Xρειάστηκαν τρία μνημόνια για να βγούμε από την κρίση, ανέφερε ο πρόεδρος της Eurobank, Γιώργος Ζανιά
Στην κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική οικονομία αναφέρθηκε με παρέμβασή του από το Forum των Δελφών ο Ομότιμος Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Eurobank, Γιώργος Ζανιάς.
Ειδικότερα, όπως είπε, «το θέμα δεν είναι τόσο το τι μάθαμε αλλά αν μάθαμε κάτι από την οικονομία της μεταπολίτευσης στα πενήντα χρόνια της ύπαρξής της.
Με την είσοδο στην ΟΝΕ εγκαταλείφθηκε οριστικά το σύνηθες εργαλείο διόρθωσης, έστω και προσωρινά, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, δηλαδή το εργαλείο της διολίσθησης/υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Επίσης, έπαψε να υπάρχει και ο εθνικός δανειστής έσχατης ανάγκης, ρόλο που πριν την ΟΝΕ επιτελούσε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ανταγωνιστικότητα και αξιοπιστία προς τις αγορές κερδίζεται πλέον μόνο με δημοσιονομική επίγνωση, σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους και μεταρρυθμίσεις.
Η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας οφείλεται στο λάθος αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολουθήθηκε και στηριζόταν κύρια στην κατανάλωση, σε σημαντικό βαθμό εισαγόμενων προϊόντων, με δανεικά κράτους και ιδιωτών.
Έτσι, ήδη το 2008 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτασε στο 15% του ΑΕΠ και η χώρα μας βρισκόταν σε αναμονή ξεσπάσματος κρίσης ανταγωνιστικότητας.
Μας πρόλαβε όμως η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση.
Είμαστε «πρωταθλητές» στην κατανάλωση.
Η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται σήμερα κοντά στο 70%, εκεί δηλαδή που ήταν και πριν την κρίση, και λίγο υψηλότερη από τη χρονιά που μπήκαμε στην ΟΝΕ.
Στην Ευρωζώνη αυτό το ποσοστό είναι μόνο 52%.
Υψηλή κατανάλωση συνεπάγεται και χαμηλή αποταμίευση, δηλαδή χαμηλούς εθνικούς πόρους για την ανάπτυξη.
Το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας πρέπει να στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στις επενδύσεις και την εξωστρέφεια.
Είμαστε όμως ακόμη πίσω στις επενδύσεις και επιμένει ένα σχετικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και μετά από αυτές των μνημονίων, έχει μείνει κυρίως το δύσκολο τμήμα που αφορά τη δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους με ισχυρούς θεσμούς, μια διαδικασία που προχωρεί πολύ αργά.
Σημαντικό ρόλο σε αυτή την αργή διαδικασία έχει η πολύ χαμηλή «ιδιοκτησία» (ownership) των μεταρρυθμίσεων από την κοινωνία και η απροθυμία μέρους του πολιτικού συστήματος ν’ αναλάβει το σχετικό πολιτικό κόστος.
Τέλος, ένα σημαντικό επίσης μάθημα που θα έπρεπε να αποκομίσουμε είναι η ανάγκη για κάποιου βαθμού πολιτική συναίνεση στη διόρθωση σημαντικών μακροχρόνιων προβλημάτων.
Αυτός υπήρξε και ένας σημαντικός λόγος, πέραν του μεγέθους του προβλήματος, των δομικών ελλείψεων της Ευρωζώνης και των όποιων λαθών δικών μας και των δανειστών, για το ότι χρειάστηκαν τρία μνημόνια για να βγούμε από την κρίση, σε αντίθεση με άλλες χώρες».
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, όπως είπε, «το θέμα δεν είναι τόσο το τι μάθαμε αλλά αν μάθαμε κάτι από την οικονομία της μεταπολίτευσης στα πενήντα χρόνια της ύπαρξής της.
Με την είσοδο στην ΟΝΕ εγκαταλείφθηκε οριστικά το σύνηθες εργαλείο διόρθωσης, έστω και προσωρινά, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, δηλαδή το εργαλείο της διολίσθησης/υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Επίσης, έπαψε να υπάρχει και ο εθνικός δανειστής έσχατης ανάγκης, ρόλο που πριν την ΟΝΕ επιτελούσε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ανταγωνιστικότητα και αξιοπιστία προς τις αγορές κερδίζεται πλέον μόνο με δημοσιονομική επίγνωση, σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους και μεταρρυθμίσεις.
Η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας οφείλεται στο λάθος αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολουθήθηκε και στηριζόταν κύρια στην κατανάλωση, σε σημαντικό βαθμό εισαγόμενων προϊόντων, με δανεικά κράτους και ιδιωτών.
Έτσι, ήδη το 2008 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτασε στο 15% του ΑΕΠ και η χώρα μας βρισκόταν σε αναμονή ξεσπάσματος κρίσης ανταγωνιστικότητας.
Μας πρόλαβε όμως η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση.
Είμαστε «πρωταθλητές» στην κατανάλωση.
Η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται σήμερα κοντά στο 70%, εκεί δηλαδή που ήταν και πριν την κρίση, και λίγο υψηλότερη από τη χρονιά που μπήκαμε στην ΟΝΕ.
Στην Ευρωζώνη αυτό το ποσοστό είναι μόνο 52%.
Υψηλή κατανάλωση συνεπάγεται και χαμηλή αποταμίευση, δηλαδή χαμηλούς εθνικούς πόρους για την ανάπτυξη.
Το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας πρέπει να στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στις επενδύσεις και την εξωστρέφεια.
Είμαστε όμως ακόμη πίσω στις επενδύσεις και επιμένει ένα σχετικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και μετά από αυτές των μνημονίων, έχει μείνει κυρίως το δύσκολο τμήμα που αφορά τη δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους με ισχυρούς θεσμούς, μια διαδικασία που προχωρεί πολύ αργά.
Σημαντικό ρόλο σε αυτή την αργή διαδικασία έχει η πολύ χαμηλή «ιδιοκτησία» (ownership) των μεταρρυθμίσεων από την κοινωνία και η απροθυμία μέρους του πολιτικού συστήματος ν’ αναλάβει το σχετικό πολιτικό κόστος.
Τέλος, ένα σημαντικό επίσης μάθημα που θα έπρεπε να αποκομίσουμε είναι η ανάγκη για κάποιου βαθμού πολιτική συναίνεση στη διόρθωση σημαντικών μακροχρόνιων προβλημάτων.
Αυτός υπήρξε και ένας σημαντικός λόγος, πέραν του μεγέθους του προβλήματος, των δομικών ελλείψεων της Ευρωζώνης και των όποιων λαθών δικών μας και των δανειστών, για το ότι χρειάστηκαν τρία μνημόνια για να βγούμε από την κρίση, σε αντίθεση με άλλες χώρες».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών