Το 2013, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, το Ελληνικό Χρηματιστήριο βρέθηκε να υποβαθμίζεται από τις Ανεπτυγμένες Αγορές στις Αναδυόμενες ταυτόχρονα και από τους δυο σημαντικότερους δείκτες που παρακολουθούν οι παγκόσμιοι επενδυτές – τον MSCI, με ενεργητικό 12 τρισ και τον Russel index, με ενεργητικό 2 τρισ.
Δυστυχώς, η υποβάθμιση αυτή αποτελεί ένα κακό προηγούμενο, αφού κανένα άλλο χρηματιστήριο Ανεπτυγμένων Αγορών δεν έχει πέσει βαθμίδα.
Γιατί υποβαθμίστηκε το ελληνικό χρηματιστήριο
Μια πιο προσεκτική ματιά στο γιατί έγινε αυτή η υποβάθμιση θα βοηθήσει να αναγνωρίσουμε τι μπορούμε να διορθώσουμε και αντίστοιχα πόσο γρήγορα μπορούμε να διεκδικήσουμε ξανά την αναβάθμιση του χρηματιστήριου.
Η πτώση τού δείκτη κατά 91% από το 2007 έως το 2013 ήταν σίγουρα ένα ερέθισμα για την υποβάθμιση, αλλά ο κύριος λόγος ήταν άλλος:
Βασικά, το ελληνικό χρηματιστήριο δεν πληρούσε πλέον τα κριτήρια σε ότι αφορά τις δανειοδοτικές διευκολύνσεις τίτλων, τις ανοικτές πωλήσεις (short selling) και την ασφαλή μεταβιβασιμότητα των τίτλων, και όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση τού όγκου των συναλλαγών, εμπόδιζαν πλέον την Ελλάδα να έχει μια πλήρως λειτουργική αγορά.
Η ρευστότητα παίζει μεγάλο ρόλο σε μια απόφαση υποβίβασης, και το 2013 στην Ελλάδα η ρευστότητα μειώθηκε περισσότερο από το μισό σε σύγκριση με το 2010, υποδηλώνοντας προφίλ υψηλότερου λειτουργικού κινδύνου, περισσότερο σύμφωνο με αυτό των αναδυόμενων χώρων.
Το πλεονέκτημα ονομάζεται ευρώ
Η Ελλάδα έχει ένα βασικό πλεονέκτημα όντας στις αναδυόμενες αγορές: είναι η μόνη χώρα σε αυτές που έχει αποθεματικό νόμισμα το Ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι, για τους ξένους επενδυτές, δεν υπάρχει συναλλαγματικός κίνδυνος και τελευταία ούτε επιτοκιακός κίνδυνος, λόγω Ευρωζώνης, κι έτσι η Ελλάδα αποτελεί ελκυστικότερο προορισμό επενδύσεων γι αυτούς.
Άρα με την υποβάθμιση, προέκυψε το ερώτημα αν είναι προτιμητέο να μείνει η Ελλάδα στις Αναδυόμενες αγορές ή αν πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια να αναβαθμισθεί πάλι στις Ανεπτυγμένες αγορές.
Επειδή οι συναλλαγές στις Ανεπτυγμένες Αγορές αντλούν τουλάχιστον το 70% από τα 14 τρισ των δύο δεικτών MSCI – Russell (ενώ το υπόλοιπο 30 μοιράζεται σε δύο άλλες κατηγορίες), η απάντηση στο ερώτημα, παραμονή στις Αναδυόμενες ή αναβάθμιση στις Ανεπτυγμένες, είναι αναμφισβήτητα υπέρ της αναβάθμισης.
Γιατί η αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες είναι καλύτερα από την υφιστάμενη κατάσταση των αναδυόμενων;
Ερχόμενοι στην σημερινή συγκύρια, βλέπουμε μια δυσαρμονία ανάμεσα στο ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων, και στην αντίστοιχη χαμηλή ρευστότητα και απόδοση του ελληνικού χρηματιστήριου – με πάνω από 70% πτώση στην απόδοση των ομολόγων και με τον γενικό δείκτη τού χρηματιστηρίου σχετικά στάσιμο κατά το 2020.
Αν διαχωρίσουμε τις αποδόσεις των ελληνικών τραπεζικών μετοχών από τις υπόλοιπες ενταγμένες στο χρηματιστήριο, λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών που επηρεάζουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότερες εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης έχουν σημειώσει σημαντικά κέρδη τα τελευταία δυο χρόνια.
Με ομαλότερη απόδοση τραπεζών ο Γενικός Δείκτης στις 1.500 μονάδες
Εάν οι μετοχές των τραπεζών είχαν ομαλότερη απόδοση, ο γενικός δείκτης θα ήταν σήμερα πάνω από 1.500 μονάδες.
Απόδειξη των παραπάνω είναι ότι στα κύρια χαρακτηριστικά που ελέγχουν οι ξένοι επενδυτές προκειμένου να επενδύσουν, οι Ελληνικές μετοχές με βάση των Δείκτη MSCI είναι σχετικά ανταγωνιστικές:
Αξία μετοχών: οι ελληνικές μετοχές είναι σχετικά φθηνές ως προς τις άλλες των αναδυόμενων και ανεπτυγμένων αγορων.
Μέγεθος εταιρειών: το μέγεθος των ελληνικών εταιριών είναι σχετικά μικρό, αλλά υπάρχουν και χώρες που ανήκουν στις Ανεπτυγμένες Αγορές με πολλές και μικρότερες εταιρείς, όπως το Ισραήλ.
Εταιρείες με Υγιή Ισοζυγία: Οι ελληνικές εταιρείες δείχνουν να έχουν καλύτερη ποιότητα οικονομικών στοιχείων από τον μέσο όρο των Αναδυομένων αγορών στις οποίες ανήκουν τώρα.
Μερισματική απόδοση: οι ελληνικές εταιρείες έχουν διπλάσια μερισματική απόδοση από πολλές, τόσο των Ανεπτυγμένων όσο και των Αναδυόμενων Αγορών.
Momentum: Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν υπάρχει δυναμική ανόδου των μετοχών (το λεγόμενο Momentum).
Διακύμανση: Δυστυχώς, η διακύμανση στις Ελληνικές μετοχές είναι αρκετά υψηλότερη από αυτές των προαναφερομένων αγορών.
Ποια μέτρα πρέπει λοιπόν να πάρουμε για να μπορέσουμε να δώσουμε βάθος στην Ελληνική αγορά ώστε τελικά να οδηγηθεί στην αναβάθμισή της στις Ανεπτυγμένες Αγορές;
1) Η βιωσιμότητα τής οικονομικής ανάπτυξης τής χώρας είναι ένα βασικό κριτήριο. Σε αυτήν την κατεύθυνση, κι εφόσον το εμβολιαστικό πρόγραμμα σε παγκόσμιο επίπεδο προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς στους επομένους μήνες, μπορούμε να ευελπιστούμε ότι το 2021 και 2022 η χώρα θα προσεγγίσει επίπεδα ανάπτυξης 12% για την συνολική διάρκεια των δυο ετών – πράγμα που θα βοηθήσει την προσέλκυση ξένων επενδυτών .
2) Η δυνατότητα πρόσβασης στις ελληνικές μετοχές μέσω όσο το δυνατόν περισσότερων ηλεκτρονικών πλατφορμών, στις οποίες γίνονται αγοραπωλησίες με πολύ μικρά ποσά, αλλά τεράστιους συνολικά όγκους συναλλαγών.
Κίνητρα διπλής καταχώρισης
3) Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για διπλή καταχώριση ελληνικών εταιρειών σε χρηματιστήρια και του εξωτερικού.
Το Ελληνικό Χρηματιστήριο να βοηθήσει τις εταιρίες που είναι ήδη εισηγμένες ή είναι έτοιμες να εισαχθούν να συμμετέχουν και σε άλλα Χρηματιστήρια όπως LSE, NASDAQ,, NYSE, FFT, Paris, ακόμα και σε αγορές τής Μέσης και Άπω Ανατολής, όπως το Ντουμπάι, το Άμπου Ντάμπι, το Ριαντ, τη Σιγκαπούρη, Κορέα etc.
Για παράδειγμα, το Χρηματιστήριο του Τελ Αβίβ και το Χρηματιστήριο της Σιγκαπούρης υπέγραψαν συμφωνία εταιρικής σχέσης που επιτρέπει στις ισραηλινές εταιρείες τεχνολογίας να αντλούν κεφάλαια και από δύο αγορές ταυτόχρονα και να καταγράφονται και στα δύο χρηματιστήρια.
4) Ταυτόχρονα, το Ελληνικό Χρηματιστήριο θα πρέπει να προσεγγίσει μικρομεσαίες εταιρείες εισηγμένες σε ξένα χρηματιστήρια και να τις προσελκύσει σε παράλληλη εισαγωγή και στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Αυτές οι δυο κινήσεις δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ανταγωνιστικές για το ελληνικό χρηματιστήριο, αλλα αντίθετα να εκτιμηθούν ως ευκαιρία να διευρύνει την επενδυτική του βάση.
5) Να εισαχθούν πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που θα μπορέσουν να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν μέσα από το χρηματιστηριο, δίνοντάς του έτσι το ποθητό momentum.
Το Χρηματιστήριο Αθηνων πρέπει είναι μια φυσική επιλογή για μικρές και μεσαίες εταιρείες τόσο Ελληνικές, όσο και Βαλκανικές και Ευρωπαϊκές, που θέλουν να αποκτήσουν αξία και ωριμότητα πριν από την εισαγωγή τους στα μεγάλα χρηματιστήρια.
Στο προαναφερόμενο παράδειγμα τού χρηματιστηρίου τού Ισραήλ των Ανεπτυγμένων Αγορών, βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση τριπλάσιες εταιρείες από όσες στο Ελληνικό, με μικρότερη μέση κεφαλαιοποίηση ανά εταιρεία, αλλά με πενταπλάσια συνολική κεφαλαιοποίηση (250 δις) έναντι τού Ελληνικού χρηματιστηρίου (50 δις).
6) Συνακόλουθα, πρέπει να επιτευχθεί μείωση του κόστους εισαγωγής μιας εταιρείας στο Ελληνικό Χρηματιστήριο αλλά και τού κόστος διατήρησής της στο χρηματιστήριο. Αυτό το κόστος πρέπει να είναι ανταγωνιστικό έναντι όλων των άλλων Αναδυόμενων Αγορών, και προφανώς χαμηλότερο από αυτό των Ανεπτυγμένων Αγορών.
Να αντιγράψει το χρηματιστήριο τα ομόλογα
7) Να δοθούν κίνητρα ώστε να δημιουργηθούν περισσότερα ETFs συνδεδεμένα με τις ελληνικές μετοχές. Τα αμοιβαία κεφάλαια που παρακολουθούν τα ETFs δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποκτήσουν τις μετοχές που περιλαμβάνονται στα ETFs, αφού εξ ορισμού αυτό ακριβώς απαιτεί η επενδυτική τους πολιτική.
8) Το Ελληνικό Χρηματιστήριο πρέπει να αντιγράψει το μοντέλο τής Αγοράς των Ελληνικών Ομολόγων, όπου οι 14 από τους 18 Primary Dealers είναι οι μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες στον κόσμο (BARCLAYS, BNP PARIBAS, BofA, CITIGROUP, COMMERZBANK, CREDIT SUISSE, SOCIEDAD DE VALORES, DEUTSCHE BANK, GOLDMAN SACHS, HSBC, JP MORGAN, MORGAN STANLEΥ, NOMURA, SOCIETE GENERALE) Άρα, πρέπει να δοθούν και κίνητρα για να συμμετάσχουν αυτές οι τράπεζες ως διαμεσολαβητές/Χρηματιστές στο ελληνικό χρηματιστήριο (αυτή τη στιγμή συμμετέχει μόνο μία από αυτές). Είναι αυτοί που έχουν την δυνατότητα να εισάγουν χιλιάδες νέους επενδυτές στην ελληνική αγορά.
Όλα αυτά χρειάζεται να γίνουν έχοντας πάντα κατά νου τα κριτήρια προσβασιμότητας στην αγορά, δηλαδή 1) την ευκολία απόκτησης μετοχών 2) την ευκολία εισροών / εκροών κεφαλαίων 3) την διαθεσιμότητα επενδυτικών εργαλείων και 4) το ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο.
Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει σταθερότητα και αυστηρή εφαρμογή τού θεσμικού πλαισίου. Περιπτώσεις όπως τής Folli Fοllie και τής MLS πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα, γιατί διαφορετικά φέρουν ανεπανόρθωτο πλήγμα στην ελληνική αγορά.
Γιώργος Κοφινάκος
Διευθύνων Σύμβουλος StormHarbour London
Επισκέπτης Καθηγητής Rutgers Graduate School New Jersey
Απόσπασμα ομιλίας μου από το Συνέδριο «Το Ελληνικό Χρηματιστήριο στην μετα Covid-19 Εποχή»
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών