Kορυφαίοι δείκτες υποδηλώνουν ότι η δραστηριότητα έχει αρχίσει να αποδυναμώνεται μετά από ένα σταθερό ξεκίνημα του έτους
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η συμβουλευτική εταιρεία, «αν και οι υφέσεις δεν έχουν κατισχύσει ακόμη στον βαθμό που φοβόμασταν, αυτό φαίνεται να αντανακλά προσωρινούς παράγοντες».
Τα νοικοκυριά σε ορισμένες ανεπτυγμένες αγορές έχουν εξαντλήσει το κομπόδεμά τους, το οποίο είχαν συγκεντρώσει χάρη στην υποστηρικτική δημοσιονομική πολιτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Οι παραγωγοί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τυχόν εκκρεμότητες τώρα που οι ελλείψεις ανήκουν στο παρελθόν.
Και οι δύο, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, επωφελήθηκαν από τις χαμηλότερες τιμές στα εμπορεύματα νωρίτερα μέσα στο 2023.
Αλλά κανένα από αυτά τα στηρίγματα δεν θα έχει διάρκεια καθώς γίνεται ολοένα και σαφέστερο πως η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής κάνει τη… δουλειά της.
Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι δραματικά πιο περιοριστικές ενώ η πιστωτική ανάπτυξη έχει αποδυναμωθεί ή ακόμη και έχει γίνει αρνητική σε όλες τις προηγμένες οικονομίες.
Παρότι οι καταναλωτικές δαπάνες εν συνόλω παραμένουν ικανοποιητικές, ο δείκτης της Capital Economics για τις ευαίσθητες στα επιτόκια δαπάνες αποδυναμώνεται και πρόκειται να εξασθενήσει περαιτέρω.
Σε αυτό το πλαίσιο, λέει η συμβουλευτική εταιρεία, «εξακολουθούμε να αναμένουμε ύφεση στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης ενώ υποψιαζόμαστε ότι το αμερικανικό ΑΕΠ επίσης θα συρρικνωθεί.
Οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας θα αυξήσουν τον πληθωρισμό στις προηγμένες οικονομίες, ωστόσο αναμένουμε αυτό θα αντισταθμιστεί εύκολα από τη συνεχιζόμενη μείωση του δομικού πληθωρισμού.
«Συνεπώς, αμφιβάλλουμε ότι η Fed, η ΕΚΤ ή η Τράπεζα της Αγγλίας θα επιτύχουν τις αυξήσεις των επιτοκίων που αναμένουν οι αγορές - ίσως χρειαστεί να μειώσουν τα επιτόκια νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Η σχετικά σταθερή αύξηση των μισθών θα σημαίνει ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στα υψηλότερα επίπεδα για λίγο περισσότερο στην Ευρώπη, αλλά όταν αρχίσουν οι περικοπές θα είναι πιο επιθετικές από ό,τι συνήθως».
Σε ό,τι αφορά την Κίνα, η Capital Economics επισημαίνει πως μετά από μια περίοδο στασιμότητας θα βιώσει μέτρια κυκλική ανάκαμψη.
Ωστόσο, οι ισχυροί αντίθετοι άνεμοι σημαίνουν ότι η βελτίωση δεν θα διαρκέσει για πολύ και οι θετικές παγκόσμιες διαρροές θα είναι περιορισμένες.
Μπορεί ακόμη και να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις εάν η ζήτηση από την Κίνα αυξήσει περαιτέρω τις τιμές των εμπορευμάτων.
Στις Αναδυόμενες Αγορές, οι κορυφαίοι δείκτες υποδηλώνουν ότι η δραστηριότητα έχει αρχίσει να αποδυναμώνεται μετά από ένα σταθερό ξεκίνημα του έτους.
Η αδυναμία των ανεπτυγμένων αγορών θα επιβαρύνει τις εξαγωγές ενώ παράλληλα η δημοσιονομική πολιτική θα ενισχυθεί σε αρκετούς τομείς.
Εξαίρεση θα αποτελέσει η Ινδία, η οποία θα επωφεληθεί από μια προεκλογική δημοσιονομική ώθηση και θα συνεχίσει να ηγείται των μεγάλων οικονομιών.
Εν συνόλω, λέει η Capital Economics, «αναμένουμε μια παγκόσμια οικονομική επέκταση 3,1% φέτος που θα ακολουθηθεί από ανάπτυξη κάτω της τάσης κατά 2,5% το 2024 και μέτρια ανάκαμψη το 2025».
Ο βασικός καθοδικός κίνδυνος παγκοσμίως είναι ο επίμονος πληθωρισμός, γεγονός που θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν περαιτέρω τα επιτόκια.
Σημειώνεται πως τυχόν απότομη πτώση του πληθωρισμού θα μπορούσε να προκαλέσει ταχύτερη χαλάρωση της πολιτικής, επιτρέποντας σε ορισμένους δανειολήπτες να παρακάμψουν εντελώς αυτόν τον κύκλο σύσφιξης.
Πόλεμος, οικονομία… διδάγματα
Μια ερώτηση που λαμβάνουμε συχνά από πελάτες είναι ποια διδάγματα προσφέρουν οι προηγούμενοι πόλεμοι του Ισραήλ όταν σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις στην οικονομία του από τη σημερινή σύγκρουση.
Αν και δεν υπάρχουν δύο ίδια γεγονότα, ένα μάθημα είναι ότι το βραχυπρόθεσμο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα είναι πιθανό να είναι απότομο αλλά προσωρινό.
Οι προηγούμενοι πόλεμοι οδήγησαν επίσης σε μακροπρόθεσμη αλλαγή σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι συνέπειες της οποίας εξαρτήθηκαν από την κατάσταση της οικονομίας πριν από τον πόλεμο.
Υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι ο τρέχων πόλεμος κατά της Hamas μπορεί να έχει πληθωριστικές συνέπειες, αν και τίποτα δεν θυμίζει τη δεκαετία του 1970.
Η ανάλυση της οικονομίας του Ισραήλ κατά τη διάρκεια προηγούμενων πολέμων, όπως ο Πόλεμος των Έξι Ημερών του Ιουνίου 1967 και ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ του Οκτωβρίου 1973 καθίσταται δύσκολη λόγω των αποσπασματικών δεδομένων που έχουμε στη διάθεσή μας γι’ αυτές τις χρονικές περιόδους.
Αλλά με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, τόσο οι πόλεμοι του 1967 όσο και του 1973 προκάλεσαν ένα απότομο χτύπημα στην οικονομία του Ισραήλ.
Η εκτίμησή μας για την εποχικά προσαρμοσμένη βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά περίπου 20-25% τον μήνα της σύγκρουσης.
Αλλά το 1967, οι εξαγωγές διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα ενώ και η βιομηχανία ανέκαμψε γρήγορα μόλις έληξε η σύγκρουση.
Η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ήταν στην πραγματικότητα λίγο μεγαλύτερη το 1967 από ό,τι το 1966.
Αντίθετα, το 1973, οι εξαγωγές μειώθηκαν απότομα και χρειάστηκε πολύ περισσότερος χρόνος (τρεις έως έξι μήνες) για να ανακάμψουν στα προ πολέμου επίπεδα.
Η αύξηση του ΑΕΠ ήταν πολύ πιο αδύναμη το 1973 από ό,τι το 1972.
Διδάγματα…
Σύμφωνα με την Capital Economics, ένα μάθημα από αυτούς τους πολέμους είναι ότι η διάρκεια και η σοβαρότητα της σύγκρουσης έχουν σημασία (ο πόλεμος του 1973 διήρκεσε περισσότερο).
Δεδομένου ότι η τρέχουσα σύγκρουση είναι πιθανό να είναι ακόμη μεγαλύτερη (ορισμένοι θεωρούν την χερσαία εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα σε περίπου τρεις μήνες), αυτό θα υποδηλώνει ότι το χτύπημα στη δραστηριότητα θα είναι μεγαλύτερης κλίμακας.
Ομοίως, όμως, ο αντίκτυπος μπορεί να μετριαστεί κάπως από την πολύ διαφορετική φύση της οικονομίας του Ισραήλ σήμερα.
Είναι μια οικονομία πολύ πιο προσανατολισμένη στις υπηρεσίες με έναν ακμάζοντα τομέα υψηλής τεχνολογίας.
Πολλοί από αυτούς τους ρόλους μπορούν να εκτελεστούν εξ αποστάσεως και ενδέχεται να υποστούν μεγάλο πλήγμα από τοπικές συγκρούσεις (αν και θα υπάρξουν κάποιες επιπτώσεις καθώς μεγάλος αριθμός εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς έχει κληθεί για στρατιωτική θητεία).
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών