Μετά από μία μακρά περίοδο δυσπραγίας και αγώνα εξυγίανσης, παρατηρούμε μια σημαντική ποιοτική βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών, γεγονός που τις οδηγεί στο να γυρίσουν σελίδα στο πεδίο της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
H μεγάλη μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και του λόγου δανείων προς καταθέσεις, έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας χάρη στην άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη σημαντική αύξηση των αποταμιεύσεων.
Οφείλουν, ωστόσο, να διαχειριστούν με σύνεση αλλά και δυναμισμό αυτήν τη ρευστότητα.
Απαραίτητη η σύνεση
Η σύνεση είναι απαραίτητη για δύο λόγους.
Πρώτον, η ενσκήψασα ενεργειακή κρίση μάς υπενθύμισε ότι μέρος της αναγκαστικής συσσώρευσης αποταμιεύσεων στη διάρκεια της πανδημίας μπορεί να αξιοποιηθεί για την προστασία του επιπέδου διαβίωσης των νοικοκυριών το επόμενο διάστημα, στο οποίο η Ευρώπη επιχειρεί την ενεργειακή της απεξάρτηση από τη Ρωσία.
Δεύτερον, το τραπεζικό σύστημα οφείλει να διαχειριστεί τις αποταμιεύσεις εκατομμυρίων καταθετών με υπευθυνότητα και σύνεση, χρηματοδοτώντας το σύνολο της υγιούς ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Ο δυναμισμός προσδιορίζεται από τις διαμορφούμενες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Το πρώτο εξάμηνο του έτους, παρά την υψηλή αβεβαιότητα που κυριάρχησε στο διεθνές περιβάλλον, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,8% σε ετήσια βάση.
Η εντυπωσιακή αυτή επίδοση στηρίχθηκε σημαντικά στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 11,4% σε ετήσια βάση, λόγω της μεταπανδημικής ευφορίας, της συνεχούς αύξησης της απασχόλησης, της μερικής ανάλωσης αποταμιεύσεων και των ισχυρών δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Επιπλέον, υπήρξε σημαντική τόνωση της εξωτερικής ζήτησης με μεγάλη ενίσχυση των ταξιδιωτικών εισπράξεων.
Τα επόμενα έτη, η ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι περισσότερο ανθεκτική στην ενεργειακή κρίση, σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς έχει γρήγορα μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ η βιομηχανία της είναι λιγότερο ενεργοβόρα.
Επίσης, τα νοικοκυριά εισέρχονται σε αυτή τη νέα κρίση σε καλή οικονομική κατάσταση, καθώς το ιδιωτικό χρέος, ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, έχει μειωθεί, ενώ παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε μια σειρά δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που ενίσχυσαν την ανθεκτικότητά τους.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, στοιχείο για την εξέλιξη των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων είναι η αυξανόμενη συμβολή των επενδύσεων στο μείγμα μεγέθυνσης. Υπάρχουν πλέον ισχυρές ενδείξεις για αξιοσημείωτη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος την τελευταία τριετία.
Με βάση την έκθεση του Economist Intelligence Unit, για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη θέση της μεταξύ 82 οικονομιών, κινούμενη ανοδικά κατά 16 θέσεις στη σχετική κατάταξη, κυρίως χάρη σε αρκετά διαρθρωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί, αλλά και με την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών.
Επίσης, υπάρχει ισχυρή ανοδική δυναμική στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, οι οποίες εκτιμάται ότι το 2022 θα σημειώσουν νέο ρεκόρ για δεύτερη διαδοχική χρονιά. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την υλοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των θεσμικών αδυναμιών που εκκρεμούν, όπως για παράδειγμα η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών, αναμένεται να ενισχύσουν τις μελλοντικές επενδύσεις σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Τέλος, η ελληνική οικονομία μπορεί να αξιοποιήσει μερικά σημαντικά προγράμματα τόνωσης, που όλα στοχεύουν σε διαφορετικούς και συμπληρωματικούς «κρίκους» της αλυσίδας αξίας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) είναι το πιο σημαντικό μεταξύ αυτών -απότοκο της πανδημικής κρίσης- με συνολικά κονδύλια περίπου 31 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2027.
Το 2023 αναμένεται σημαντική «ένεση» επενδύσεων μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του ΤΑΑ, ύψους 8,3 δισ. και 7 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας, σε συνδυασμό με την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να βελτιστοποιήσει την κατανομή των κεφαλαίων μέσω δανείων του ΤΑΑ, αναμένεται να στηρίξουν τη μελλοντική πιστωτική επέκταση.
Με βάση τα πιο πάνω, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν τα επόμενα έτη να στηρίξουν την πραγματική οικονομία με διάφορους τρόπους.
Όχι απλώς με δάνεια κεφαλαίου κίνησης, που είναι απαραίτητα σε ένα περιβάλλον αυξημένων λειτουργικών εξόδων λόγω της ενεργειακής κρίσης και χρηματοδοτούν το παραγωγικό και συναλλακτικό κύκλωμα της επιχείρησης, αλλά και με επενδυτικά δάνεια μεγάλης διάρκειας που χρηματοδοτούν επενδύσεις σε εξοπλισμό και κτιριακές εγκαταστάσεις, οι οποίες έχουν πολύ σημαντικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Στην κατεύθυνση αυτή, το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσει έναν καταλύτη στον πιστωτικό μας προσανατολισμό προς νέα παραγωγικά επενδυτικά σχέδια με ισχυρό θετικό αποτύπωμα στην εγχώρια οικονομική ανάπτυξη σε στρατηγικούς τομείς, όπως η ψηφιακή μετάβαση και η μετάβαση στις ανακυκλώσιμες πηγές ενέργειας.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τον εξορθολογισμό του κόστους τους, όλες οι τράπεζες επένδυσαν σημαντικά στις νέες τεχνολογίες, δημιούργησαν νέα, καινοτόμα προϊόντα κι ενδυνάμωσαν το στελεχιακό τους δυναμικό με αξιόλογα νέα στελέχη.
Οι τράπεζες είναι πλέον σε θέση να παίξουν το βασικό τους ρόλο, που δεν είναι άλλος από την χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας και των νοικοκυριών και την προώθηση της κοινωνικής ευημερίας.
www.bankingnews.gr
Β. Ράπανος (ΕΕΤ, Alpha Bank): Οι τράπεζες να διαχειριστούν με σύνεση κεφάλαια και ρευστότητα με στόχο κοινωνική ευημερία
σύμβολα :
ALPHA BANK Α.Ε.
Άρθρο του Βασίλη Ράπανου - Είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου της Alpha Bank
Σχόλια αναγνωστών