Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

ΔΝΤ: Επειγόντως μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία για να μειωθεί το υπέρογκο χρέος

ΔΝΤ: Επειγόντως μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία για να μειωθεί το υπέρογκο χρέος
Η έκθεση του ΔΝΤ στο πλαίσιο του «Άρθρου 4» για την Ιταλία
Σχετικά Άρθρα
«Καμπανάκι» για το πολύ υψηλό έλλειμμα και δημόσιο χρέος, χτυπά για την Ιταλία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), προειδοποιώντας ότι οι αδύναμες δημοσιονομικές επιδόσεις θα διαβρώσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Στην έκθεσή του στο πλαίσιο του «Άρθρου 4» για την Ιταλία, το ΔΝΤ αναφέριε πως η οικονομία της Ιταλίας ανέκαμψε από την πανδημία και το σοκ στις τιμές της ενέργειας από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ωστόσο, η ανάπτυξη μετριάστηκε. Αν και συνέβαλε στην ανάκαμψη, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική διατήρησε το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος πολύ υψηλά, λειτουργώντας ως τροχοπέδη στις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
«Διατηρώντας ένα αρκετά μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, θα χρειαστεί παράλληλα πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια για επενδύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη», σχολιάζει το ΔΝΤ.
«Η προσαρμογή σε αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες έχει προχωρήσει ομαλά και το τραπεζικό σύστημα παραμένει υγιές, αλλά τα υψηλά επιτόκια και τα μειωμένα αποθέματα ρευστότητας θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους. (...) Η συνέχιση του εντοπισμού και της αντιμετώπισης των θυλάκων ευπάθειας μεταξύ των λιγότερο σημαντικών τραπεζών και η ενίσχυση των μηχανισμών για την αντιμετώπιση των επισφαλών δανείων NPLs, παραμένουν προτεραιότητες.
Απαιτείται επειγόντως η αναζωογόνηση της παραγωγικότητας. Η πλήρης και έγκαιρη εκτέλεση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ακολουθούμενη από ένα διάδοχο μεσοπρόθεσμο διαρθρωτικό δημοσιονομικό σχέδιο που εστιάζει σε ζωτικής σημασίας δημόσιες υποδομές, έρευνα και καινοτομία, μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, θα υποστηρίξει αυτόν τον στόχο», σημειώνεται στην έκθεση.

Μόλις λίγες ημέρες πριν, η Scope Ratings προειδοποιούσε πως το δημόσιο χρέος της Ιταλίας (BBB+ αξιολόγηση με σταθερό outlook) θα είναι το υψηλότερο μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ως ποσοστό του ΑΕΠ, ξεπερνώντας αυτό της Ελλάδας (BBB- αξιολόγηση με σταθερό outlook) τα επόμενα τρία χρόνια, σύμφωνα με εκτίμηση της Scope Ratings.
Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης συστήνει στην Ιταλία να συγκρατήσει την τροχιά του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους για να καθησυχάσει τους επενδυτές, καθώς πιθανότατα θα αντιμετωπίσει μια Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος έως τον Ιούνιο 2024 -σύμφωνα με τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Η υποστήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι ζωτικής σημασίας για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ιταλίας: «Εάν αυτή η στήριξη εξασθενούσε, οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης για το υψηλό δημόσιο χρέος της Ιταλίας θα αυξάνονταν σημαντικά». Η ιταλική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συμφωνήσουν σε μια πορεία δαπανών φέτος για να καθορίσουν την κλίμακα της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των δημόσιων δαπανών, η ενίσχυση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος και η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, θα είναι ζωτικής σημασίας, σχολιάζει η Scope.
Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης αναμένει το δημόσιο χρέος της Ιταλίας να αυξηθεί στο 143,7% του ΑΕΠ έως το 2028 από 137,3% το 2023 -με βάση τις τρέχουσες τάσεις. Η αύξηση 6,4 π.μ. είναι σύμφωνη με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες που αντιμετωπίζουν δύσκολες δημοσιονομικές προοπτικές όπως το Βέλγιο (+8,9 π.μ.), το Ηνωμένο Βασίλειο (+7,7 π.μ.) και η Γαλλία (+2,6 π.μ.). Ωστόσο, τα σημεία εκκίνησης του δημοσίου χρέους αυτών των χωρών προς το ΑΕΠ της τάξης του 101-111% περίπου στο τέλος του 2023, είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά της Ιταλίας. Η Ιταλία αποκλίνει επίσης από τις χώρες στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας κατά τη διάρκεια της κρίσης στη ζώνη του ευρώ, όπου οι μεταρρυθμίσεις συμβάλλουν στην πτώση των δεικτών χρέους προς ΑΕΠ: Ελλάδα (-21,8 π.μ.), Πορτογαλία ( -15,8 π.μ.) και Ισπανία (-9,5π.μ.).

Η Ιταλία χρειάζεται δημοσιονομική εξυγίανση περίπου 135 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια

Το επίμονα υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ της Ιταλίας αντανακλά εν μέρει τη μεγάλη χρήση φορολογικών κινήτρων για ανακαινίσεις κτιρίων από το 2020, με αποτέλεσμα υψηλότερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ένας άλλος παράγοντας είναι οι καθυστερήσεις σε ορισμένες επενδύσεις στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) που υποστηρίζεται από την ΕΕ. Οι δαπάνες είναι πλέον συγκεντρωμένες στην περίοδο 2024-2026. Τα υψηλότερα επιτόκια έχουν επίσης ωθήσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, σε ποσοστό άνω του 4% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, σημειώνει η Scope.
Με βάση την επίδοση 1% περίπου της οικονομικής ανάπτυξης και το 2% στον πληθωρισμό κατά μέσο όρο την περίοδο 2025-2029, η Ιταλία απαιτεί σωρευτική βελτίωση του πρωτογενούς κρατικού ισοζυγίου περίπου 5,8 π.μ. του ΑΕΠ (περίπου 135 δισ. ευρώ) το 2025-2029 για να υποστηρίξει μια σταδιακή μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1 π.μ. ετησίως από το 2027. Η χαμηλότερη ανάπτυξη ή ο χαμηλότερος πληθωρισμός θα αύξανε σημαντικά τον απαιτούμενο βαθμό δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Το εκτιμώμενο ποσό των 135 δισ. ευρώ της απαιτούμενης δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι ελαφρώς υψηλότερο από το κόστος των φορολογικών κινήτρων που έχουν χορηγηθεί μέχρι σήμερα για ανακαινίσεις κτιρίων με στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης, γνωστό ως «Superbonus», το οποίο οδήγησε σε εκπτώσεις φόρου 122,2 δισ. ευρώ. Το καθεστώς έχει συμβάλει σημαντικά στον αυξημένο, αν και προσωρινό, αντίκτυπο στο δημοσιονομικό έλλειμμα κατά 8,6% του ΑΕΠ το 2022 και 7,4% το 2023 και θα οδηγήσει σε υψηλότερο χρέος προς το ΑΕΠ το 2024-2026.
Πρόσφατες εκτιμήσεις του ιταλικού δημοσιονομικού συμβουλίου δείχνουν μια μέση ετήσια αύξηση του χρέους, που σχετίζεται με το Superbonus, κατά σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα τρία χρόνια, σε σύγκριση με μια μέση αύξηση 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2021-23. Μια πρόσφατη προτεινόμενη τροποποίηση του μέτρου θα επεκτείνει τις εκπτώσεις φόρου από πέντε σε 10 χρόνια για τις εργασίες ανακαίνισης που θα πραγματοποιηθούν από το 2024, επεκτείνοντας τον αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος σε μεγαλύτερη περίοδο.
Σίγουρα, το Superbonus έχει στηρίξει νέες επενδύσεις σε ακίνητα ύψους 117,2 δισ. ευρώ και αύξηση σχεδόν 40% στη δραστηριότητα στον κατασκευαστικό τομέα το 2020-23. Ενώ τα φορολογικά κίνητρα αύξησαν το ΑΕΠ κατά περίπου 2,4 ποσοστιαίες μονάδες το 2021-24, μεγάλο μέρος αυτού του οικονομικού οφέλους θα αποδειχθεί προσωρινό και είναι απίθανο να αντισταθμίσει το υποκείμενο δημοσιονομικό κόστος.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης