Η παρούσα απόφαση του δικαστηρίου του Στρασβούργου αφορούσε την διακοπή της τεχνικής υποστήριξης της ζωής. Η υπόθεση κατέληξε στο ΕΔΔΑ κατόπιν άσκησης της σχετικής προσφυγής του άρθρου 34 ΕΣΔΑ, από κοντινούς συγγενείς του θανόντος V.Lambert, κατά της απόφασης του Conseil d’etat, το οποίο έδωσε σχετική άδεια για την διακοπή της τεχνικής υποστήριξης της ζωής του V.Lambert, ο οποίος μετά από 6 χρόνια σε κόμμα δεν παρουσίαζε σημάδια βελτίωσης της κατάστασής του, με την ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε να αναφέρει ότι δεν θα βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του, ενώ μάλιστα βρίσκονταν σε κωματώδη κατάσταση χωρίς επικοινωνία με το περιβάλλον ήδη από το 2011, καθιστώντας την κλινική εικόνα του μη αναστρέψιμη. Αναφορικά με το νομικό σκέλος της απόφασης του ΕΔΔΑ τέθηκε ζήτημα κατά πόσο η απόφαση του γαλλικού Conseil d’etat παραβίαζε ή όχι το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή.
Καταρχάς ως δικαίωμα στην ζωή εννοείται η εξουσία που παρέχεται από την έννομη τάξη στο άτομο προς πραγμάτωση των βιοτικών συμφερόντων του. Κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, η ζωή προστατεύεται ως αυτοσκοπός, δηλαδή προστατεύεται αφενός κατά τρόπο αρνητικό, αφού επιτάσσει την αποχή από το κράτος από κάθε πράξη προσβολής της ζωής, αφετέρου κατά τρόπο θετικό, αφού θεμελιώνει υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης ζωής, τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά, ενώ επιπλέον το κράτος θα πρέπει να λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία της. Σημειωτέον δε ότι δεν προστατεύεται η ζωή καταά τρόπο γενικό και αφηρημένο, αλλά προστατεύεται η συγκεκριμένη ζωή του κάθε ανθρώπου και συνεπώς φορέας του συγκεκριμένου δικαιώματος είναι κάθε φυσικό πρόσωπο. Πρόκειται για ένα απόλυτο δικαίωμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάγεται σε περιορισμούς, όπως αυτοί περιγράφονται στο 5 παρ. 2 ΕΣΔΑ.
Εν σχέσει με τα χρονικά όρια της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, η σύμβαση δεν κάνει κάποια σχετική νύξη περί τούτου, αφήνοντας συνεπώς ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τα χρονικά όρια της προστασίας, ήτοι την αρχή και το τέλος της ζωής. Στο πλαίσιο της προβληματικής του εν λόγου άρθρου, απασχολεί μόνο το τελευταίο ζήτημα, ήτοι το πότε παύει να υπάρχει άνθρωπος και αν είναι εφικτός ο τερματισμός της ζωής με ίδια βούληση σε περίπτωση βαριάς νοσηλεία, όπως η περίπτωση που απασχόλησε εν προκειμένω το ΕΔΔΑ. Κατά την κρατούσα άποψη στην ιατρική επιστήμη η ζωή παύει με την επέλευση του εγκεφαλικού θανάτου του ανθρώπου. Διευκρινίζεται δε ότι η αδυναμία αυτόνομης και ανεξάρτητης από τεχνική υποστήριξη, της καρδιακής και εγκεφαλικής λειτουργίας, θεωρείται επίσης ως σημείο τερματισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ζητήματα αναφορικά με τον σεβασμό του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ ανακύπτουν όταν ένα φυσικό πρόσωπο, όπως ο V.Lambert, βρίσκεται σε μια τέτοια κωματώδη κατάσταση, ώστε η συνέχιση της τεχνικής υποστήριξης της ζωής να καθίσταται μάταιη. Για την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να γίνει μια λογικό – συστηματική ερμηνεία του ανωτέρου άρθρου, υπό το πρίσμα του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου. Οι δύο αυτές ειδικότερες εκφάνσεις του δικαιώματος στη ζωή έχουν την έννοια ότι κάθε άνθρωπος θα πρέπει καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του να έχει μια αξιοπρεπή διαβίωση, ασκώντας όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την προσωπικότητά του σε όλους του τομείς της κρατικά οργανωμένης διαβίωσης.
Εφόσον αποσαφηνίστηκαν οι παραπάνω έννοιες, είναι εφικτή η θεμελίωση ενός δικαιώματος στο θάνατο, ως αρνητική όψη του δικαιώματος στη ζωή ; Με άλλα λόγια, μπορεί ένα φυσικό πρόσωπο να διαθέσει την ζωή του όπως επιθυμεί, προβαίνοντας ακόμα και σε αυτοπροσβολή απόλυτου βαθμού ; Μέσω μιας γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ κάτι τέτοιο δεν φαίνεται εφικτό, καθώς ο τερματισμός της ζωής του ατόμου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση βιοτικό έννομο συμφέρον. Κατά την άποψη δε που επικαλείται μέρος της θεωρίας, η ελεύθερη διάθεση της ανθρώπινης ζωής, σαν να ήταν εμπράγματο δικαίωμα, δεν αποτελεί μέρος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ούτε του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και τα δύο προϋποθέτουν την ύπαρξη του ανθρώπου. Προς τούτο άλλωστε συνηγορεί και ο ίδιος ορισμός της λέξης δικαίωμα, το οποίο ορίζεται ως την εξουσία που παρέχεται από το δίκαιο για την πραγμάτωση συγκεκριμένου εννόμου συμφέροντος και συνεπώς η αυτοπροσβολή της ζωής δε θα πρέπει να αποτελεί δικαίωμα.
Μολονότι η παραπάνω άποψη φαντάζει λογική, σε ακραίες περιστάσεις, όπως αυτή που απασχόλησε εν προκειμένω το ΕΔΔΑ είναι ανεπιεικής, διότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η κλινική κατάσταση του ανθρώπου μπορεί να είναι τέτοια, ώστε η διατήρησή του στην ζωή να μην του εξασφαλίζει κανένα βιοτικό επίπεδο και καμιά αξιοπρεπή διαβίωση, ευτελίζοντας την ίδια την έννοια της ζωής μέσω μιας απλής παράτασης της διάρκειάς της. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως κατοχυρώνεται στα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ, έχει ακριβώς αυτό το νόημα, ήτοι της εξασφάλισης μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης και ενός ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός φυσικού προσώπου. Ομοίως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας μπορεί να εκληφθεί και υπό την αρνητική της έννοια, δηλαδή της δυνατότητας του ανθρώπου να μη συμμετάσχει στα δρώμενα της κρατικά οργανωμένης κοινωνίας, ακόμα και να μην αναπτύσσει καθόλου την προσωπικότητα του και να μην ασκεί τα συναφή δικαιώματα που απορρέουν από αυτή. Σημειωτέον δε ότι η άρνηση λήψης θεραπείας αποτελεί ακριβώς έκφανση αυτής της ελευθερίας αυτοδιάθεσης του ατόμου και απαλλάσσει τον θεράποντα ιατρό από την έννομη υποχρέωση που έχει για παροχή της προσήκουσας θεραπείας στον ασθενή του, ενώ παράλληλα η αυτοκτονία, ως πράξη αυτοπροσβολής της ζωής δεν αποτελεί καν άδικη πράξη, βάσει των διδαγμάτων του ποινικού δικαίου, καθώς στρέφεται κατά ιδίου και όχι ξένου εννόμου αγαθού.
Το δικαίωμα στο θάνατο σημαίνει δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή τερματισμό της ζωής. Αποτελεί με άλλα λόγια αρνητική όψη του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, αλλά και της ίδιας της προστασίας της ζωής, με την έννοια ότι η παράταση μιας ζωής με τεχνικά μέσα, χωρίς προοπτικές αξιοπρεπούς διαβίωσης, ευτελίζει τελικά την ίδια την ζωή παρά την προστατεύει μέσω παράτασης διάρκειάς της. Άλλωστε ούτε και η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει ένα απόλυτο δικαίωμα στη ζωή, ώστε αυτό να καθίσταται υποχρέωση και να πρέπει να προστατεύεται με όποιο κόστος. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται μάλιστα τόσο το γαλλικό όσο και το ελληνικό σύνταγμα. Βεβαίως, η σκέψη αυτή δεν θα πρέπει να φτάσει στο άλλο άκρο της lebensunwertes Leben κατά την έννοια της BVerfGE 39, 1, δηλαδή σε μια ζωή ανάξια να την ζει κανείς. Το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο, εν είδη εκούσιας ευθανασίας, μπορεί να εννοηθεί μόνο ως προσωπική, καλά σταθμισμένη, επιλογή του ανθρώπου, και κάτω από ειδικές περιστάσεις, όπως αυτή του V.Lambert, άλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάχρησης αυτής της δυνατότητας, μέσω της μεταχείρισης της ζωής ως αντικειμένου. Η αναγνώριση δηλαδή του δικαιώματος στο θάνατο, ως αρνητική όψη του δικαιώματος στη ζωή, δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην νομιμοποίηση όλων των μορφών ευθανασίας, λόγω του ευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρόβλημα όμως ανακύπτει και στην περίπτωση που ο θανών δεν εξέφρασε ρητά, προφορικά ή εγγράφως την πρόθεσή του, αλλά αναζητείται η εικαζόμενη βούλησή του. Κατά ορθότερη άποψη, δεν θα πρέπει να χορηγείται άδεια αποσύνδεσης από την τεχνητή υποστήριξη ζωής, βασισμένη στην υποθετική βούληση του ασθενούς, διότι αν πράγματι ήθελε κάτι τέτοιο θα είχε εκφράσει με κάποιο τρόπο την σχετική επιθυμία του, ενώ ανακύπτουν προβλήματα επηρεασμού της απόφασης που ερείδεται σε μια τέτοια εικασία από κακόπιστους συγγενείς.
Με τα προαναφερθέντα συνηγορεί και η απόφαση του ΕΔΔΑ V.Lambert κατά Γαλλίας. Ειδικότερα το δικαστήριο του Στρασβούργου θεώρησε ότι η χορήγηση άδειας για διακοπή της τεχνητής υποστήριξης της ζωής του V.Lambert, δεν παραβιάζει το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, ήτοι το δικαίωμα στη ζωή, καθώς αποτελούσε επιθυμία του ίδιου, η οποία μάλιστα είχε εκφραστεί ρητώς. Αναφορικά τέλος με τα ελληνικά δεδομένα και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που αφήνει στα κράτη η ΕΣΔΑ σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, η συνταγματική θεμελίωση του “δικαιώματος στον Θάνατο” ή καλύτερα του “δικαιώματος σε έναν αξιοπρεπή τερματισμό της ζωής1” μπορεί να αναζητηθεί στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, περί σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Συμπερασματικά, η ρητή κατοχύρωση επί του κειμένου του Συντάγματος ενός δικαιώματος σε έναν αξιοπρεπή τερματισμό της ζωής αποτελεί μια αναγκαιότητα της εποχής.
Δεδομένης όμως της λεπτής ηθικοπολιτικής διάστασης του ζητήματος η διατύπωση θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, γι’ αυτό θα πρέπει να συνεχίσει ο διάλογος περί τούτου στην επιστημονική κοινότητα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία :
Ι.Μανωλεδάκη, “Υπάρχει δικαίωμα στον Θάνατο;”, Ποινικά Χρονικά, 2004, σελ. 577επ.
Λ.Παπαδοπούλου, “Υπάρχει Δικαίωμα στον Θάνατο ; ΜΙα συζήτηση με τον ΚΑθηγητή Ι.Μανωλεδάκη”, Δικαιώματα του Ανθρώπου Νο 59/2014,σελ 43επ.
FERENIKI PANAGOPOULOU-KOUTNATZI, Die Selbstbestimmung des Patienten. Eine Untersuchung aus verfassungsrechtlicher Sicht, Duncker & Humblot: Berlin 2009, σ. 66.
. Κ. FINOKALIOTIS, Der Schutz der Rechts auf Leben im Völkerrecht nach dem zweiten Weltkrieg, Διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Μονάχου, 1977, passim
Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Η ευθανασία στο ποινικό δίκαιο, σε: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ / Ε. ΚΟΥΝΟΥΓΕΡΗ-ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ / Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ (επιμ.), Ευθανασία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα 2007, σ. 137 επ. (138 επ.)
Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, Ανθρώπινη αξιοπρέπεια: Έννομο αγαθό ή απόλυτο όριο στην άσκηση εξουσίας;, σε: Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ / C. PRITTWITZ (επιμ.), Η ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, Ελληνογερμανικό συμπόσιο, Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα 1997, σ. 9 επ. (16).
1 ο συγκεκριμένος όρος αντανακλά καλύτερα το περιεχόμενο του δικαιώματος, το οποίο αποσκοπεί στον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αξιοπρεπούς διαβίωσης κατα τις τελευταίες στιγμές ύπαρξης ενός φυσικού προσώπου
Από τον Παναγιώτη – Ηλία Τζιτζιλή, προπτυχιακό φοιτητή της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Νομικός Παλμός
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών