Τι ανέφερε ο Ν. Παππάς
Ένσταση αντισυνταγματικότητας επί του άρθρου 15 του νομοσχεδίου Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο "μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής", υπό το φως της έκθεσης της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με πρωτοβουλία του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου και τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο., Ν. Παππά.
Οι βουλευτές της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προβάλλουν ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας ως προς το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου. Συγκεκριμένη προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 15 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ.1 και 5. του Συντάγματος.
Σημειώνεται πως με το άρθρο 15 εισάγεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα. Αφορά στον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών στη βάση του κατώτατου μισθού.
Ο κ. Παππάς ανέφερε ότι το Σύνταγμα δεν απαγορεύει να φορολογούνται οι Έλληνες και οι Ελληνίδες με τεκμήρια. Υπό δύο σοβαρές προϋποθέσεις όμως: τα τεκμήρια να είναι μαχητά και να βασίζονται σε διδάγματα κοινής πείρας. «Εδώ δεν έχουμε διδάγματα κοινής πείρας. Υπογραμμίζεται με εμφατικό τρόπο, από την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου, και αν υπάρχουν κάποια διδάγματα πείρας, δεν είναι κοινά. Δεν είδαμε κόμμα της αντιπολίτευσης ή έναν φορέα να μοιράζεται τα διδάγματα πείρας που έχει ο συγγραφέας του νόμου, ο οποίος μάλλον είναι διαφορετικός από τον συγγραφέα της ανάλυσης συνεπειών της ρύθμισης. Η ανάλυση συνεπειών, δεν παραπέμπει σε πραγματικά δεδομένα για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και των ελευθέρων επαγγελματιών, με βάση τον κατώτατο μισθό. Καταθέτουμε λοιπόν ένσταση αντισυνταγματικότητας», ανέφερε ο Νίκος Παππάς.
Το περιεχόμενο της ένστασης αντισυνταγματικότητας του ΣΥΡΙΖΑ
Στην ένσταση αντισυνταγματικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει τα εξής:
«Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΠΣ που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ως προς το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου.
Με το άρθρο 15 εισάγεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα (εκτός του εισοδήματος από αγροτική δραστηριότητα) που αποκτούν φυσικά πρόσωπα (με την εξαίρεση των προσώπων που αποκτούν εισόδημα από έως και τρεις εργοδότες, και αυτών που παρουσιάζουν αναπηρία άνω του 80%), συναρτώμενο καταρχήν προς το ετήσιο ποσό του νομοθετημένου μεικτού κατώτατου μισθού ή προς το ποσό που αντιστοιχεί στις μεικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου που απασχολείται από το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο και έως 30.000 ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται έως 30% αναλόγως του χρόνου έναρξης της επαγγελματικής δραστηριότητας του υποχρέου και, περαιτέρω, σε αυτό προστίθεται (α) ποσό ίσο με το 10% της ετήσιας δαπάνης μισθοδοσίας (και έως 15.000 ευρώ), και (β) ποσό που ανέρχεται σε 5% επί του ποσού κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υποχρέου υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του συνόλου των επιχειρηματιών που ασκούν την ίδια δραστηριότητα (βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας από την οποία ο υπόχρεος αντλεί τα υψηλότερα έσοδα). Το ως άνω προσδιοριζόμενο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ.
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 15 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), εν όψει, όχι μόνο της ουσιώδους διαφοράς των συνθηκών απασχολήσεως των εν λόγω δύο κατηγοριών προσώπων αλλά, προεχόντως, λόγω της ριζικής, επί συνταγματικού επιπέδου, διαφοράς του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο οι μισθωτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους εν σχέσει προς τους μη μισθωτούς (αυτοαπασχολούμενους).
Οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό "ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος".
Πράγματι, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, τα έσοδα των μισθωτών χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, καθώς προέρχονται από έναν, κατά κανόνα, εργοδότη, ο οποίος δεσμεύεται καθ' όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αυτόν να τους καταβάλλει συγκεκριμένο μισθό, ενώ οι δαπάνες που συνδέονται με την εργασία τους, κατά κανόνα, δεν βαρύνουν αυτούς, αλλά τον εργοδότη τους, σε αντίθεση με τους μη μισθωτούς των οποίων τα έσοδα συναρτώνται από πλήθος παραγόντων (στους οποίους, πάντως, δεν περιλαμβάνεται το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου τους), με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ σταθερά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες τους που βαρύνουν τους ίδιους. Στο πλαίσιο αυτό, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού (άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, π.δ. 80/2022) ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ενδεχόμενο που αναγνωρίζει και ο φορολογικός νομοθέτης, παρέχοντας τη δυνατότητα μεταφοράς της σχετικής ζημίας και συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των επόμενων πέντε ετών (άρθρο 27 παρ. 1 ΚΦΕ). Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, προσκρούει στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος».
www.bankingnews.gr
Οι βουλευτές της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προβάλλουν ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας ως προς το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου. Συγκεκριμένη προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 15 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ.1 και 5. του Συντάγματος.
Σημειώνεται πως με το άρθρο 15 εισάγεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα. Αφορά στον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών στη βάση του κατώτατου μισθού.
Ο κ. Παππάς ανέφερε ότι το Σύνταγμα δεν απαγορεύει να φορολογούνται οι Έλληνες και οι Ελληνίδες με τεκμήρια. Υπό δύο σοβαρές προϋποθέσεις όμως: τα τεκμήρια να είναι μαχητά και να βασίζονται σε διδάγματα κοινής πείρας. «Εδώ δεν έχουμε διδάγματα κοινής πείρας. Υπογραμμίζεται με εμφατικό τρόπο, από την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου, και αν υπάρχουν κάποια διδάγματα πείρας, δεν είναι κοινά. Δεν είδαμε κόμμα της αντιπολίτευσης ή έναν φορέα να μοιράζεται τα διδάγματα πείρας που έχει ο συγγραφέας του νόμου, ο οποίος μάλλον είναι διαφορετικός από τον συγγραφέα της ανάλυσης συνεπειών της ρύθμισης. Η ανάλυση συνεπειών, δεν παραπέμπει σε πραγματικά δεδομένα για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και των ελευθέρων επαγγελματιών, με βάση τον κατώτατο μισθό. Καταθέτουμε λοιπόν ένσταση αντισυνταγματικότητας», ανέφερε ο Νίκος Παππάς.
Το περιεχόμενο της ένστασης αντισυνταγματικότητας του ΣΥΡΙΖΑ
Στην ένσταση αντισυνταγματικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει τα εξής:
«Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΠΣ που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ως προς το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου.
Με το άρθρο 15 εισάγεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα (εκτός του εισοδήματος από αγροτική δραστηριότητα) που αποκτούν φυσικά πρόσωπα (με την εξαίρεση των προσώπων που αποκτούν εισόδημα από έως και τρεις εργοδότες, και αυτών που παρουσιάζουν αναπηρία άνω του 80%), συναρτώμενο καταρχήν προς το ετήσιο ποσό του νομοθετημένου μεικτού κατώτατου μισθού ή προς το ποσό που αντιστοιχεί στις μεικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου που απασχολείται από το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο και έως 30.000 ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται έως 30% αναλόγως του χρόνου έναρξης της επαγγελματικής δραστηριότητας του υποχρέου και, περαιτέρω, σε αυτό προστίθεται (α) ποσό ίσο με το 10% της ετήσιας δαπάνης μισθοδοσίας (και έως 15.000 ευρώ), και (β) ποσό που ανέρχεται σε 5% επί του ποσού κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υποχρέου υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του συνόλου των επιχειρηματιών που ασκούν την ίδια δραστηριότητα (βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας από την οποία ο υπόχρεος αντλεί τα υψηλότερα έσοδα). Το ως άνω προσδιοριζόμενο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ.
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 15 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), εν όψει, όχι μόνο της ουσιώδους διαφοράς των συνθηκών απασχολήσεως των εν λόγω δύο κατηγοριών προσώπων αλλά, προεχόντως, λόγω της ριζικής, επί συνταγματικού επιπέδου, διαφοράς του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο οι μισθωτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους εν σχέσει προς τους μη μισθωτούς (αυτοαπασχολούμενους).
Οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό "ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος".
Πράγματι, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, τα έσοδα των μισθωτών χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, καθώς προέρχονται από έναν, κατά κανόνα, εργοδότη, ο οποίος δεσμεύεται καθ' όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αυτόν να τους καταβάλλει συγκεκριμένο μισθό, ενώ οι δαπάνες που συνδέονται με την εργασία τους, κατά κανόνα, δεν βαρύνουν αυτούς, αλλά τον εργοδότη τους, σε αντίθεση με τους μη μισθωτούς των οποίων τα έσοδα συναρτώνται από πλήθος παραγόντων (στους οποίους, πάντως, δεν περιλαμβάνεται το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου τους), με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ σταθερά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες τους που βαρύνουν τους ίδιους. Στο πλαίσιο αυτό, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού (άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, π.δ. 80/2022) ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ενδεχόμενο που αναγνωρίζει και ο φορολογικός νομοθέτης, παρέχοντας τη δυνατότητα μεταφοράς της σχετικής ζημίας και συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των επόμενων πέντε ετών (άρθρο 27 παρ. 1 ΚΦΕ). Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, προσκρούει στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών