Η πολυδιαφημιζόμενη αναβάθμιση της Ελληνικής αγοράς δεν πρέπει να υπερεκτιμάται
Και το βασικό ερώτημα των περισσοτέρων επενδυτών είναι τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα.
Όσοι είναι επενδυμένοι στην αγορά αναζητούν την υψηλότερη δυνατή έξοδο, ενώ όσοι είναι εκτός αναζητούν το κατάλληλο σημείο εισόδου.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν ούτε πάνσοφοι “guru” που ευαγγελίζονται ότι διαβάζουν το μέλλον.
Η μελέτη των οικονομικών στοιχείων (μακρο και μικρο), η τεχνική ανάλυση, οι υποθέσεις που βάζει στις παραμέτρους του ο κάθε αναλυτής αλλά κυρίως η Ορθολογική σκέψη, πρέπει να είναι οδηγός των επενδυτικών αποφάσεων μας.
Ότι συμβαίνει σήμερα στις αγορές έχει ξανά συμβεί άπειρες φορές για τους ίδιους λόγους και με τα ίδια αποτελέσματα, συνεπώς δικαιολογίες δεν υπάρχουν.
Ο βαθμός του ρίσκου που αναλαμβάνει κανείς ανεξαρτήτως επενδυτικού προϊόντος πρέπει να είναι τουλάχιστον ¼ μικρότερος σχετικά με την εκτιμώμενη απόδοση για να αποφύγει τυχόν δυσάρεστα αποτελέσματα.
Η ψυχολογία της αγοράς και η τάση σίγουρα αποτελούν βασικά στοιχεία αλλά όταν αλλάξουν, ελάχιστοι είναι ικανοί να το αντιληφθούν γιατί δεν θέλουν ή δεν μπορούν. Συνεπώς στρατηγικές stop loss θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή άμυνας ενός χαρτοφυλακίου.
Αναλύοντας λοιπόν τις βασικές παραμέτρους του σήμερα τις διαχωρίζουμε σε θετικές και αρνητικές.
Στις Θετικές παραμέτρους συμπεριλαμβάνονται η θετική ψυχολογία των αγορών (εγχώριας και ξένων), τα εξαιρετικά εταιρικά αποτελέσματα της πλειοψηφίας των εισηγμένων, η αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους και κατά συνέπεια των πληθωριστικών πιέσεων.
Ως αναφορά την Ελλάδα η πολυπόθητη επικείμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης αποτελεί για πολλούς “το μάννα εξ ουρανού” που θα ταΐσει την χρηματιστηριακή αγορά με νέα κεφάλαια και θα οδηγήσει τις αποτιμήσεις υψηλότερα. Στις Διεθνείς αγορές η μαγική φράση είναι Artificial Intelligence προσδοκώντας ότι θα ωθήσει τις επιχειρήσεις σε νέα επίπεδα παραγωγής , κερδοφορίας και θα λύσει όλα τα εγγενή προβλήματα της ανθρωπότητας.
Στις αρνητικές παραμέτρους σημαίνουσα θέση καταλαμβάνει ο επίμονος πληθωρισμός σε παγκόσμιο επίπεδο που αν και αποκλιμακώθηκε (πρόσκαιρα) λόγω της πτώσης των ενεργειακών τιμών, παραμένει υψηλός στα τρόφιμα, δημιουργώντας πολλαπλά προβλήματα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Η πολιτική αύξησης επιτοκίων και περιορισμού των προγραμμάτων παροχής ρευστότητας από τις Κεντρικές τράπεζες και κατά συνέπεια η εκτίναξη του κόστους χρήματος σε υψηλό 20-ετίας, για κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, θα αποτελέσει την θρυαλλίδα που θα οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Παρά το γεγονός ότι προς το παρόν η κατάσταση εμφανίζεται ελεγχόμενη, τέτοιου μεγέθους οικονομικές αποφάσεις λειτουργούν με χρονική υστέρηση μηνών, σαν φυτίλι βραδείας καύσης. Πολλές χώρες θα αντιμετωπίσουν προβλήματα αναχρηματοδότησης και οι ποιο αδύναμες πτωχεύσεων. Αντίστοιχα το υψηλό χρέος θα χτυπήσει επιχειρήσεις πλήττοντας την κερδοφορία τους αλλά και τα επενδυτικά προγράμματα τους. Τα νοικοκυριά, θα ακολουθήσουν το domino πλήττοντας την κατανάλωση τους.
Αναφορικά με τις νέες τεχνολογίες δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η θετική επίδραση τους, ειδικά στο 1ο κύμα ανάπτυξης τους. Απαιτείται όμως ικανός χρόνος ώστε να δοκιμαστούν και να εναρμονιστεί το οικονομικό περιβάλλον στην χρήση τους. Είναι νωπές οι μνήμες όσων ασχολήθηκαν με τις dot.com και τα δίκτυα, καθώς και η κατάληξη σχεδόν 20 χρόνια πριν.
Ειδικά για την Ελλάδα, παρά το ότι η χρονική κατανομή του χρέους της είναι μακροπρόθεσμη (λόγω PSI), το γεγονός ότι δανείζεται με επιτόκιο πέριξ του 3,70% σε όλες τις τελευταίες εκδόσεις, όταν το μέσο κόστος επιτοκίου για το 2023 ήταν στο 1,56% (στοιχεία ΟΔΔΗΧ 3/2023), αυξάνοντας σε απόλυτο αριθμό το χρέος της Κεντρικής κυβέρνησης στα 402 δις, και με δεδομένο το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να προβληματίζει τουλάχιστον.
Ως αναφορά τις ελληνικές επιχειρήσεις εισηγμένες και μη, θα αντιμετωπίσουν και αυτές προβλήματα αναχρηματοδότησης και αυξημένου κόστους δανεισμού που θα επηρεάσει σε 2ο χρόνο αρνητικά αποτελέσματα & επενδυτικά προγράμματα.
Το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα τραπεζικά ιδρύματα έσπευσαν να δανεισθούν με επιτόκια μεγαλύτερα του 7%, ενώ ακόμα και ο Μυτιληναίος πλήρωσε επιτόκιο 4% χρήζει προσοχής. Ως αναφορά τα νοικοκυριά τυχόν συνεχιζόμενη μετακύλιση του αυξημενου κόστους των επιχειρήσεων σε αυτά θα επηρεάσει άμεσα την κατανάλωση τους που ήδη πλήττεται από τον υψηλό πληθωρισμό.
Τα ανοικτά γεωπολιτικά θέματα θα συνεχίσουν να απασχολούν την επενδυτική κοινότητα και στο 2ο εξάμηνο του 2023, με εξάρσεις και υφέσεις, δημιουργώντας αυξημένη μεταβλητότητα, ιδίως στον κλάδο της ενέργειας και των Α’ Υλών.
Συμπερασματικά οι επενδυτές θα πρέπει να έχουν αυξημένα αντανακλαστικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Αν και οι 1350 μονάδες του ΓΔ μπορούν να διασπαστούν ανοδικά, πρέπει να έχουμε στην στρατηγική μας τον κανόνα «risk reward» και να αποφεύγουμε αψυχολόγητες αγορές, κυρίως στην περιφέρεια όπου ο εγκλωβισμός είναι σχεδόν βέβαιος.
Επιμένουμε στις χρήση στρατηγιών “stop loss” που θα μας προστατεύσουν σε πιθανό γύρισμα των αγορών.
Η πολυδιαφημιζόμενη αναβάθμιση της Ελληνικής αγοράς δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, αφού ως αναφορά τις ομολογιακές αγορές αυτό έχει ήδη τιμολογηθεί, ενώ η προσέλκυση νέων επενδυτικών κεφαλαίων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες που θα έχουν διαμορφωθεί στις χρηματαγορές τότε.
Τοποθετήσεις ρευστών διαθεσίμων σε βραχυχρόνιους τίτλους, κατά προτίμηση 3-μηνα και 6-μηνα έντοκα γραμμάτια Ελληνικού δημοσίου, με επιτόκια μεγαλύτερα του 3,6% είναι μια καλή εναλλακτική στα μηδενικά επιτόκια των τραπεζών και αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων, για επενδυτές χαμηλού ρίσκου, αναμένοντας μια διορθωτική κίνηση για επανατοποθετήσεις.
Καλό καλοκαίρι με λιγότερα προβλήματα…
Λουκάς Παπαϊωάννου
Corporate & Financial Advisor
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών