Τους κινδύνους που δημιουργεί το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος των 242,6 δισ. ευρώ, αλλά και η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους, υπογραμμίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην ετήσια έκθεσή του
Ανάπτυξη αρκετά χαμηλότερη σε σύγκριση με την εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών για το 2021, που ενσωματώθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό, προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, την οποία τοποθετεί στο 2,7%, ενώ το ΥΠΟΙΚ αναμένει ότι θα φθάσει στο 4,8%.
Πάντως στην έκθεση προτίθεται ότι η εν λόγω πρόβλεψη μπορεί να αναθεωρηθεί, κάτι το οποίο θα εξαρτηθεί τόσο από την εξέλιξη της πανδημίας και φυσικά των μέτρων περιορισμού, όσο και από την αξιοποίηση τωνκεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ανησυχία για το ιδιωτικό χρέος
Ένα ακόμη σημείο που δημιουργεί ανησυχίες, σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, είναι το επίπεδο στο οποίο θα διαμορφωθεί το ιδιωτικό χρέος εξαιτίας και της κρίσης που έχει δημιουργήσει η πανδημία.
Στα τέλη του περασμένου έτους το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος έφθασε στα 242,6 δισ. ευρώ, με το Γραφείο Προϋπολογισμού να θεωρεί ότι θα αυξηθεί σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο το επόμενο διάστημα και πιθανώς να χρειαστεί να υπάρξουν νέες παρεμβάσεις διευκόλυνσης των οφειλετών.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, το ΓΠΚΒ προειδοποιεί ότι η προσωρινή χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη δεν δημιουργεί πραγματικό δημοσιονομικό χώρο, ενώ το πρόσθετο χρέος που δημιουργείται θα παραμείνει μετά την πανδημία και η εξυπηρέτησή του θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό.
Πιο αναλυτικά, στο προοίμιο της ετήσιας έκθεσής του, το ΓΠΚΒ αναφέρει ότι το 2020 η ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια ύφεση 8,2%, έναντι 6,6% στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης.
Η ύφεση προήλθε κυρίως από τη μεγάλη μείωση των Εξαγωγών Υπηρεσιών (-43%) και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (-5,2%).
Παράλληλα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε σοβαρή επιδείνωση της τάξης των 8,4 δισ. (5,2% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2019, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει αρνητικός στην περιοχή του -2%.
Η ανεργία παραμένει σταθερή εξαιτίας των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας και της μείωσης του εργατικού δυναμικού.
Στα δημόσια οικονομικά, η επιδείνωση που καταγράφεται το 2020 σε σχέση με το 2019 φτάνει τα 20,4 δισ., διαμορφώνοντας πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 14 δισ. ευρώ (8,4% του ΑΕΠ).
Εκτιμάται ότι το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο εξαιτίας του ειδικού τρόπου καταγραφής των έκτακτων μέτρων και ιδιαίτερα των φορολογικών αναστολών και της επιστρεπτέας προκαταβολής, καθώς τα ποσά που αναμένεται να επιστραφούν στο μέλλον δεν θα υπολογιστούν στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε περίπου κατά 10 περίπου δισ., φτάνοντας τα 341 δισ. (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020.
Η επιδείνωση αυτή προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα περίπου 14,8 δισ. (χωρίς τις εγγυήσεις) που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς και από τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Παρά τις δυσμενείς οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, η διεθνής πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου παραμένει ισχυρή, όπως φάνηκε από την πρόσφατη έκδοση του 30ετούς κρατικού ομολόγου με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και αυξημένο ενδιαφέρον από τους διεθνείς επενδυτές.
Με αυτά τα δεδομένα, η πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού για τον ρυθμό μεγέθυνσης του 2021 είναι 2,7%.
Η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, που προέρχεται τόσο από την εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων όσο και από ενδεχόμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο του 2021 και τα προβλήματα στο πρόγραμμα εμβολιασμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν τον σημαντικότερο κίνδυνο για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος.
Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη επιτάχυνση των εμβολιασμών και σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών και των μετακινήσεων μέχρι το καλοκαίρι μπορούν να συνεισφέρουν θετικά στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως μέσω του τουρισμού.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις, η διατήρηση της «γενικής ρήτρας διαφυγής» (general escape clause) από το Σύμφωνο Σταθερότητας για το 2021 και το 2022 προσφέρει σημαντική ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτό σημαίνει ότι τα επεκτατικά μέτρα που συνεχίζονται εντός του 2021, ύψους περίπου 10 δισ., δεν θα προκαλέσουν βραχυπρόθεσμα προβλήματα.
Επιπρόσθετα, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να συνεισφέρουν εξίσου σημαντικά στη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη μεγέθυνση, χωρίς μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση.
Σημειώνουμε ωστόσο ότι προϋπόθεση ώστε οι πόροι αυτοί να συμβάλλουν στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι να αυξήσουν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις πάνω από τα σημερινά τους επίπεδα, κάτι που αποτελεί μείζονα πρόκληση για τη χώρα μας. Ειδικά για τις δημόσιες επενδύσεις, θα ήταν σημαντική η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας σε υλικοτεχνικές υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό.
Τα παραπάνω δεδομένα διαμορφώνουν ένα λιγότερο περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παραπάνω παρεμβάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν δημιουργούν πραγματικά δημοσιονομικά περιθώρια.
Όπως είχαμε αναφέρει και παλαιότερα, οι διευκολύνεις που προσφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη διαχείριση της κρίσης δεν δικαιολογούν κανενός είδους δημοσιονομικό εφησυχασμό.
Το χρέος που συσσωρεύεται στη διάρκεια της πανδημίας θα παραμείνει εκεί και μετά το τέλος της και η εξυπηρέτησή του θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (μέσω του προγράμματος PEPP).
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ο κίνδυνος από την αύξηση του ιδιωτικού χρέους που αναμένεται να προκύψει λόγω της οικονομικής ύφεσης.
Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δισ. (108,1 δισ. στην εφορία, 37,5 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. στις τράπεζες και 38,9 δισ. στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ).
Το συνολικό μέγεθος δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, αναμένουμε ωστόσο να καταγράψει σημαντική επιδείνωση όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών.
Σε αυτό το στάδιο ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι τρεις αβεβαιότητες
- Η πρώτη και σημαντικότερη συνδέεται με την εξέλιξη της πανδημίας στη διάρκεια του 2021. Η βασική υπόθεση είναι πως οι μακροοικονομικές μεταβλητές βρίσκονται σε διαδικασία επιστροφής στην ισορροπία από την αρχική διαταραχή του προηγούμενου έτους (δηλαδή, υποθέτουμε ότι δεν θα υπάρξει νέα διαταραχή στη διάρκεια του τρέχοντος έτους). Ωστόσο, η ταχύτητα πραγματοποίησης των εμβολιασμών, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου και η άρση των περιοριστικών μέτρων αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την πορεία τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
- Μια δεύτερη αβεβαιότητα προκύπτει από το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για την επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή σε όρους ζήτησης, αυτή η ταχύτητα θα επηρεάσει τους ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από το δεύτερο τρίμηνο και μετά. Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, σε όρους προσφοράς, είναι αβέβαιο πόσες από τις επιχειρήσεις που παρέμειναν εκτός λειτουργίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν. Αυτή η τελευταία αβεβαιότητα, ίσως να μην αφορά τις προβλέψεις του τρέχοντος έτους, όμως θα καθορίσει τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές.
- Μια τρίτη, τέλος, αβεβαιότητα προέρχεται από το ύψος των δημοσιονομικών παρεμβάσεων κατά το 2021. Το Γραφείο έχει ενσωματώσει μια αύξηση των μεταβιβάσεων στα 35 δις (από τα 30 που προβλέπει ο προϋπολογισμός) και εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων σε ύψος 7,5 περίπου δις, με σκοπό να συμπεριλάβουμε την παράταση των ειδικών δημοσιονομικών παρεμβάσεων και την αξιοποίηση μέρους των 2,6 δις του Ταμείου Ανάκαμψης που προβλέπονται στις δαπάνες του προϋπολογισμού.
Τα εναλλακτικά σενάρια
Συμπληρωματικά προς το παραπάνω βασικό σενάριο, το Γραφείο εκτιμά και το ενδεχόμενο μιας πρόσθετης δημοσιονομικής παρέμβασης της τάξης των 5 δισ. ευρώ που μπορεί να κατευθυνθεί είτε σε μεταβιβάσεις είτε σε δημόσια κατανάλωση:
- Στην πρώτη περίπτωση ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2021 αυξάνεται κατά μία περίπου ποσοστιαία μονάδα και διαμορφώνεται σε 3,65%, ενώ
- Στη δεύτερη περίπτωση η αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης ξεπερνάει τις δύο ποσοστιαίες μονάδες και γίνεται 4,84%.
Οι σημαντικές διαφορές που παρουσιάζει ένα δεδομένο ύψος παρέμβασης ανάλογα με την χρήση του αναδεικνύει την άποψη που έχουμε εκφράσει επανειλημμένα από την αρχή της κρίσης ότι η δημοσιονομική επέκταση μέσω αγορών αγαθών και υπηρεσιών (δημόσια κατανάλωση ή δημόσια επένδυση) έχει σαφώς ισχυρότερη επίδραση στο συνολικό ΑΕΠ σε σχέση με την επέκταση μέσω μεταβιβάσεων και απαλλαγών από φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις, παρά τη θετική επίδραση αυτών των παρεμβάσεων στη συγκράτηση του ποσοστού ανεργίας το 2020».
Διαβάστε εδώ την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για το δ' τρίμηνο 2020
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών