Συνέντευξη του Pau Labró Vila, CFA - Director, Financial Institutions της Fitch Ratings της στο Βankingnews (ΒΝ)
Αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών μεσοπρόθεσμα «βλέπει» ο Pau Labró Vila, Director Financial Institutions της Fitch Ratings, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Bankingnews, προσθέτοντας όμως πως κάτι τέτοιο θα εξαρτηθεί από την πορεία της χώρας και τον πολλαπλασιασμό των πηγών εσόδων των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή στην κανονικότητα με την αποεπένδυση του ΤΧΣ και η αναδιανομή μερισμάτων θα φέρουν επενδυτές.
Στη συνέχεια, ο αναλυτής του αμερικανικού οίκου προκρίνει την εξεύρεση και την εφαρμογή συστημικής λύσης εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας, για να διευθετηθεί σε χρονικό διάστημα το χρονίζον όσο και κρίσιμο ζήτημα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων - απαιτήσεων (DTC), ενώ εφιστά την προσοχή στα κόκκινα δάνεια που αποτελούν αμαρτίες του παρελθόντος οι οποίες πρέπει να εξυγιανθούν.
«Τέλος, ο περιορισμένος δανεισμός προς τα νοικοκυριά, το μεγάλο ποσοστό του αναδιαρθρωμένου χρέους που διαχειρίζονται οι servicers και η ακόμα υψηλή διαρθρωτική ανεργία στην Ελλάδα είναι ορισμένες αδυναμίες που εξακολουθούμε να εντοπίζουμε» επισημαίνει ο Pau Labró Vila, καταλήγοντας πως «πέρα λοιπόν από την οργανική αύξηση των δανείων, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο οι τράπεζες να αρχίσουν να αγοράζουν χαρτοφυλάκια δανείων, όπως είδαμε πρόσφατα στην Κύπρο».
Η συνέντευξη του Pau Labró Vila, CFA - Director, Financial Institutions της Fitch Ratings στον δημοσιογράφο του ΒΝ, Νίκο Μπαρτζελιώτη
Οι ελληνικές τράπεζες επιτυγχάνουν 3,6 δισ. ευρώ κέρδη ετησίως λόγω των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αυτή η κερδοφορία πόσο διατηρήσιμη είναι;
Η Fitch εκτιμά πως η κερδοφορία των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει ικανοποιητική τα επόμενα χρόνια, ακόμα και αν τα επιτόκια υποχωρήσουν στα μέσα του 2024, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη που σημειώνεται και τον ολοένα ευρύτερο επιχειρηματικό ορίζοντα που διανοίγεται στη χώρα.
Σημειωτέον πως οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια επωφελούνται από την ολοκλήρωση προγραμμάτων αναδιάρθρωσης, που έχουν ως αποτέλεσμα υψηλά επίπεδα λειτουργικής αποτελεσματικότητας, αλλά και από το διαρθρωτικά χαμηλότερο κόστος πίστωσης μετά από μια αξιοσημείωτη εκκαθάριση της ποιότητας του ενεργητικού.
Σε όρους εσόδων, αναμένουμε πως τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, δεδομένου ότι είναι απίθανο οι κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Από την άλλη, αναμένουμε μέτριες πιέσεις από το κόστος καταθέσεων και τον ανταγωνισμό στον τομέα των εταιρικών δανείων, με τις τιμές να παραμένουν σταθερές.
Επίσης, οι τράπεζες διαχειρίζονται επαρκώς τη σταθμισμένη διάρκεια (σ.σ. την ευαισθησία ενός στοιχείου ενεργητικού ή των υποχρεώσεών του ως προς τις μεταβολές των επιτοκίων με καλύτερο τρόπο από την απλή διάρκεια ως τη λήξη) του ισολογισμού τους, προετοιμαζόμενες για χαμηλότερα επιτόκια ενόψει της πολυαναμενόμενης στροφής νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ.
Το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου συνδέεται με το Euribor, αν και τα δάνεια με σταθερά επιτόκια αυξάνονται τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, αναμένουμε μεγαλύτερη διαφοροποίηση εσόδων, καθώς υπάρχει περιθώριο για τις τράπεζες να αναπτύξουν δραστηριότητες που δημιουργούν έσοδα από προμήθειες, όπως η διαχείριση πλούτου και η τραπεζοασφάλιση, οι οποίες υποεκπροσωπούνται σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Οι ελληνικές τράπεζες πραγματοποίησαν ένα εντυπωσιακό άλμα εξυγίανσης από 40% NPEs πριν χρόνια κάτω από 5% σήμερα. Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν από εδώ και πέρα;
Οι ελληνικές τράπεζες προσβλέπουν σε περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (NPE), χάρη σε ωριμάνσεις, ανακτήσεις και πωλήσεις τιτλοποιήσεων, οι οποίες θα είναι μικρές μετά τη μεγάλη εκκαθάριση προβληματικών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος εγγυοδοσίας «Ηρακλής».
Οι τράπεζες αναμένουν ότι οι νέες εισροές NPE θα είναι περιορισμένες, κάτι που φαίνεται λογικό αν λάβει κανείς υπόψη την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, την ανθεκτική αγορά εργασίας και την αγορά ακινήτων, το γεγονός πως το χρέος του ιδιωτικού τομέα είναι κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ και τα μέτρα στήριξης που εφαρμόζονται για την προστασία των δανειοληπτών.
Ένας άλλος παράγοντας που θα συμβάλει στη μείωση των NPE είναι η πιστωτική επέκταση, ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό τομέα.
Οι υψηλότερες του αναμενομένου πιέσεις σε σχέση με την προσιτότητα του χρέους, που οδηγούν σε αναδιαρθρώσεις ή στη χειροτέρευση της απόδοσης των ανακτήσεων από τράπεζες ή servicers, εγείρουν κινδύνους για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, αυτό το σενάριο φαίνεται απίθανο εάν τα επιτόκια αρχίσουν να μειώνονται φέτος.
Επίσης, η ικανοποιητική οικονομική απόδοση της Ελλάδας σημαίνει ότι η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων είναι καλή και ότι οι κίνδυνοι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν, είναι λιγότερο εμφανείς από ό,τι στο παρελθόν.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που πρέπει να αναφερθεί είναι η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου και η ικανότητα των τραπεζών και των servicers να προβαίνουν σε ανακτήσεις και εκκαθαρίσεις.
Οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν έμμεση, αν και μικρή, έκθεση σε κληρονομημένα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή χαμηλής και υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ομολόγων προηγούμενων τιτλοποιήσεων, που τελούν υπό την εγγύηση (τα τελευταία) του ελληνικού Δημοσίου.
Το DTC η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση περίπου 12 δισ. σε σύνολο 27 δισ. κεφαλαίων, μειώνεται μεν, αλλά ακόμη είναι υψηλά τα λιγότερο ποιοτικά κεφάλαια. Είστε υπέρ μιας συλλογικής λύσης για τα DTC ή απλά οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν μέσω της υψηλής κερδοφορίας τους;
Δεδομένου ότι είμαστε ένας οίκος αξιολόγησης, δεν μπορούμε να κάνουμε συστάσεις. Ωστόσο, όπως αναφέρατε, τα DTC (αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις) παραμένουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι των τραπεζικών κεφαλαίων, επηρεάζοντας δυσμενώς την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών ειδικά έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών.
Σύμφωνα με τις αξιολογήσεις μας, εκτιμάμε πως τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σε επίπεδα που κρίνονται επαρκή.
Από την άλλη, ο δείκτης των DTCs θα μειωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσσμα, καθώς η απόσβεση των DTC και η δημιουργία κερδών θα υπεραντισταθμίσει τις προγραμματισμένες διανομές κεφαλαίου και τις επενδυτικό πλάνο.
Σε κάθε περίπτωση, μια λύση για την επιτάχυνση της μείωσης των DTC σε επίπεδο κλάδου θα μπορούσε να είναι θετική, αν και πιθανότατα θα είχε οικονομικό αντίκτυπο στo ελληνικό Δημόσιο.
Η Ελλάδα έχει υψηλό βαθμό συσχέτισης, ΑΕΠ, δάνεια και κατανάλωση…
Ωστόσο ο ρυθμός αύξησης των δανείων δεν είναι και τόσο θεαματικός.
Υπάρχει κάποια συνταγή για να δοθούν νέα δάνεια επιθετικότερα;
Όπως προείπαμε, από τις ελληνικές τράπεζες αναμένουμε να επωφεληθούν από την πιστωτική επέκταση ειδικά στις επιχειρήσεις.
Μετά από μια ασθενέστερη του αναμενομένου ανάπτυξη το 2023, προβλέπουμε ότι θετική επίδραση στο απόθεμα των εξυπηρετούμενων δανείων θα έχουν οι αποπληρωμές και η αυξημένη πιστωτική ζήτηση από τις επιχειρήσεις λόγω επενδυτικών ευκαιριών και κεφαλαιουχικών δαπανών που σχετίζονται με προγράμματα της ΕΕ.
Οι εκταμιεύσεις δανείων σε πελάτες λιανικής θα αρχίσουν να ανακάμπτουν, αλλά η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια θα παραμείνει υποτονική.
Η έκθεση των τραπεζών στον κλάδο λιανικής μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια λόγω της απομόχλευσης που προκάλεσε η κρίση χρέους.
Το τμήμα λιανικής στην Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται σχετικά αδύναμο, αν και ο δείκτης δανείων προς αξία έχει μειωθεί σημαντικά και είναι πλέον επαρκής.
Ο περιορισμένος δανεισμός προς τα νοικοκυριά, το μεγάλο ποσοστό του αναδιαρθρωμένου χρέους που διαχειρίζονται οι servicers και η ακόμα υψηλή διαρθρωτική ανεργία στην Ελλάδα είναι ορισμένες αδυναμίες που εξακολουθούμε να εντοπίζουμε.
Πέρα λοιπόν από την οργανική αύξηση των δανείων, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο οι τράπεζες να αρχίσουν να αγοράζουν χαρτοφυλάκια δανείων, όπως είδαμε πρόσφατα στην Κύπρο.
Κάθε τράπεζα είναι ξεχωριστή αλλά σε γενικές γραμμές το ενεργητικό τους έχει πολλά κοινά σημεία…
Ωστόσο οι χρηματιστηριακές αποκλίσεις είναι μεγάλες.
Δικαιολογούνται οι μεγάλες διαφορές στο χρηματιστήριο;
Θα βλέπατε και πότε αποτιμήσεις P/BV πάνω από 1 στις ελληνικές τράπεζες και υπό ποιους όρους;
Ως οργανισμός αξιολόγησης και ως αναλυτές πιστώσεων, δεν μπορούμε να σχολιάσουμε αποτιμήσεις των μετοχών.
Ωστόσο, αναγνωρίζουμε τη διαρθρωτική βελτίωση που παρουσιάζουν τα πιστωτικά θεμελιώδη του κλάδου.
Αυτό, μαζί με το αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα και την αυξημένη όρεξη των επενδυτών για έκθεση στην Ελλάδα, υποστηρίζουν τις συνθήκες χρηματοδότησης για τις τράπεζες και την πρόσβασή τους στην αγορά.
Με την επιφύλαξη της έγκρισης εκ μέρους των ρυθμιστικών αρχών, ένας άλλος υποστηρικτικός παράγοντας για την ελκυστικότητα του κλάδου ως επενδυτικού προορισμού θα μπορούσε να είναι η διανομή μερίσματος στους μετόχους μετά από μακρά περίοδο.
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ είναι άλλο ένα σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα και αποδεικνύει ότι υπάρχει επενδυτική ζήτηση για τις ελληνικές τράπεζες, η οποία αντικατοπτρίζεται και στην επιτυχή έκδοση μη εξασφαλισμένων ομολόγων στις αρχές του 2024.
Από την άποψη της αξιολόγησης, διακρίνουμε τις ελληνικές τράπεζες.
Επί του παρόντος, ο Fitch αξιολογεί με «BB» τη Eurobank και την Εθνική και «BB-» στην Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς.
Η διαφορά των αξιολογήσεων σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη διαφορετική κατάσταση προόδου όσον αφορά την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, τα διαφορετικά επίπεδα κεφαλαιοποίησης και κάλυψης NPE, καθώς και το διαφορετικό ιστορικό στην επίτευξη επαρκούς κερδοφορίας.
Ωστόσο, όλες οι τράπεζες έχουν θετική προοπτική αξιολόγησης, πράγμα που σημαίνει ότι βλέπουμε ανοδικές δυνατότητες αξιολόγησης μεσοπρόθεσμα.
Για να συμβεί αυτό, θα θέλαμε να δούμε στοιχεία ότι η επενδυτική βαθμίδα που κέρδισε η Ελλάδα σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη ενισχύουν τη ζήτηση για πιστώσεις τόσο από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά όσο και από δραστηριότητες που δημιουργούν κέρδη από προμήθειες, βοηθώντας τις τράπεζες να αυξήσουν τον όγκο των επιχειρήσεων χωρίς να διακυβεύεται το προφίλ κινδύνου τους.
www.bankingnews.gr
Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή στην κανονικότητα με την αποεπένδυση του ΤΧΣ και η αναδιανομή μερισμάτων θα φέρουν επενδυτές.
Στη συνέχεια, ο αναλυτής του αμερικανικού οίκου προκρίνει την εξεύρεση και την εφαρμογή συστημικής λύσης εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας, για να διευθετηθεί σε χρονικό διάστημα το χρονίζον όσο και κρίσιμο ζήτημα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων - απαιτήσεων (DTC), ενώ εφιστά την προσοχή στα κόκκινα δάνεια που αποτελούν αμαρτίες του παρελθόντος οι οποίες πρέπει να εξυγιανθούν.
«Τέλος, ο περιορισμένος δανεισμός προς τα νοικοκυριά, το μεγάλο ποσοστό του αναδιαρθρωμένου χρέους που διαχειρίζονται οι servicers και η ακόμα υψηλή διαρθρωτική ανεργία στην Ελλάδα είναι ορισμένες αδυναμίες που εξακολουθούμε να εντοπίζουμε» επισημαίνει ο Pau Labró Vila, καταλήγοντας πως «πέρα λοιπόν από την οργανική αύξηση των δανείων, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο οι τράπεζες να αρχίσουν να αγοράζουν χαρτοφυλάκια δανείων, όπως είδαμε πρόσφατα στην Κύπρο».
Η συνέντευξη του Pau Labró Vila, CFA - Director, Financial Institutions της Fitch Ratings στον δημοσιογράφο του ΒΝ, Νίκο Μπαρτζελιώτη
Οι ελληνικές τράπεζες επιτυγχάνουν 3,6 δισ. ευρώ κέρδη ετησίως λόγω των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αυτή η κερδοφορία πόσο διατηρήσιμη είναι;
Η Fitch εκτιμά πως η κερδοφορία των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει ικανοποιητική τα επόμενα χρόνια, ακόμα και αν τα επιτόκια υποχωρήσουν στα μέσα του 2024, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη που σημειώνεται και τον ολοένα ευρύτερο επιχειρηματικό ορίζοντα που διανοίγεται στη χώρα.
Σημειωτέον πως οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια επωφελούνται από την ολοκλήρωση προγραμμάτων αναδιάρθρωσης, που έχουν ως αποτέλεσμα υψηλά επίπεδα λειτουργικής αποτελεσματικότητας, αλλά και από το διαρθρωτικά χαμηλότερο κόστος πίστωσης μετά από μια αξιοσημείωτη εκκαθάριση της ποιότητας του ενεργητικού.
Σε όρους εσόδων, αναμένουμε πως τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, δεδομένου ότι είναι απίθανο οι κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Από την άλλη, αναμένουμε μέτριες πιέσεις από το κόστος καταθέσεων και τον ανταγωνισμό στον τομέα των εταιρικών δανείων, με τις τιμές να παραμένουν σταθερές.
Επίσης, οι τράπεζες διαχειρίζονται επαρκώς τη σταθμισμένη διάρκεια (σ.σ. την ευαισθησία ενός στοιχείου ενεργητικού ή των υποχρεώσεών του ως προς τις μεταβολές των επιτοκίων με καλύτερο τρόπο από την απλή διάρκεια ως τη λήξη) του ισολογισμού τους, προετοιμαζόμενες για χαμηλότερα επιτόκια ενόψει της πολυαναμενόμενης στροφής νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ.
Το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου συνδέεται με το Euribor, αν και τα δάνεια με σταθερά επιτόκια αυξάνονται τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, αναμένουμε μεγαλύτερη διαφοροποίηση εσόδων, καθώς υπάρχει περιθώριο για τις τράπεζες να αναπτύξουν δραστηριότητες που δημιουργούν έσοδα από προμήθειες, όπως η διαχείριση πλούτου και η τραπεζοασφάλιση, οι οποίες υποεκπροσωπούνται σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Οι ελληνικές τράπεζες πραγματοποίησαν ένα εντυπωσιακό άλμα εξυγίανσης από 40% NPEs πριν χρόνια κάτω από 5% σήμερα. Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν από εδώ και πέρα;
Οι ελληνικές τράπεζες προσβλέπουν σε περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (NPE), χάρη σε ωριμάνσεις, ανακτήσεις και πωλήσεις τιτλοποιήσεων, οι οποίες θα είναι μικρές μετά τη μεγάλη εκκαθάριση προβληματικών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος εγγυοδοσίας «Ηρακλής».
Οι τράπεζες αναμένουν ότι οι νέες εισροές NPE θα είναι περιορισμένες, κάτι που φαίνεται λογικό αν λάβει κανείς υπόψη την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, την ανθεκτική αγορά εργασίας και την αγορά ακινήτων, το γεγονός πως το χρέος του ιδιωτικού τομέα είναι κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ και τα μέτρα στήριξης που εφαρμόζονται για την προστασία των δανειοληπτών.
Ένας άλλος παράγοντας που θα συμβάλει στη μείωση των NPE είναι η πιστωτική επέκταση, ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό τομέα.
Οι υψηλότερες του αναμενομένου πιέσεις σε σχέση με την προσιτότητα του χρέους, που οδηγούν σε αναδιαρθρώσεις ή στη χειροτέρευση της απόδοσης των ανακτήσεων από τράπεζες ή servicers, εγείρουν κινδύνους για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, αυτό το σενάριο φαίνεται απίθανο εάν τα επιτόκια αρχίσουν να μειώνονται φέτος.
Επίσης, η ικανοποιητική οικονομική απόδοση της Ελλάδας σημαίνει ότι η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων είναι καλή και ότι οι κίνδυνοι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν, είναι λιγότερο εμφανείς από ό,τι στο παρελθόν.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που πρέπει να αναφερθεί είναι η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου και η ικανότητα των τραπεζών και των servicers να προβαίνουν σε ανακτήσεις και εκκαθαρίσεις.
Οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν έμμεση, αν και μικρή, έκθεση σε κληρονομημένα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή χαμηλής και υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ομολόγων προηγούμενων τιτλοποιήσεων, που τελούν υπό την εγγύηση (τα τελευταία) του ελληνικού Δημοσίου.
Το DTC η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση περίπου 12 δισ. σε σύνολο 27 δισ. κεφαλαίων, μειώνεται μεν, αλλά ακόμη είναι υψηλά τα λιγότερο ποιοτικά κεφάλαια. Είστε υπέρ μιας συλλογικής λύσης για τα DTC ή απλά οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν μέσω της υψηλής κερδοφορίας τους;
Δεδομένου ότι είμαστε ένας οίκος αξιολόγησης, δεν μπορούμε να κάνουμε συστάσεις. Ωστόσο, όπως αναφέρατε, τα DTC (αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις) παραμένουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι των τραπεζικών κεφαλαίων, επηρεάζοντας δυσμενώς την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών ειδικά έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών.
Σύμφωνα με τις αξιολογήσεις μας, εκτιμάμε πως τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σε επίπεδα που κρίνονται επαρκή.
Από την άλλη, ο δείκτης των DTCs θα μειωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσσμα, καθώς η απόσβεση των DTC και η δημιουργία κερδών θα υπεραντισταθμίσει τις προγραμματισμένες διανομές κεφαλαίου και τις επενδυτικό πλάνο.
Σε κάθε περίπτωση, μια λύση για την επιτάχυνση της μείωσης των DTC σε επίπεδο κλάδου θα μπορούσε να είναι θετική, αν και πιθανότατα θα είχε οικονομικό αντίκτυπο στo ελληνικό Δημόσιο.
Η Ελλάδα έχει υψηλό βαθμό συσχέτισης, ΑΕΠ, δάνεια και κατανάλωση…
Ωστόσο ο ρυθμός αύξησης των δανείων δεν είναι και τόσο θεαματικός.
Υπάρχει κάποια συνταγή για να δοθούν νέα δάνεια επιθετικότερα;
Όπως προείπαμε, από τις ελληνικές τράπεζες αναμένουμε να επωφεληθούν από την πιστωτική επέκταση ειδικά στις επιχειρήσεις.
Μετά από μια ασθενέστερη του αναμενομένου ανάπτυξη το 2023, προβλέπουμε ότι θετική επίδραση στο απόθεμα των εξυπηρετούμενων δανείων θα έχουν οι αποπληρωμές και η αυξημένη πιστωτική ζήτηση από τις επιχειρήσεις λόγω επενδυτικών ευκαιριών και κεφαλαιουχικών δαπανών που σχετίζονται με προγράμματα της ΕΕ.
Οι εκταμιεύσεις δανείων σε πελάτες λιανικής θα αρχίσουν να ανακάμπτουν, αλλά η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια θα παραμείνει υποτονική.
Η έκθεση των τραπεζών στον κλάδο λιανικής μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια λόγω της απομόχλευσης που προκάλεσε η κρίση χρέους.
Το τμήμα λιανικής στην Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται σχετικά αδύναμο, αν και ο δείκτης δανείων προς αξία έχει μειωθεί σημαντικά και είναι πλέον επαρκής.
Ο περιορισμένος δανεισμός προς τα νοικοκυριά, το μεγάλο ποσοστό του αναδιαρθρωμένου χρέους που διαχειρίζονται οι servicers και η ακόμα υψηλή διαρθρωτική ανεργία στην Ελλάδα είναι ορισμένες αδυναμίες που εξακολουθούμε να εντοπίζουμε.
Πέρα λοιπόν από την οργανική αύξηση των δανείων, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο οι τράπεζες να αρχίσουν να αγοράζουν χαρτοφυλάκια δανείων, όπως είδαμε πρόσφατα στην Κύπρο.
Κάθε τράπεζα είναι ξεχωριστή αλλά σε γενικές γραμμές το ενεργητικό τους έχει πολλά κοινά σημεία…
Ωστόσο οι χρηματιστηριακές αποκλίσεις είναι μεγάλες.
Δικαιολογούνται οι μεγάλες διαφορές στο χρηματιστήριο;
Θα βλέπατε και πότε αποτιμήσεις P/BV πάνω από 1 στις ελληνικές τράπεζες και υπό ποιους όρους;
Ως οργανισμός αξιολόγησης και ως αναλυτές πιστώσεων, δεν μπορούμε να σχολιάσουμε αποτιμήσεις των μετοχών.
Ωστόσο, αναγνωρίζουμε τη διαρθρωτική βελτίωση που παρουσιάζουν τα πιστωτικά θεμελιώδη του κλάδου.
Αυτό, μαζί με το αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα και την αυξημένη όρεξη των επενδυτών για έκθεση στην Ελλάδα, υποστηρίζουν τις συνθήκες χρηματοδότησης για τις τράπεζες και την πρόσβασή τους στην αγορά.
Με την επιφύλαξη της έγκρισης εκ μέρους των ρυθμιστικών αρχών, ένας άλλος υποστηρικτικός παράγοντας για την ελκυστικότητα του κλάδου ως επενδυτικού προορισμού θα μπορούσε να είναι η διανομή μερίσματος στους μετόχους μετά από μακρά περίοδο.
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ είναι άλλο ένα σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα και αποδεικνύει ότι υπάρχει επενδυτική ζήτηση για τις ελληνικές τράπεζες, η οποία αντικατοπτρίζεται και στην επιτυχή έκδοση μη εξασφαλισμένων ομολόγων στις αρχές του 2024.
Από την άποψη της αξιολόγησης, διακρίνουμε τις ελληνικές τράπεζες.
Επί του παρόντος, ο Fitch αξιολογεί με «BB» τη Eurobank και την Εθνική και «BB-» στην Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς.
Η διαφορά των αξιολογήσεων σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη διαφορετική κατάσταση προόδου όσον αφορά την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, τα διαφορετικά επίπεδα κεφαλαιοποίησης και κάλυψης NPE, καθώς και το διαφορετικό ιστορικό στην επίτευξη επαρκούς κερδοφορίας.
Ωστόσο, όλες οι τράπεζες έχουν θετική προοπτική αξιολόγησης, πράγμα που σημαίνει ότι βλέπουμε ανοδικές δυνατότητες αξιολόγησης μεσοπρόθεσμα.
Για να συμβεί αυτό, θα θέλαμε να δούμε στοιχεία ότι η επενδυτική βαθμίδα που κέρδισε η Ελλάδα σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη ενισχύουν τη ζήτηση για πιστώσεις τόσο από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά όσο και από δραστηριότητες που δημιουργούν κέρδη από προμήθειες, βοηθώντας τις τράπεζες να αυξήσουν τον όγκο των επιχειρήσεων χωρίς να διακυβεύεται το προφίλ κινδύνου τους.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών