
«Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος συσχετίζεται με την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Η μεγάλη όμως υποχώρηση του δείκτη οικονομικού κλίματος κατά έξι μονάδες, που δεν είναι ανάλογη της οικονομικής επιβράδυνσης, αποκαλύπτει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στη χώρα μας, που εντείνονται, αντί να εξασθενούν. Αντίστοιχα, η υποχώρηση του δείκτη προσδοκιών των ΜμΕ κατά 4,1 μονάδες το δεύτερο εξάμηνο του 2023, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του έτους, προοιωνίζουν την είσοδο της οικονομίας σε συνθήκες στασιμότητας», σχολιάζεται.
Από την έρευνα προκύπτει πως το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 35% το διάστημα 2021-2023. Σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι το λειτουργικό κόστος τους αυξήθηκε τα τελευταία 2 έτη και δημιούργησαν πιεστικό περιβάλλον αύξησης τιμών στις υπηρεσίες και τα αγαθά που εμπορεύονται ενώ περισσότερες από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας (25,5% των πολύ μικρών επιχειρήσεων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και ότι έχει μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα ενώ το 25,1 % των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δηλώνει ότι διαθέτει ρευστότητα μόλις για ένα μήνα).
Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές εντείνουν την ανασφάλεια των επιχειρήσεων, «με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εισαγωγή τεκμαρτού συστήματος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, που αφορά άνω του 60% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων».
Για να σταματήσει η καθοδική πορεία των ΜμΕ, απαιτούνται μέτρα μείωσης των διοικητικών βαρών, διασφάλιση προσιτών τιμών στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες, πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις προσαρμογής τους στη διπλή μετάβαση (ψηφιακή και πράσινη) και εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού, σχολιάζειο η ΓΣΕΒΕΕ.
Ο κύκλος εργασιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων παρουσιάζει ήπια επιδείνωση το 2023, με το 57,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων να έχει ολοκληρώσει με κέρδη τη χρονιά ενώ σημαντικό εύρημα χαρακτηρίζεται η αύξηση των επιχειρήσεων που δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς, παραδοσιακά η θέση των επιχειρήσεων βελτιώνεται το δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους, λόγω της επίδρασης του τουρισμού.
Μάλιστα, το 2023, αν και το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 2%, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 3%.
Ο κύκλος εργασιών, σε αδρές γραμμές, παρέμεινε σταθερός στους 6 τομείς που συγκεντρώνεται η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενώ οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων το 2023 αυξήθηκαν κατά 6%. Ο τομέας με τις περισσότερες ενάρξεις ήταν οι κατασκευές και μεταφορά – αποθήκευση και η νομική μορφή που κατά πλειοψηφία επιλέχθηκε ήταν η ατομική επιχείρηση.
«Τα επιμέρους στοιχεία των δεδομένων των ερευνών οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποκαλύπτουν υψηλή συσχέτιση του μεγέθους της επιχείρησης με την αύξηση ή τη μείωση του κύκλου εργασιών, με εμφανές συμπέρασμα ότι οι πόροι της οικονομίας συγκεντρώνονται με αυξανόμενη ένταση στα χέρια όλο και λιγότερων φυσικών ή νομικών προσώπων» όπως υπογραμμίζεται στη σύνοψη της έρευνας.
Αποκαλύπτεται μια οικονομία δύο ταχυτήτων, με τις επιχειρήσεις στην Αττική και στα Νησιά του Αιγαίου να βρίσκονται σε καλύτερη θέση, με βάση την εξέλιξη του κύκλου εργασιών, συγκριτικά με τις επιχειρήσεις της Βόρειας και Κεντρικής (υπόλοιπης) Ελλάδα.
Το 25,5% των πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς δηλώνουν μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα. Επιπρόσθετα, το 25,1 % των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων διαθέτει ρευστότητα μόλις για ένα μήνα. Τα στοιχεία, επομένως, αποκαλύπτουν ως κυρίαρχο πρόβλημα για το 50% των ΜμΕ την έλλειψη ρευστότητας.
Η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που δηλώνουν μείωση ταμειακών διαθέσιμων το δεύτερο εξάμηνο του έτους, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο, αποκαλύπτει διαφοροποίηση της διασποράς των εσόδων από τον τουρισμό στο σύνολο της οικονομίας ενώ 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πραγματοποίησε κάποιας μορφής επένδυση, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο, η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας ύψους έως 5.000 ευρώ και η χρηματοδότηση των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε συντριπτικά με ίδια κεφάλαια.
Επίσης, ο δείκτης ανασφάλειας των ΜμΕ ανήλθε στις 30,9 μονάδες τον Ιούλιο του 2023 και στις 35,7 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2024, καταγράφοντας αύξηση 4,8 μονάδων. Υπενθυμίζεται ότι, στην τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2024), το 16,6% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είναι πολύ πιθανό να διακόψει τη λειτουργία του στο μέλλον, ενώ το 19,1% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είναι αρκετά πιθανό.
Ωστόσο, ο δείκτης βιωσιμότητας βελτιώθηκε, καθώς μόλις το 2,2% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι 4,7% που ήταν τον Ιούλιο του 2023.
Δείτε αναλυτικά την έκθεση στο παρακάτω αρχείο:
ΙΜΕ_ΓΣΕΒΕΕ.pdf
www.bankingnews.gr
Την ίδια στιγμή, το 83,8% των ΜμΕ θεωρεί ότι οι εφαρμοζόμενες μέχρι σήμερα πολιτικές δεν έχουν συμβάλει καθόλου στην προώθηση του υγιούς ανταγωνισμού και την αποφυγή αθέμιτων ολιγοπωλιακών πρακτικών, έναντι μόλις 11,5% των επιχειρήσεων που πιστεύει το αντίθετο.
«Στην ελληνική οικονομία επικρατεί ένας βαθύτατος διχασμός. Στους κλάδους της μεγάλης βιομηχανίας δεσπόζουν μονοπώλια ή μονοπωλιακές τάσεις, ενώ στους κλάδους που κυριαρχούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κυριαρχούν συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού», σχολιάζει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Στην έκθεση αναφέρεται επίσης πως ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, υποχώρησε σχεδόν, κατά έξι μονάδες σε διάστημα ενός χρόνου (από 69,5 μονάδες στο Β' εξάμηνο του 2022, σε 63,9 μονάδες στο Β΄ εξάμηνο του 2023), επιβεβαιώνοντας την επιδείνωση της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων μετά από διαδοχικές κρίσεις και εν μέσω επίμονου πληθωρισμού.
«Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος συσχετίζεται με την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Η μεγάλη όμως υποχώρηση του δείκτη οικονομικού κλίματος κατά έξι μονάδες, που δεν είναι ανάλογη της οικονομικής επιβράδυνσης, αποκαλύπτει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στη χώρα μας, που εντείνονται, αντί να εξασθενούν. Αντίστοιχα, η υποχώρηση του δείκτη προσδοκιών των ΜμΕ κατά 4,1 μονάδες το δεύτερο εξάμηνο του 2023, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του έτους, προοιωνίζουν την είσοδο της οικονομίας σε συνθήκες στασιμότητας», σχολιάζεται.
Από την έρευνα προκύπτει πως το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 35% το διάστημα 2021-2023. Σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι το λειτουργικό κόστος τους αυξήθηκε τα τελευταία 2 έτη και δημιούργησαν πιεστικό περιβάλλον αύξησης τιμών στις υπηρεσίες και τα αγαθά που εμπορεύονται ενώ περισσότερες από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας (25,5% των πολύ μικρών επιχειρήσεων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και ότι έχει μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα ενώ το 25,1 % των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δηλώνει ότι διαθέτει ρευστότητα μόλις για ένα μήνα).
Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές εντείνουν την ανασφάλεια των επιχειρήσεων, «με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εισαγωγή τεκμαρτού συστήματος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, που αφορά άνω του 60% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων».
Για να σταματήσει η καθοδική πορεία των ΜμΕ, απαιτούνται μέτρα μείωσης των διοικητικών βαρών, διασφάλιση προσιτών τιμών στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες, πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις προσαρμογής τους στη διπλή μετάβαση (ψηφιακή και πράσινη) και εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού, σχολιάζειο η ΓΣΕΒΕΕ.
Ο κύκλος εργασιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων παρουσιάζει ήπια επιδείνωση το 2023, με το 57,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων να έχει ολοκληρώσει με κέρδη τη χρονιά ενώ σημαντικό εύρημα χαρακτηρίζεται η αύξηση των επιχειρήσεων που δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς, παραδοσιακά η θέση των επιχειρήσεων βελτιώνεται το δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους, λόγω της επίδρασης του τουρισμού.
Μάλιστα, το 2023, αν και το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 2%, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 3%.
Ο κύκλος εργασιών, σε αδρές γραμμές, παρέμεινε σταθερός στους 6 τομείς που συγκεντρώνεται η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενώ οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων το 2023 αυξήθηκαν κατά 6%. Ο τομέας με τις περισσότερες ενάρξεις ήταν οι κατασκευές και μεταφορά – αποθήκευση και η νομική μορφή που κατά πλειοψηφία επιλέχθηκε ήταν η ατομική επιχείρηση.
«Τα επιμέρους στοιχεία των δεδομένων των ερευνών οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποκαλύπτουν υψηλή συσχέτιση του μεγέθους της επιχείρησης με την αύξηση ή τη μείωση του κύκλου εργασιών, με εμφανές συμπέρασμα ότι οι πόροι της οικονομίας συγκεντρώνονται με αυξανόμενη ένταση στα χέρια όλο και λιγότερων φυσικών ή νομικών προσώπων» όπως υπογραμμίζεται στη σύνοψη της έρευνας.
Αποκαλύπτεται μια οικονομία δύο ταχυτήτων, με τις επιχειρήσεις στην Αττική και στα Νησιά του Αιγαίου να βρίσκονται σε καλύτερη θέση, με βάση την εξέλιξη του κύκλου εργασιών, συγκριτικά με τις επιχειρήσεις της Βόρειας και Κεντρικής (υπόλοιπης) Ελλάδα.
Το 25,5% των πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς δηλώνουν μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα. Επιπρόσθετα, το 25,1 % των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων διαθέτει ρευστότητα μόλις για ένα μήνα. Τα στοιχεία, επομένως, αποκαλύπτουν ως κυρίαρχο πρόβλημα για το 50% των ΜμΕ την έλλειψη ρευστότητας.
Η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που δηλώνουν μείωση ταμειακών διαθέσιμων το δεύτερο εξάμηνο του έτους, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο, αποκαλύπτει διαφοροποίηση της διασποράς των εσόδων από τον τουρισμό στο σύνολο της οικονομίας ενώ 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πραγματοποίησε κάποιας μορφής επένδυση, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο, η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας ύψους έως 5.000 ευρώ και η χρηματοδότηση των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε συντριπτικά με ίδια κεφάλαια.
Επίσης, ο δείκτης ανασφάλειας των ΜμΕ ανήλθε στις 30,9 μονάδες τον Ιούλιο του 2023 και στις 35,7 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2024, καταγράφοντας αύξηση 4,8 μονάδων. Υπενθυμίζεται ότι, στην τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2024), το 16,6% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είναι πολύ πιθανό να διακόψει τη λειτουργία του στο μέλλον, ενώ το 19,1% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είναι αρκετά πιθανό.
Ωστόσο, ο δείκτης βιωσιμότητας βελτιώθηκε, καθώς μόλις το 2,2% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι 4,7% που ήταν τον Ιούλιο του 2023.
Δείτε αναλυτικά την έκθεση στο παρακάτω αρχείο:
ΙΜΕ_ΓΣΕΒΕΕ.pdf
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών