Τελευταία Νέα
Νομικό Βήμα

Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
Το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων είναι ιδιώνυμο, το οποίο σημαίνει ότι προϋποτίθεται μια χρονικά πρότερη πράξη, και σε αυτό προστίθεται μια χρονικά μεταγενέστερη, τόσο κρίσιμη για τη φυσιογνωμία της πρώτης, που επί της ουσίας ιδρύεται ένα νέο έγκλημα.

 

Το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ή όπως είναι γνωστό ως «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» – «money laundering»), ρυθμίζεται σήμερα με τον ν. 4557/2018, όπως ισχύει μετά τη τροποποίηση του με τον ν. 4816/2021, ο οποίος ενσωμάτωσε την ευρωπαϊκή Οδηγία 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με τη καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του Ποινικού δικαίου και την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ορίζεται η διαδικασία μέσω της οπoίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και τα οποία στη συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευση τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι κατά νομική ακριβολογία δεν πρόκειται πράγματι για νομιμοποίηση των εσόδων, αφού τα τελευταία ως προϊόντα εγκλήματος δεν καθίστανται νόμιμα. Αυτό που επιδιώκει ο εκτελών τη νομιμοποίηση επί της ουσίας, είναι η δημιουργία μιας εξωτερικής νομιμοφάνειας, δημιουργία δηλαδή μιας εξωτερικής εντύπωσης νομιμότητας των εσόδων αυτών.

Σε δομικό επίπεδο, υπάρχει μια χρονικά πρότερη αξιόποινη πράξη από την οποία προκύπτει η παράνομη περιουσία και έπεται μια χρονικά μεταγενέστερη με την οποία επιδιώκεται η νομιμοποίηση της τελευταίας. Η πρώτη, αποτελεί το λεγόμενο «Βασικό έγκλημα» και μπορεί να συνίσταται σε μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες στον νόμο στο άρθρο 4 αξιόποινες πράξεις και η δεύτερη, συνίσταται σε μια από τις τέσσερις αναφερόμενες συμπεριφορές, αναγραφόμενες στο άρθρο 2 παρ.1 (η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα). Ακριβώς αυτές οι συμπεριφορές αποτελούν τη νομιμοποίηση εσόδων. Μεταξύ των δύο υπάρχει μια σχέση αιτιώδους λειτουργικής συνάφειας και αλληλεξάρτησης.

Γενικότερα, η νομιμοποίηση παράνομων εσόδων αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται και προσαρμόζεται στις σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Βέβαια το φαινόμενο αυτό δεν είναι νέο, αφού ανέκαθεν χρήματα αποκτώντα με παράνομο τρόπο, διοχετεύονταν σε άμεμπτες οικονομικές δραστηριότητες. Έτσι, σήμερα, το ξέπλυμα χρήματος δεν αφορά μόνο τα βασικά εγκλήματα της απάτης, της κλοπής, της ληστείας κτλ. Στη λίστα έχουν προστεθεί η διακίνηση ναρκωτικών, όπλων, η σωματεμπορία, η εκμετάλλευση λαθρομεταναστών και άλλες μορφές οργανωμένου εγκλήματος, οι οποίες αποφέρουν τεράστια κέρδη στους ενασχολούντες με αυτές, προσφέροντάς τους πολλές φορές και οικονομική εξουσία και θέσεις επιφάνειας. Η επικινδυνότητα του ξεπλύματος, είναι σήμερα αρκετά μεγάλη αν αναλογιστεί κανείς πως αξιοποιούνται πλέον πολύ περισσότερα μέσα που προσφέρονται από τη σύγχρονη οικονομική οργάνωση. Κυρίως δε, αξιοποιείται ο χρηματοπιστωτικός τομέας μέσω της απόθεσης σε τραπεζικά ιδρύματα χρηματικών ποσών σε μορφή μετρητών. Πολλοί δε, μεταφέρουν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά σε τράπεζες του εξωτερικού και συγκεκριμένα σε κράτη όπου ο έλεγχος είναι πολύ πιο χαλαρός. Θέτουν δηλαδή σε κυκλοφορία τα παρανόμως κτηθέντα έσοδα προσδίδοντάς τους νομιμοφάνεια.

Αντικειμενική υπόσταση

Το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων είναι ιδιώνυμο, το οποίο σημαίνει ότι προϋποτίθεται μια χρονικά πρότερη πράξη, και σε αυτό προστίθεται μια χρονικά μεταγενέστερη, τόσο κρίσιμη για τη φυσιογνωμία της πρώτης, που επί της ουσίας ιδρύεται ένα νέο έγκλημα.

Στο υπό κρίση αδίκημα, αυτή η προηγηθείσα εγκληματική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως «βασικό» έγκλημα το οποίο μπορεί να συνίσταται σε ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 4 ν.4557/2018. Στοιχείο λοιπόν της αντικειμενικής υπόστασης, είναι η τέλεση αυτού του εγκλήματος, εκ του οποίου απορρέει η «βρώμικη» περιουσία. Εκείνη δηλαδή, την οποία ο δράστης απέκτησε παράνομα και επιθυμεί σε δεύτερο χρόνο να ξεπλύνει. Καθώς όμως το έγκλημα είναι υπαλλακτικώς μικτό, αυτό που ενδιαφέρει είναι η τέλεση εναλλακτικά ενός εκ του άρθρου 4 πράξεων. Υλικό αντικείμενο επομένως του αδικήματος , είναι η προς νομιμοποίηση περιουσία (ΑΠ 1177/2019). Ο νόμος στο άρθρο 3 ορίζει την περιουσία ως εξής: «περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων». Αξίζει ακόμη να τονισθεί, πως ενώ ο νομοθέτης στο αρ.4, ξεκινά με μια εξαντλητική καταγραφή των βασικών εγκλημάτων, στο στοιχείο κα’, καταβάλλει μια προσπάθεια να διευρύνει τον κύκλο των βασικών εγκλημάτων αναφέροντας ότι σε αυτά, υπάγονται «όλα τα εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των τριών (3) μηνών, από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος». Φαίνεται δηλαδή να γίνεται μια διάκριση των εγκληματικών δραστηριοτήτων σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη αφορά τα ορισμένα, ρητά απαριθμούμενα στον νόμο βασικά αδικήματα ( στοιχεία α’-κ’) και η δεύτερη περιλαμβάνει ένα εύρος εγκλημάτων , τα οποία δεν ορίζονται ειδικά αλλά εντούτοις διαγράφονται με κριτήριο την απόκτηση περιουσιακού ωφέλους από αυτή αλλά και την επιβαλλόμενη ποινή (στοιχείο κα’) – φυλάκιση άνω των 3 μηνών, δηλαδή μέχρι 5 έτη (ΠΚ 53). Αυτονόητο είναι δε, ότι εφόσον για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης απαιτείται βασικό έγκλημα, η τέλεση του πρέπει να διαπιστωθεί πρώτα. Αυτή γίνεται παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο εκδίκασης της υπόθεσης νομιμοποίησης εσόδων. Δεν αρκεί απλή πιθανολόγηση για τη διαπίστωση της αλλά απαιτείται επαρκής προσδιορισμός και εξειδίκευση ως προς τον τόπο, τον τρόπο, τον χρόνο και τους δράστες, ακόμη και αν δεν κινήθηκε ποινική δίωξη, κατηγορία ή καταδίκη για αυτό .

Αν κάποιος τελέσει μια απ τις παραπάνω πράξεις, δε καθίσταται αυτομάτως δράστης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Απαιτείται και μια χρονικά μεταγενέστερη. Δεύτερο λοιπόν στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης είναι αυτή η δεύτερη πράξη, η οποία συνίσταται στην πραγμάτωση της νομιμοποίησης των εσόδων, τα οποία με παράνομο τρόπο αποκτήθηκαν και προβλέπεται στις τέσσερις περιπτώσεις του άρ.2 παρ1 ν.4557/2018. Αυτή αποτελεί μια πράξη διακριτή ποιοτικά από τη βασική και με διαφορετική απαξία. Επειδή λοιπόν η βασική, δε μπορεί να στοιχειοθετήσει από μόνη της την αντικειμενική υπόσταση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και άρα απαραίτητη είναι μια από τις πράξεις νομιμοποίησης του αρ2,προκύπτει ότι μεταξύ των δύο αυτών πράξεων, υπάρχει σχέση πραγματολογικής αλληλουχίας και εξάρτησης . Ο σύνδεσμος ανάμεσα τους, που δικαιολογεί την εξάρτηση, είναι η αιτιότητα μεταξύ της παρανόμως αποκτηθείσας περιουσίας και της νομιμοποίησης αυτής της περιουσίας. Δηλαδή η περιουσία, την οποία επιχειρεί να νομιμοποιήσει ο δράστης, πρέπει να προέρχεται αιτιωδώς από την βασική εγκληματική πράξη. Επομένως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης είναι (πέραν και της πράξης νομιμοποίησης) και η προέλευση αυτής της περιουσίας. Ένα κριτήριο το οποίο θέτει η νομολογία στην απόφαση ΑΠ 97/2019, για τις πράξεις του αρ2 παρ1, είναι ότι δεν τελείται η νομιμοποίηση άνευ εταίρου, αλλά προσαπαιτείται η πράξη αυτή να είναι και πρόσφορη να προσδώσει νομιμοφάνεια στα παράνομα έσοδα. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, ο δράστης διακινούσε ναρκωτικά και μέσω των παράνομων αυτών πωλήσεων (αρ 4 στοιχ θ’) έβγαζε αρκετά χρήματα, τα οποία φύλαγε στο σπίτι του, σε χρηματοκιβώτο. Αν και η πράξη της κατοχής της περιουσίας προβλέπεται ως τρόπος νομιμοποίησης (αρ2 παρ1 στοιχ γ’), αυτή δε καθίσταται πρόσφορη εν προκειμένω να νομιμοποιήσει τα έσοδα από την πώληση εξαρτησιογόνων ουσιών, καθώς η φύλαξη στο χρηματοκιβώτιο δε προσδίδει κάποια νομιμοφάνεια στα έσοδα του δράστη. Γενικότερα σκοπός είναι η πρόκληση σύγχυσης και αβεβαιότητας ως προς τη προέλευση παράνομων εσόδων με απώτερο στόχο την απόκτηση «νόμιμου τίτλου»

Οι πράξεις νομιμοποίησης που προβλέπονται στο αρ2 παρ1 ν.4557/2018 είναι οι εξής:

Α) Μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας:. Στη μετατροπή μεταβάλλεται η μορφή της περιουσίας, η οποία θα είναι μορφολογικά μη ύποπτη ή τουλάχιστον λιγότερο ύποπτη, ωστόσο δεν αλλάζει η οικονομική ουσία του περιουσιακού αντικειμένου. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι μετατροπή συνιστά η αξιοποίηση των «μαύρων» χρημάτων για αγορά αυτοκινήτων, απόκτηση ακινήτων από πλειστηριασμό και κερδών από τυχερά παίγνια . Μεταβίβαση από τη άλλη συνιστά η μεταβίβαση περιουσίας σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Εδώ δεν αλλάζει η μορφή της περιουσίας όπως στη πρώτη περίπτωση, διατηρείται και το υλικό και το οικονομικό της περιεχόμενο λχ τα χρήματα που αποκτήθηκαν από κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς πχ σε κάποιον τρίτο,

Β) Απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας: Εν προκειμένω ο δράστης αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αλήθεια ως προς τα αναφερόμενα στο συγκεκριμένο εδάφιο και όχι ως προς τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία. Δημιουργεί έτσι τις συνθήκες ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί τη παράνομη περιουσία όπως την νόμιμη. Χαρακτηριστική περίπτωση απόκρυψης παράνομης περιουσίας, αποτελεί η περίπτωση της χρησιμοποίησης και μεσολάβησης ενδιάμεσων προσώπων, φυσικών ή νομικών. Συνήθως πρόκειται για εταιρικά πρόσωπα , τις λεγόμενες «εξωχώριες εταιρίες» (offshore εταιρίες). Πρόκειται για εταιρίες οι οποίες αποτελούν απλές νομικές μορφές και στερούνται ουσιαστικού λειτουργικού περιεχομένου. Έχουν εγκαθιδρυθεί σε χώρες διαφορετικές από αυτές που πραγματικά ασκούν την οικονομική τους δραστηριότητα και αυτό γίνεται για λόγους κυρίως φορολογικούς. Σε αυτά τα κράτη η φορολόγηση είτε πρόκειται για ημεδαπούς είτε για αλλοδαπούς, είναι ελάχιστη και γενικότερα επικρατεί ένα πολύ ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς όπου επιπλέον δεν γίνεται έλεγχος της προέλευσης κεφαλαίων ή της νομιμότητας τους(φορολογικοί παράδεισοι). Τέτοια κράτη πχ είναι Ανγκουίλα, Βανουάτου, Κόσσοβο, Μπαχρέιν, Μπαρμπείντος, Νήσοι Κέιμαν . Στις offshore εταιρίες που ιδρύονται σε τέτοια κράτη και οι οποίες παρουσιάζονται ως δήθεν δικαιούχοι των χρηματικών αυτών ποσών, διοχετεύονται παράνομα περιουσιακά κεφάλαια και ταυτόχρονα, επειδή δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή των πραγματικών δικαιούχων(beneficial owner), εξασφαλίζεται η ανωνυμία τους με αποτέλεσμα να εισρέουν αυτά τα κεφάλαια στη οικονομία με την απαιτούμενη νομιμοφάνεια αφού αποκρύτεται η προέλευση τους. Περαιτέρω μπορούν να αξιοποιηθούν στην αγορά ακινήτων.

Γ) Η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας: Η κατοχή νοείται με την έννοια του εμπραγμάτου δικαίου, δηλαδή η φυσική εξουσίαση ενός πράγματος. Ανακύπτει όμως εδώ ένα πρόβλημα, με την έννοια ότι και η απλή περιέλευση ενός περιουσιακού αγαθού μπορεί να τιμωρείται αυτοτελώς ως αξιόποινη πράξη. Για τον λόγο αυτό, δεν αρκεί η κατοχή, αλλά προσαπαιτείται η μεταχείριση της περιουσίας, η λειτουργική της δηλαδή χρήση , από ένα πρόσωπο μη ύποπτο , νομοταγές με τέτοιο τρόπο ώστε να μην κινεί την υποψία στις αρχές ότι προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες. Υποστηρίζεται λοιπόν, ότι πράξεις απόκτησης, κατοχής ή χρήσεις περιουσίας πρέπει να πληρούν το κριτήριο της προσφορότητας ως προς τη συγκάλυψη παράνομης προέλευσης. Παράδειγμα αυτού του τρόπου τέλεσης είναι λχ όταν η σύζυγος υπουργού αγοράζει ακίνητο με χρήματα που δόθηκαν ως δώρο για τέλεση παράνομης πράξης(δωροληψία πολιτικών προσώπων ΠΚ 159),

Δ) «η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα: Η συγκεκριμένη περίπτωση μαζί με την υπό β, αποτελούν τις συχνότερες στη πράξη. Ο δράστης ενεργώντας ατομικά είτε αυτοπροσώπως είτε δια μέσου άλλου αλλά για λογαριασμό του πρώτου, προβαίνει σε τοποθέτηση χρημάτων, προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε προσωπικό του λογαριασμό ή σε διακίνηση μέσω αυτού, ο οποίος περιλαμβάνει και «νόμιμα» χρήματα. Ως χρηματοπιστωτικός τομέας ορίζεται κατά το άρθρο 3 ν.4557/2018 «ο τομέας της οικονομίας που αποτελείται από τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» (ΑΠ 1318/2022)

Εδώ η διαδικασία νομιμοποίησης ακολουθεί την εξής πορεία: Πρώτο στάδιο αποτελεί η τοποθέτηση των χρημάτων στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (placement stage) , ακολουθεί η στρωματοποίηση (layering stage) όπου ο φερόμενος ως δράστης προβαίνει σε πολλαπλές και περίπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγών δηλαδή συνεχείς τραπεζικές καταθέσεις ή και καταθέσεις σε διαφορετικές χώρες, με σκοπό τη συγκάλυψη της διαδρομής εως την παράνομη απόκτηση των εσόδων και τη παροχή ανωνυμίας. Η τελική φάση αποτελεί την ολοκλήρωση (intergration stage), κατά την οποία ο δράστης τοποθετεί τα έσοδα σε νόμιμες και συνήθεις συναλλαγές πχ με την αγορά ενός αυτοκινήτου .

Υποκειμενική υπόσταση

Η εξέταση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, πρέπει να επιμεριστεί στους τέσσερις διαφορετικούς τρόπους τέλεσης του (αρ2 παρ1).
Για τον υπό α’ τρόπο τέλεσης (μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας) απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού(άρα μπορεί και ενδεχόμενος) και ειδικά ως προς το ότι πρέπει να προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή πράξη συμμετοχής σε αυτή, απαιτείται δόλος β’ βαθμού, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει και να είναι βέβαιος ως προς τη προέλευση των εσόδων και εντούτοις να το αποδέχεται. Το εδάφιο β του στοιχείου α’, αναφέρει επιπλέον ότι προσαπαιτείται και σκοπός απόκρυψης ή συγκάλυψης παράνομης προέλευσης ή της παροχής συνδρομής. Αυτό αποτελεί στοιχείο υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης και αξιώνεται δόλος α’ βαθμού.

Για τον υπό β’ τρόπο τέλεσης (απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας ως προς τη φύση, τη προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση της περιουσίας) απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού (άρα και ενδεχόμενου), αλλά ως προς το γεγονός ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται δόλος β’ βαθμού, δηλαδή ο δράστης γνωρίζει και είναι βέβαιος ως προς τη προέλευση των εσόδων και εντούτοις το αποδέχεται.

Για τον υπό γ’ τρόπο τέλεσης (απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας) απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού (άρα και ενδεχόμενου), αλλά ως προς το γεγονός ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται δόλος β’ βαθμού κατά τον χρόνο περιέλευσης της κατοχής ή της χρήσης, δηλαδή ο δράστης γνωρίζει και είναι βέβαιος ως προς τη προέλευση των εσόδων και εντούτοις το αποδέχεται.

Τέλος, για τον υπό δ’ τρόπο τέλεσης (χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα) απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού (άρα και ενδεχόμενου) και επιπλέον ως προς την απόδοση νομιμοφάνειας στα υπό κρίση έσοδα, η οποία αποτελεί στοιχείο υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, δόλος α’ βαθμού, δηλαδή ο δράστης γνωρίζει και θέλει- επιδιώκει- να προσδώσει νομιμότητα στα παρανόμως κτηθέντα έσοδα .

– Αυτοξέπλυμα και συρροή

Το ζήτημα που ανακύπτει όμως, είναι κατά πόσο ο δράστης του βασικού εγκλήματος μπορεί να τιμωρηθεί και για πράξη του ξεπλύματος όταν το ίδιο πρόσωπο τελεί και τις δύο πράξεις, αν νοείται δηλαδή «αυτοξέπλυμα» (self laundering). Κατά τον προγενέστερο νόμο 3424/2005, θεσπίστηκε για πρώτη φορά το ζήτημα του αυτοξεπλύματος και προβλεπόταν ότι ο δράστης του βασικού εγκλήματος μπορούσε να τιμωρηθεί τόσο για αυτό όσο και για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, υπό τη προϋπόθεση όμως ότι η τέλεση της δεύτερης πράξης αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδιασμού εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή η τέλεση του πρώτου συντελούταν για να επακολουθήσει η μεταγενέστερη αυτοτελής πράξη νομιμοποίησης Σήμερα στο αρ.39 παρ1 στοιχ. Ε’ ν. 4557/2018 προβλέπεται ότι η ποινική ευθύνη του δράστη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμώρηση του και για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, αρκεί τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των δύο αυτών πράξεων να είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Εξ αντιδιαστολής λοιπόν συνάγεται, πως για το αυτοτελές έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν απαιτείται τιμώρηση για το βασικό. Αυτό ακριβώς προβλέπει εξάλλου και η παρ3 του ίδιου άρθρου.

Ο επαρκής προσδιορισμός του βασικού εγκλήματος όμως αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης όπως προαναφερθηκε. Αν έχει ήδη ασκηθεί ποινική για αυτό και εκδοθεί σχετική απόφαση των δικαιοδοτικών οργάνων , ο προσδιορισμός του είναι ευχερής. Δεν είναι όμως εξίσου ευχερής αν δεν έχει ασκηθεί καν ποινική δίωξη. Με την ισχύουσα ρύθμιση κάτι τέτοιο όμως είναι επιτρεπτό. Την ίδια προβληματική θέση παίρνει και ο Άρειος Πάγος και συνεπώς καταδίκη για το βασικό δεν κρίνεται απαραίτητη. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η πρόβλεψη αυτή είναι προβληματική, καθώς ενδέχεται ο δράστης της νομιμοποίησης να τιμωρηθεί για αυτή, χωρίς να έχει αποδεχθεί η ενοχή του για το βασικό έγκλημα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι παραβιάζεται και η αρχή για το τεκμήριο αθωωτητας του αρ. 71 ΚΠΔ και του αρ 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Για να εξισσοροπηθεί η κατάσταση, η νομολογία πλέον εξετάζει την στοιχειοθέτηση του βασικού εγκλήματος προδικαστικά, με το αρ59 ΚΠΔ όπου εκεί πρέπει να διαπιστωθεί επαρκώς αν τελέστηκε βασικό αδίκημα.

Εφόσον λοιπόν διαπιστωθεί ότι οι δύο πράξεις έχουν διαφορετική αντικειμενική υπόσταση, δύναται ο δράστης ή ο συμμέτοχος του βασικού να τιμωρηθεί και για τη νομιμοποίηση εσόδων. Στη περίπτωση αυτή, υπάρχει αληθή πραγματική συρροή και όχι κατ΄ ιδέα, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα με διακριτή απαξία. Αυτονόητο λόγω της φύσης της, είναι πως στη περίπτωση γ’, ήτοι της απόκτησης και κατοχής παράνομης περιουσίας, εφόσον κριθεί ένοχος ο αυτουργός ή ο συμμέτοχος για το βασικό έγκλημα, ως προς αυτό θα μείνει ατιμώρητος, εκτός αν (όπως ορίζει το αρ 39 παρ1 στοιχ ε’) απειλείται για τη πράξη της νομιμοποίησης ποινή στερητική της ελευθερίας με υψηλότερο ανώτατο όριο.
Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, η νομοθέτηση γύρω από τη νομιμοποίηση παράνομων, εσόδων χρήζει μεγάλης προσοχής και ένα κράτος οφείλει να μεριμνήσει δεόντως. Αν δεν έχει θεσπιστεί ένα επαρκές και αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο για τη καταπολέμηση τέτοιων δραστηριοτήτων, τότε το κράτος αυτό βρίσκεται εκτεθειμένο στο να θεωρηθεί καταφύγιο για ξέπλυμα χρήματος και συνεπώς να προσελκύει ενασχολούντες με τέτοιες παράνομες δραστηριότητες. Η ύπαρξη του φαινομένου αυτού αφήνει ανοιχτό πεδίο για ανάπτυξη διαφθοράς, αφού υπάρχει σύνδεση μεταξύ αυτής και του οργανωμένου εγκλήματος. Η σύνδεση αυτή εντοπίζεται τόσο στον δημόσιο τομέα με τη φοροδιαφυγή, η οποία μειώνει σημαντικά τα φορολογικά έσοδα των κρατών αλλά βλάπτει και τους σύννομους φορολογούμενους αφού αυξάνεται η φορολόγηση, αλλά και στον ιδιωτικό κυρίως τομέα, με τη χρησιμοποίηση από τους δράστες εταιριών «βιτρίνων» που ελέγχονται από αυτούς για να αναμιγνύουν το νόμιμο με το παράνομο χρήμα και με την αξιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κλονίζοντας έτσι τη σταθερότητα του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Συλίκος, Οικονομικά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη τόμος πρώτος (2021)
Γ. Συλίκος, Οικονομικά εγκλήματα συμπλήρωμα μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4816/2021, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη τόμος πρώτος (2021)
Λ. Μαργαρίτης, Ειδικοί ποινικοί νόμοι, Νομική Βιβλιοθήκη 2η έκδοση (2022)
Μ. Μπετενιώτης, Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ,Νομική βιβλιοθήκη (2022)
Χ. Μυλονόπουλος, Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος, Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα (2020)
Ν. 4557/2018
ΑΠ 1386/2010
ΑΠ 991/2018
ΑΠ 97/2019
ΑΠ 1177/2019

Από τον Φώτη Μπράμο, φοιτητή του τμήματος Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πηγή: Νομικός Παλμός

w
ww.bankingnews.gr 

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης