Το πρόβλημα πρόσβασης των επιχειρήσεων στην ρευστότητα, περιέγραψαν και οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων
Το πρόβλημα πρόσβασης των επιχειρήσεων στην ρευστότητα, περιέγραψαν και οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων οι οποίοι μετέχουν στη συζήτηση που εξελίσσεται σήμερα στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής και ζήτησαν «ελαστικοποίηση» των αυστηρών τραπεζικών κριτηρίων δανεισμού των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
«Επιδιώκουμε να δώσουμε δάνεια αλλά δεν μπορούμε να παραβούμε τους βασικούς κανόνες και τα ευρωπαϊκά κριτήρια υγιούς χρηματοδότησης», απάντησε από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Βασίλης Ράπανος.
Σταϊκούρας: Ήρθε η ώρα να στηρίξουν οι τράπεζες
«Τώρα είναι η ώρα των πιστωτικών ιδρυμάτων να συμβάλουν περισσότερο, καθοριστικά, ώστε όλες οι δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να οικοδομήσουμε μια οικονομία δυναμική, παραγωγική, εξωστρεφή, κοινωνικά δίκαιη, πράσινη, χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες» ανέφερε ο Χρήστος Σταϊκούρας.
Ο υπουργός Οικονομικών αποτιμώντας την πορεία παροχής ρευστότητας, είπε ότι τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, «επιβεβαιώνουν, ότι οι τράπεζες διοχετεύουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία». «Όχι όμως στην επιθυμητή ένταση και έκταση, ειδικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με σχετικά και συγκριτικά υψηλότερο κόστος δανεισμού» επισήμανε, σημειώνοντας πως πρόκειται για πρόβλημα «που δεν εμφανίζεται μόνο στη Ελλάδα, αλλά είναι εντονότερο στη χώρα μας» και τόνισε: «Πρέπει όλοι μας να συμβάλλουμε στην αντιμετώπισή του, με ρεαλισμό και υπευθυνότητα».Στα 11,2 δισ. ευρώ το σύνολο των νέων εκταμιεύσεων
Ο κ. Σταϊκούρας ανέφερε πως «το σύνολο των νέων εκταμιεύσεων προς τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως τζίρου το 8μηνο του έτους, ανέρχεται στα 11,2 δισ. ευρώ και ειδικά προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με κύκλο εργασιών έως 50 εκατ. ευρώ. Οι χορηγήσεις διαμορφώνονται στα 3,3 δισ. ευρώ από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 2021, εκ των οποίων, 1,2 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο μέχρι 500.000 ευρώ».
Ο υπουργός, υπογράμμισε πως πλέον «το τραπεζικό σύστημα διαθέτει καλύτερη ποιότητα ενεργητικού, φθηνή χρηματοδότηση από τις αγορές και το Ευρωσύστημα, και αυξημένες καταθέσεις» και τόνισε πως «η βασική επιδίωξη του οικονομικού επιτελείου, και συνολικά της κυβέρνησης, είναι τα τραπεζικά ιδρύματα να αποτελέσουν, ξανά, μοχλό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και ενεργοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας».
Επισήμανε πως η κυβέρνηση έχει κάνει αυτό που όφειλε «για να διοχετεύσουμε ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για βιώσιμη πιστωτική επέκταση» και «τώρα είναι η ώρα των πιστωτικών ιδρυμάτων να συμβάλουν περισσότερο, καθοριστικά».
Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης
Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε διεξοδικά στις πρωτοβουλίες που έχει λάβει η κυβέρνηση για την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, λέγοντας πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα ευρύ πλέγμα μέτρων στήριξης και ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ύψους 42,7 δισ. ευρώ, κρατώντας όρθια την κοινωνία και την οικονομία: με την μη επιστρεπτέα προκαταβολή, το προγράμματα επιδότησης δόσεων δανείων μέσα από το ΓΕΦΥΡΑ 1 και 2, τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Προσέθεσε πως προχωράει και η δημιουργία πλαισίου παροχής δανείων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η υλοποίηση έργων του Ταμείου Ανάκαμψης που αφορούν την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα, την παροχή κινήτρων για μεγέθυνση των επιχειρήσεων, ώστε να είναι, με βάση τραπεζικά κριτήρια, επιλέξιμες για χρηματοδότηση, την παροχή μικρο-πιστώσεων για τη χορήγηση δανείων έως 25.000 ευρώ χωρίς εξασφαλίσεις και το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ενιαία ρύθμιση οφειλών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ώστε να βελτιωθεί η προσβασιμότητά τους στο τραπεζικό σύστημα.
Η πιστωτική επέκταση
Ο υπουργός Οικονομικών για την αξιολόγηση της πιστωτικής επέκτασης, σημείωσε ότι έχουν αναληφθεί συγκεκριμένες πρωτοβουλίες όπως είναι η σύσταση Παρατηρητηρίου Ρευστότητας, η συγκρότηση του Συμβουλίου Ρευστότητας, ενώ υπάρχει συνεχής επικοινωνία με την ΕΕΤ και με φορείς της αγοράς και εκπροσώπους του τραπεζικού συστήματος για τη δημιουργία διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων και των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Επικαλούμενος την ετήσια έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την προσβασιμότητα των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό, ο κ. Σταϊκούρας ανέφερε πως η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο financing gap (δηλαδή, τη διαφορά μεταξύ της ζήτησης για νέα δάνεια και της προσφοράς τους από τις τράπεζες), το οποίο φθάνει το 14%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 4%. Επίσης, το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απορρίπτεται, ενώ το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό είναι 8%. Σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, η αναλογία χορηγήσεων δανείων σε μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις «γέρνει» - σταθερά - προς τις μεγάλες, αν και η σχέση τείνει να βελτιωθεί.
Συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις μεγάλες επιχειρήσεις επιταχύνθηκε κατά 10,8% το πρώτο τετράμηνο του 2021, και για τις μικρομεσαίες κατά 7,4%. Το μερίδιο των δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στη σωρευτική ακαθάριστη ροή δανείων, αυξήθηκε στο 44% το πρώτο τετράμηνο του έτους, από 37% το 2020 και 41% το 2019.
Ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως στόχος είναι η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης χωρίς να δημιουργηθούν κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σύστημα και να αποτραπεί μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων. Είπε πως τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προετοιμαστούν καλύτερα, ώστε να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες ή δυνητικά βιώσιμες επιχειρήσεις, ενσωματώνοντας και το πλαίσιο ρυθμίσεων οφειλών τους, διευρύνοντας την περίμετρο των δικαιούχων πιστώσεων. Να αναβαθμίσουν το σύστημα συλλογής πληροφοριών και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλύουν, σε μεγαλύτερο βάθος, τις ελληνικές επιχειρήσεις, να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις και να τιμολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Έτσι θα μειωθεί και το - πράγματι - υψηλό κόστος δανεισμού, το οποίο διατηρεί υψηλό, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλες χώρες, το καθαρό επιτοκιακό έσοδο (net interest income) των τραπεζών. Επίσης, θα πρέπει οι διαχειριστές, που πλέον κατέχουν μεγάλο όγκο «κόκκινων» δανείων, να ενεργοποιηθούν στην κατεύθυνση δημιουργίας επιλέξιμων για δανειοδότηση επιχειρήσεων. Και να αναπτυχθεί η συμβουλευτική, τόσο από τις τράπεζες όσο και από επιμελητήρια και φορείς της αγοράς.
Ράπανος: Μας δεσμεύουν τα ευρωπαϊκά κριτήρια
«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εισέρχεται σε μια νέα περίοδο» ανέφερε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Βασίλης Ράπανος κατά την εισηγητική ενημέρωση που έκανε στην Επιτροπή Οικονομικών σχετικά με τη τραπεζική ρευστότητα στην πραγματική αγορά. Επισήμανε πως οι τράπεζες έχουν καταβάλει μια μεγάλη προσπάθεια για την εξυγίανση των ισολογισμών τους και τη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων σημείωσε ότι εκτιμάται πως αυτά στο τέλος του 2022 θα διαμορφωθούν σε μονοψήφιο ποσοστό.
Σχετικά με τη δανειοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το 8μηνο του 2021, ο κ. Ράπανος είπε ότι δόθηκαν περί τα 5,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,6 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των 5 εκατομμύριών και τα άλλα περίπου 3 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις που έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 5 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος κατευθύνθηκε στους κλάδους της ενέργειας, των τροφίμων και ποτών, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, στις κατασκευές και στον αγροτικό τομέα. Εάν σε αυτά προστεθούν και αυτά που δόθηκαν σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις, σε ομολογιακά δάνεια και κοινοπρακτικά, το σύνολο της χρηματοδότησης συνολικά το 8μηνο ανήλθε στα 11,2 δισ. ευρώ από τα οποία τα 8,9 είναι από ίδια κεφάλαια των τραπεζών.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ παρατήρησε πως «παρά το γεγονός ότι επιδιώκουμε να αυξήσουμε την πελατεία μας, να διοχετεύσουμε την αυξημένη ρευστότητα, δεν μπορούμε να παραβούμε τους βασικούς κανόνες υγιούς χρηματοδότησης και τα κριτήρια τα οποία επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές, δηλαδή η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή». Βασικά στοιχεία, όπως εξήγησε , που δεν μας επιτρέπει να δανειοδοτήσουμε μικρές επιχειρήσεις είναι ότι πολλές από αυτές δεν διαθέτουν οικονομικά στοιχεία, βαρύνονται με κόκκινα δάνεια, δεν έχουν φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα ή έχουν αρνητικά η ανεπαρκή κεφάλαια. Σημείωσε ότι ο κύκλος εργασιών ανά εργαζόμενο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν έως 9 άτομα είναι ο μικρότερος στην ΕΕ όπως και ο δείκτης της παραγωγικότητας της εργασίας, ενώ στην Ελλάδα έχουμε το υψηλότερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων.
Ειδικά για τις χορηγήσεις δανείων σε ΜμΕ σε σχέση με το σύνολο των δανείων στον επιχειρηματικό τομέα είπε ότι αποτελούν το 53,7%, ποσοστό υψηλότερο από χώρες όπως η Ισπανία, Ιρλανδία, Ολλανδία , Γαλλία και Ιταλία, ενώ σε ό,τι αφορά τη διεθνοποίηση των επιχειρήσεων αυτών, μόλις το 5,3% εξάγουν και μόνο το 6,3% εισάγουν από την ΕΕ.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ προκειμένου να διευρυνθεί η δυνατότητα της τραπεζικής δανειοδότησης ζήτησε από την Πολιτεία να συνεχίσει τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις ώστε να έχουμε μόνιμη και υψηλή ανάπτυξη και να δοθούν κίνητρα για επιχειρηματικές συγχωνεύσεις και συνεργασίες για να βελτιώσουν τις δυνατότητές τους.
Αναφερόμενος στα παράπονα που υπάρχουν από τη συρρίκνωση του τραπεζικού δικτύου, ανέφερε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 1.702 καταστήματα τραπεζών σε όλη την επικράτεια, τα ΑΤΜ είναι 6.000 ενώ οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και λόγω της πανδημίας έχουν αυξηθεί κατά 200%, περίπου, τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, ο κ. Ράπανος αναφέρθηκε στις δράσεις κοινωνικής ευθύνης που έχουν προχωρήσει οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια σημειώνοντας πως και αυτές έχουν θετικό κοινωνικό πρόσημο όπως τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ στο ΕΣΥ, τις αναστολές δόσεων σε δανειολήπτες περιοχών που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές. Όπως και τα 6,1 εκατ. ευρώ που συνέδραμαν το ελληνικό Δημόσιο για τον εκσυγχρονισμό πλατφορμών των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών