Η ιστορία της Ελβετής αθλήτριας συγκλόνισε όλον τον κόσμο το 1984, ενώ χάραξε την έναρξη μιας νέας εποχής στους Αγώνες.
Πέντε λεπτά και σαράντα τέσσερα δευτερόλεπτα χρειάστηκε η Gabriela Andersen-Schiess, προκειμένου να ολοκληρώσει τον τελευταίο γύρο στον Μαραθώνιο γυναικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1984. Η αφόρητη ζέστη και υγρασία, επισκίαζαν το θέαμα των Αγώνων και δυσκόλευαν το έργο των δρομέων.
Όλα αυτά ήρθαν να κουμπώσουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο με τη χαμένη ευκαιρία της Ελβετής να ανακουφιστεί με λίγο νερό, αφού δεν είδε το σταντ που της προσέφερε αυτή τη δυνατότητα.
«Ήξερα αν σταματούσα ή καθόμουν, αυτό θα ήταν το τέλος. Ήμουν αποφασισμένη να φτάσω στη γραμμή του τερματισμού». Αυτό και έκανε. Η Andersen μπήκε στο γήπεδο για τον τελευταίο γύρο του Μαραθωνίου σε πολύ κακή κατάσταση - τα πόδια της με το ζόρι την κρατούσαν και δεν μπόρεσε καν να περπατήσει στην ευθεία. Αλλά στο μυαλό της, συνέχισε να λέει ότι θα παραμείνει συγκεντρωμένη.
Οι γιατροί έσπευσαν να της προσφέρουν βοήθεια αλλά εκείνη του έδιωξε, γνωρίζοντας ότι αν την άγγιζαν θα αποκλείονταν. «Οι μύες μου δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Ήμουν όμως 39 ετών και ήξερα ότι σε τέσσερα χρόνια η περίπτωση να προκριθώ ξανά ήταν πολύ μικρή».
Η Andersen-Schiess ολοκλήρωσε την προσπάθειά της στην 37η θέση έχοντας σταματήσει αρκετές φορές, δείχνοντας πως χάνει τις αισθήσεις της ανά διαστήματα, όμως ποτέ δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Όταν πια έφτασε στον τερματισμό γνώρισε την αποθέωση από το κοινό που βρισκόταν εκεί, τη στιγμή που η ίδια σωριαζόταν στα χέρια των γιατρών.
Κάθε δευτερόλεπτο του τελευταίου γύρου ήταν μια απλή υπενθύμιση για το τι πραγματικά αντιπροσωπεύουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Όχι τον θρίαμβο της νίκης, ούτε την ήττα, αλλά το να μπορεί το ανθρώπινο πνεύμα να κατακτήσει όλα όσα βρίσκονται μπροστά του.
Ξανθίππη Δασκαλάκη
Σχόλια αναγνωστών