Η άνοδος των επενδύσεων σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό το πρώτο εννεάμηνο του 2021, -συνεισφέροντας το 41% περίπου της συνολικής αύξησης των επενδύσεων- έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η καθίζησή τους την περασμένη δεκαετία, αποδυνάμωσε τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά το φυσικό κεφάλαιο της χώρας (λόγω συγκριτικά μικρότερης ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών), οδηγώντας σε υποχώρηση της παραγωγικότητας.
Παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις στην παραγωγικότητα από τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες κατά την περίοδο της πανδημίας, η σημαντική άνοδος των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την ψηφιοποίηση και την τεχνολογική αναβάθμιση που πραγματοποιείται την τελευταία διετία, αναμένεται να προσδώσουν σημαντικά οφέλη σε όρους παραγωγικότητας, ενισχύοντας, κατά συνέπεια, την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Στην κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συμβάλει η αναμενόμενη εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) τα επόμενα έτη. Το ξέσπασμα της πανδημίας, το 2020, ανέκοψε την ανοδική πορεία των άμεσων ξένων επενδύσεων από το 2016 και μετά, με τις ΑΞΕ να μειώνονται κατά 37,3% το 2020, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας. Ωστόσο, όπως αναφέρει και σε έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Annual Report on SMEs 2020/2021, Ιούλιος 2021), η Ελλάδα έχει δείξει ότι πλέον προσελκύει ΑΞΕ που θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν το παραγωγικό μοντέλο της, όπως ερευνητικά κέντρα και επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις (π.χ. Microsoft στην Αθήνα, Cisco στη Θεσσαλονίκη και TeamViewer στα Ιωάννινα). Παράλληλα, ο μετασχηματισμός της Ελληνικής οικονομίας σε έναν ελκυστικό προορισμό για ΑΞΕ αναμένεται να υποστηριχθεί από την υψηλή κατάρτιση του εργατικού δυναμικού και τη στροφή σε τεχνολογικά καινοτόμες επενδύσεις.
Παραγωγικότητα, χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και καινοτομία
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της Ελληνικής οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας το 83% της συνολικής απασχόλησης και το 56,7% της συνολικής προστιθέμενης αξίας το 2020, ποσοστά τα οποία είναι σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (65,2% και 53% αντίστοιχα).
Ωστόσο, η παραγωγικότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, στην Ελλάδα (Ευρώ 11.400), υπολείπεται σημαντικά πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία αλλά και του κοινοτικού μέσου όρου (Ευρώ 40.000). Το γεγονός αυτό συνδέεται, σε σημαντικό βαθμό, με το γεγονός ότι οι ελληνικές ΜμΕ υστερούν σε θέματα ψηφιοποίησης και χρήσης νέων τεχνολογιών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, το ποσοστό των ελληνικών ΜμΕ που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές πωλήσεις ανέρχεται σε 10,8%, το οποίο είναι το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, μαζί με το αντίστοιχο της Βουλγαρίας. Ως εκ τούτου, μόλις το 4% των πωλήσεων των ΜμΕ στην Ελλάδα είναι ηλεκτρονικές, έναντι 10,9% στην ΕΕ-27. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά ηλεκτρονικών πωλήσεων επί του συνόλου είναι η Ιρλανδία (29%), η Τσεχία (20,9%), η Σουηδία (17,7%) και η Δανία (17,6%). Επιπρόσθετα, μία στις πέντε ΜμΕ χρησιμοποιεί κάποιο λογισμικό (π.χ. σχετικό με την εξυπηρέτηση πελατείας) με το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 να ανέρχεται σε 32,4%.
Τέλος, αν και τα ποσοστά των ΜμΕ στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν υψηλές τεχνολογίες (π.χ. cloud computing, 3D printing, analysing big data) είναι σε γενικές γραμμές χαμηλότερα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η χρήση των κοινωνικών δικτύων σε ό,τι αφορά στην προώθηση των προϊόντων τους, την επικοινωνία με τους πελάτες, την ανάπτυξη συνεργασιών, ακόμα και τη διενέργεια προσλήψεων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, με τα αντίστοιχα ποσοστά να υπερβαίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. για τις αξιολογήσεις των προϊόντων τους από τους πελάτες) τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ-27.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει σημειωθεί άνοδος της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης («Βασικοί δείκτες για την καινοτομία στις ελληνικές επιχειρήσεις 2016-2018»), την τριετία 2016-2018, οι καινοτόμες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανήλθαν σε ποσοστό 60,3% του συνόλου των επιχειρήσεων, αυξημένες κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την περίοδο 2014-2016. Οι εν λόγω επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται, πρωτίστως, στη βιομηχανία και ειδικότερα στη μεταποίηση (62,9% των επιχειρήσεων), αλλά και στις υπηρεσίες (58,9%), με τα υψηλότερα ποσοστά καινοτόμων επιχειρήσεων του τριτογενούς τομέα να καταγράφονται στους κλάδους της ενημέρωσης και επικοινωνίας (67,1%) και των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων (66,1%). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το ποσοστό των καινοτόμων επιχειρήσεων συναρτάται με το μέγεθος της επιχείρησης, καθώς για τις μικρές επιχειρήσεις ανήλθε σε 58%, για τις μεσαίες σε 70,4% και για τις μεγάλες σε 87,3%.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Global Entrepreneurship Monitor, το 2020, το 8,6% των ερωτηθέντων ηλικίας 18-64 ετών ήταν νέοι επιχειρηματίες, ή ιδιοκτήτες-διαχειριστές νεοσύστατων επιχειρήσεων, ενώ η ίδια αναλογία το 2010 ήταν μόλις 5,5%. Ο τελευταίος δείκτης αντανακλά την άνοδο της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων (early stage entrepreneurial activity) στη χώρα μας. Επιπλέον, όπως αναφέρει πρόσφατη μελέτη της «διαΝΕΟσις» για τις νεοφυείς (startup) επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η πλειονότητά τους (93%) δημιουργήθηκε την περίοδο 2013-2020, με το 20% αυτών να έχουν ιδρυθεί το 2018. Οι κλάδοι στους οποίους δραστηριοποιούνται οι περισσότερες νεοφυείς επιχειρήσεις είναι ο τουρισμός, η πληροφορική και οι επικοινωνίες (ΤΠΕ), ο αγροδιατροφικός τομέας και οι επιστήμες ζωής και υγείας. Το 69% των startups στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις και το 27% μικρές (στοιχεία Ε.Ε., Δεκέμβριος 2020).
Η πανδημία ως καταλύτης για την ψηφιοποίηση και το Ταμείο Ανάκαμψης
Παράλληλα, η πανδημική κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις για τις ΜμΕ στην Ελλάδα τόσο άμεσες, όσο και έμμεσες. Σε ό,τι αφορά στις άμεσες επιδράσεις, αυτές ήταν κυρίως αρνητικές, με το 71% των επιχειρήσεων - βάσει έρευνας που διεξήχθη, την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου του 2020, στο πλαίσιο της μελέτης της Ε.Ε.- να αναφέρει ότι μειώθηκαν οι πωλήσεις τους. Η ΑΠΑ των ΜμΕ στη χώρα μας υποχώρησε κατά το 1/5 σχεδόν, το 2020, σε σύγκριση με το 2019. Το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, όπου ο μέσος όρος διαμορφώθηκε στο -7,6%. Η πτώση της απασχόλησης, ωστόσο, ήταν συγκρατημένη (-1,4%) και χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (-1,7%), καθώς τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και της απασχόλησης που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση είχαν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση -σε σημαντικό βαθμό- των θέσεων εργασίας. Αναφορικά με την παραγωγικότητα των ελληνικών ΜμΕ, αυτή δέχτηκε σημαντικό πλήγμα, το 2020 (-18,6%). Το 2021, ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημίας αμβλύνθηκε και τα ανωτέρω μεγέθη ανέκαμψαν, χωρίς, ωστόσο, να καλυφθούν οι απώλειες της προηγούμενης χρονιάς (με εξαίρεση την απασχόληση). Πιο αναλυτικά, η Ε.Ε. εκτιμά ότι η ΑΠΑ των ΜμΕ αυξήθηκε κατά 14,1% και διαμορφώθηκε στο 91,6% της ΑΠΑ του 2019, ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων σε ΜμΕ αυξήθηκε σημαντικά, κατά 10,6%, υπερβαίνοντας το αντίστοιχο επίπεδο του 2019, κατά 9%. Ως εκ τούτου, η παραγωγικότητα της εργασίας υπολογίζεται ότι κατέγραψε άνοδο κατά 3,2%, το 2021, σε ετήσια βάση.
Η πανδημική κρίση, όμως, πέραν από τις προαναφερθείσες, είχε επίσης έμμεσες θετικές επιδράσεις, πρωτίστως, όσον αφορά στην ψηφιακή μετάβαση. Το 53% των ελληνικών ΜμΕ δήλωσε ότι η πανδημία άλλαξε τον βαθμό στον οποίο χρησιμοποιεί την τεχνολογία, ενώ το 65% ότι σκοπεύει να ενσωματώσει ψηφιακές τεχνολογίες στη λειτουργία του στο μέλλον. Και τα δύο ποσοστά ήταν τα υψηλότερα που καταγράφηκαν στο πλαίσιο της έρευνας της Ε.Ε., στην οποία συμμετείχαν επιχειρήσεις από άλλες 8 ευρωπαϊκές χώρες.
Η ψηφιακή μετάβαση αποτελεί προτεραιότητα της Ε.Ε., καθώς είναι, μαζί με την πράσινη μετάβαση, οι δύο βασικοί στόχοι του Ταμείου Ανάκαμψης. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό δράσεων, επενδύσεων αλλά και μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση αυτή που αφορούν τόσο τον δημόσιο τομέα, όσο και τις ΜμΕ. Συγκεκριμένα, ο δεύτερος πυλώνας του ελληνικού Σχεδίου αφορά στην ψηφιακή μετάβαση (συνδεσιμότητα, ψηφιακός μετασχηματισμός κράτους και επιχειρήσεων), έχει συνολικό προϋπολογισμό Ευρώ 2,1 δισ. και περιλαμβάνει, ειδικά για τις ΜμΕ, επενδύσεις ύψους Ευρώ 375 εκατ. που θα δοθούν με τη μορφή επιδοτήσεων, για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών ηλεκτρονικών πληρωμών, εργασίας από απόσταση, ψηφιακού γραφείου, digital marketplace, Κυβερνοασφάλειας κ.λπ., με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους. Ιδιαίτερη έμφαση, όπως αναφέρει το Σχέδιο «Ελλάδα 2.0», θα δοθεί στην κάλυψη των μικρότερων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την πρώτη μέτρηση της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας (Federal Statistical Office), η οποία ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 2,7%, το 2021, έναντι πτώσης κατά 4,6%, το 2020. Η εκτίμηση για μικρή ανάκαμψη αποδίδεται στα περιοριστικά μέτρα που εισήχθησαν προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά της μετάλλαξης Omicron αλλά και στα παρατεταμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γερμανική βιομηχανία, ως αποτέλεσμα των διαταραχών στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Όσον αφορά στο 2022, η οικονομική μεγέθυνση αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί με ρυθμό άνω του 4%.
Παράλληλα, το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε η νέα κυβέρνηση συνασπισμού, τον περασμένο Νοέμβριο, μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων, είναι καθοριστικής σημασίας για την πορεία της γερμανικής οικονομίας, ενώ, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ιταλία και την Γαλλία, θα συνδιαμορφώσουν την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Στο παρόν Δελτίο, θα εστιάσουμε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γερμανική βιομηχανία, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα το ΑΕΠ της να υστερεί σε σύγκριση με τα προ της πανδημίας επίπεδα και στις προοπτικές της για το 2022. Επιπλέον, θα παρουσιάσουμε τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών