
Σε ό,τι αφορά το πλεονάζον κεφάλαιο, λέει η Commerzbank, πιθανή χρήση είναι οι εξαγορές
Πειστικές βρίσκει τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών η γερμανική Commerzbank, που παράλληλα θεωρεί πως η διαδικασία εκκαθάρισης των ισολογισμών είναι ολοκληρωμένη. Ωστόσο, παρότι δεν πολεμούν στις Θερμοπύλες, τρέχουν Μαραθώνιο, σημειώνεται χαρακτηριστικά
Όπως επισημαίνεται, η επιταχυνόμενη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων συνοδεύεται από ορισμένα κίνητρα, τα οποία ενδέχεται να διαδραματίσουν ρόλο στην εντυπωσιακή πιστωτική επέκταση που παρατηρείται αυτή τη στιγμή στη χώρα.
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, ο γερμανικός οίκος σημειώνει πως «μετά τις θετικές κινήσεις της Moody’s τον Μάρτιο, η Fitch αναβάθμισε πριν από δύο ημέρες την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην επενδυτική βαθμίδα, ενώ παράλληλα αναβάθμισε την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς σε επίπεδο λίγο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, με θετική προοπτική».

Περαιτέρω αναβαθμίσεις, τουλάχιστον για την Eurobank και την Εθνική Τράπεζα, πιθανότατα θα εξαρτηθούν από μια ακόμη αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, αναφέρει και προσθέτει:
«Αυτό σημαίνει ότι τα senior preferred ομόλογα (SP) της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (NBG) διαθέτουν πλέον αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας και από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης.
Η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank έχουν θετικές προοπτικές από τη Moody’s και τη Fitch, γεγονός που υποδηλώνει γρήγορη πρόσβαση στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας.
Αν και η ανοδική πορεία της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας αποτέλεσε εν μέρει προϋπόθεση για αυτές τις αναβαθμίσεις, αντικατοπτρίζει επίσης την εντυπωσιακή ανάκαμψη της κερδοφορίας και της ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών».
Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία, φαίνεται να έρχεται φυσικά για πολλές τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, χάρη στον συνδυασμό υψηλότερων επιτοκίων, ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και υψηλής ζήτησης πιστώσεων από έναν απομοχλευμένο εταιρικό τομέα, ενώ η γεωπολιτική αβεβαιότητα που επικρατεί προς το παρόν ενισχύει τη μεταβλητότητα και τη συνετή δανειοδότηση.
Ωστόσο, η πορεία της ποιότητας του ενεργητικού για τις ελληνικές τράπεζες υπήρξε πραγματικά εξαιρετική.
«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει εκτεταμένη εκκαθάριση των ισολογισμών τους την τελευταία δεκαετία.
Αν και ο μέσος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) ανέρχεται στο 3,3% και παραμένει πάνω από τον μέσο όρο του 1,8% των τραπεζών της EBA, έχει μειωθεί σημαντικά από τα επίπεδα άνω του 50% που καταγράφηκαν τα χρόνια μετά την ελληνική κρίση χρέους.

Αυτή η εξέλιξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πρόγραμμα "Ηρακλής" που εισήγαγε η ελληνική κυβέρνηση, το οποίο επέτρεψε τη μαζική πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων με την υποστήριξη κρατικών εγγυήσεων.
Παράλληλα, η μαζική απομόχλευση του εταιρικού τομέα, η συντηρητική δανειοδότηση και η ύπαρξη ενός καλά ανεπτυγμένου δικτύου επενδυτών εξειδικευμένων σε ελληνικά NPLs υπήρξαν πρόσθετοι υποστηρικτικοί παράγοντες» γράφει η Commerzbank.
Οι εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) βρίσκονται πλέον σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Οι τράπεζες φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό άνετες με τη σταθεροποίηση των δεικτών NPL μεταξύ 2% και 3%, και αναμένουμε ότι η τρέχουσα ισχυρή πιστωτική επέκταση θα οδηγήσει σε περαιτέρω μειώσεις, αν και σε μικρότερο βαθμό, με τους δείκτες NPL πιθανώς να πλησιάζουν το 2% για κάποιο διάστημα.
Ωστόσο, η αύξηση των χορηγήσεων πιθανότατα θα επηρεάσει τη μελλοντική εξέλιξη του δείκτη.

Τα ελληνικά spreads
Σύμφωνα με τη Commerzbank, δεδομένου ότι πολλοί διαχειριστές χαρτοφυλακίων βρίσκονται στη διαδικασία αποκατάστασης της κάλυψης αυτών των τραπεζών και με μια σαφή πορεία αναβαθμίσεων, η σύγκλιση των spreads έχει προχωρήσει ταχύτερα από τις ίδιες τις αναβαθμίσεις.
Ωστόσο, παραμένουν δύο δομικές τάσεις που αξίζει να ληφθούν υπόψη.
Ποιότητα κεφαλαίων
Σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα, το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο CET1 παραμένει διαρκής ανησυχία για τους επενδυτές στις ελληνικές τράπεζες.
Το ποσοστό των DTCs στο κεφάλαιο CET1 είναι ιδιαίτερα υψηλό για την Τράπεζα Πειραιώς, ωστόσο εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε λιγότερο από 25% έως το 2028.
Οι συμβατικοί αναβαλλόμενοι φορολογικοί πόροι (DTAs) συνήθως αφαιρούνται από το CET1 βάσει του Κανονισμού CRR, καθώς χάνουν την αξία τους σε περίπτωση χρεοκοπίας της τράπεζας, υπονομεύοντας έτσι τη λειτουργία απορρόφησης ζημιών και προστασίας των ομολογιούχων σε περίπτωση αφερεγγυότητας.
Ωστόσο, τα DTCs που δεν βασίζονται σε μελλοντικά κέρδη επιβαρύνονται με συντελεστή κινδύνου 100% αντί να αφαιρούνται από το CET1, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για την αντιστάθμιση αρνητικών αποτελεσμάτων όταν αυτά προκύπτουν.
Εάν η τράπεζα καταγράψει ζημίες, μέρος των DTCs, αναλογικά με το μερίδιό τους στο κεφάλαιο, μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο.
Αυτό σημαίνει ότι εάν το CET1 εξανεμιστεί, θα προκύψει απαίτηση κατά της ελληνικής κυβέρνησης για αντίστοιχη κεφαλαιακή ενίσχυση.
Παρόλο που αυτό αποτελεί σημαντική βελτίωση σε σχέση με τους συμβατικούς DTAs και λειτουργεί ως έμμεσο νομικό τεστ για το ευρωπαϊκό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, οι ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του κεφαλαίου εξακολουθούν να υφίστανται.
Πρώτον, η κυβέρνηση ενδέχεται να μην εκπληρώσει αυτές τις απαιτήσεις σε περίπτωση σημαντικών ζημιών που προκύπτουν από μια κρίση δημόσιου χρέους.
Δεύτερον, το χρονοδιάγραμμα απόσβεσης των DTCs σημαίνει ότι δεν προσφέρουν την ίδια διαρκή προστασία που παρέχουν άλλα κεφαλαιακά μέσα.

Η συμφωνία αποπληρωμής
Στα τέλη του περασμένου έτους, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύτηκαν με τον SSM μια επιταχυμένη κεφαλαιακή αφαίρεση των DTCs, πέραν του κανονικού τους ρυθμού απόσβεσης, με αντάλλαγμα την άρση των περιορισμών στη διανομή κερδών.
Σύμφωνα με τη συμφωνία, τα DTCs θα διαγράφονται από τον ισολογισμό με τον κανονικό ρυθμό βάσει του λογιστικού πλαισίου.
Ωστόσο, επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αφαιρούν το 29% του ποσού των μερισμάτων τους από το κεφάλαιό τους κάθε χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι έως το 2032, τα DTCs των ελληνικών τραπεζών θα έχουν είτε αποσβεστεί είτε σχεδόν πλήρως αφαιρεθεί από το κεφάλαιο, μια σημαντική επιτάχυνση σε σχέση με το αρχικό χρονοδιάγραμμα που θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι τη δεκαετία του 2040 για ορισμένες τράπεζες.
Η επιτάχυνση αυτή λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη διανομή κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να διατηρούν δείκτες CET1 υψηλότερους από ό,τι ιδανικά θα επιθυμούσαν.
Από την πλευρά της πιστοληπτικής αξιολόγησης, η διατήρηση επιπλέον κεφαλαίων είναι επιθυμητή. Ωστόσο, αυτά τα κεφάλαια πρέπει να αξιοποιηθούν.
Πλεονάζον κεφάλαιο
Σε ό,τι αφορά το πλεονάζον κεφάλαιο, λέει η Commerzbank, πιθανή χρήση είναι οι εξαγορές.
Η Τράπεζα Πειραιώς απέκτησε την Εθνική Ασφαλιστική, γεγονός που επηρέασε τον δείκτη CET1 της κατά 2%.
Η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank θα μειώσει επίσης τον δείκτη CET1 της κατά 2%.
Η πρόσφατα ανακοινωθείσα εξαγορά στοιχείων του ενεργητικού της Astrobank θα μειώσει τον δείκτη CET1 της Alpha Bank κατά 40 μονάδες βάσης.
Γενικά, η τραπεζική ενοποίηση σπάνια θεωρείται αρνητική από πλευράς πιστοληπτικής ικανότητας.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι υλοποίησης μπορεί να αυξηθούν, ειδικά όταν η στρατηγική των συγχωνεύσεων επεκτείνεται υπερβολικά λόγω κεφαλαιακής υπερεπάρκειας και έλλειψης ελκυστικών στόχων εξαγοράς.
Παρ’ όλα αυτά, η τρέχουσα αυξημένη δραστηριότητα συγχωνεύσεων & εξαγορών φαίνεται να παραμένει λογική και όχι αυτοσκοπός.
Η άλλη πιθανή χρήση του πλεονάζοντος κεφαλαίου είναι, φυσικά, η αύξηση των χορηγήσεων.
Το σχέδιο επιτάχυνσης των DTCs μειώνει έμμεσα το εναλλακτικό κόστος των χορηγήσεων, καθώς η εναλλακτική λύση (διανομή κερδών) συνοδεύεται από πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση 29%.
Οι τράπεζες που δεσμεύονται από αυτήν τη ρύθμιση θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν κίνητρο να χορηγούν νέα δάνεια με περιθώρια κέρδους χαμηλότερα από το σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου τους.
Αυτό συμβαίνει επειδή η διανομή κερδών αυξάνει έμμεσα το κόστος χρηματοδότησης για το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο δανείων.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιτάχυνση της παροχής δανείων με χαμηλά περιθώρια κέρδους, ιδιαίτερα σε κατηγορίες δανείων με υψηλότερους συντελεστές κινδύνου, όπως τα μη εξασφαλισμένα εταιρικά δάνεια.
Περισσότερο Μαραθώνας παρά Θερμοπύλες
«Προς το παρόν, η άποψή μας παραμένει θετική. Αν και θα χρειαστούν ακόμα 3-5 χρόνια μέχρι να αφαιρεθεί το μεγαλύτερο μέρος των DTCs από τους δείκτες CET1 των ελληνικών τραπεζών, η οικονομική ανάκαμψη και η ζήτηση για δάνεια συνεχίζουν να προσφέρουν ευκαιρίες για οργανική πιστωτική ανάπτυξη.
Παρ' όλα αυτά, θα αισθανόμασταν πιο άνετα εάν η μεσοπρόθεσμη τάση ανάπτυξης των χορηγήσεων συγκλίνει κάπως με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές.
Εάν μεμονωμένες τράπεζες συνεχίσουν να αναπτύσσονται με ρυθμούς σημαντικά ταχύτερους από την αγορά, αυτό μπορεί να απαιτήσει ιδιαίτερη προσοχή» καταλήγει η Commerzbank.
www.bankingnews.gr
Όπως επισημαίνεται, η επιταχυνόμενη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων συνοδεύεται από ορισμένα κίνητρα, τα οποία ενδέχεται να διαδραματίσουν ρόλο στην εντυπωσιακή πιστωτική επέκταση που παρατηρείται αυτή τη στιγμή στη χώρα.
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, ο γερμανικός οίκος σημειώνει πως «μετά τις θετικές κινήσεις της Moody’s τον Μάρτιο, η Fitch αναβάθμισε πριν από δύο ημέρες την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην επενδυτική βαθμίδα, ενώ παράλληλα αναβάθμισε την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς σε επίπεδο λίγο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, με θετική προοπτική».
Περαιτέρω αναβαθμίσεις, τουλάχιστον για την Eurobank και την Εθνική Τράπεζα, πιθανότατα θα εξαρτηθούν από μια ακόμη αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, αναφέρει και προσθέτει:
«Αυτό σημαίνει ότι τα senior preferred ομόλογα (SP) της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (NBG) διαθέτουν πλέον αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας και από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης.
Η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank έχουν θετικές προοπτικές από τη Moody’s και τη Fitch, γεγονός που υποδηλώνει γρήγορη πρόσβαση στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας.
Αν και η ανοδική πορεία της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας αποτέλεσε εν μέρει προϋπόθεση για αυτές τις αναβαθμίσεις, αντικατοπτρίζει επίσης την εντυπωσιακή ανάκαμψη της κερδοφορίας και της ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών».
Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία, φαίνεται να έρχεται φυσικά για πολλές τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, χάρη στον συνδυασμό υψηλότερων επιτοκίων, ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και υψηλής ζήτησης πιστώσεων από έναν απομοχλευμένο εταιρικό τομέα, ενώ η γεωπολιτική αβεβαιότητα που επικρατεί προς το παρόν ενισχύει τη μεταβλητότητα και τη συνετή δανειοδότηση.
Ωστόσο, η πορεία της ποιότητας του ενεργητικού για τις ελληνικές τράπεζες υπήρξε πραγματικά εξαιρετική.
«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει εκτεταμένη εκκαθάριση των ισολογισμών τους την τελευταία δεκαετία.
Αν και ο μέσος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) ανέρχεται στο 3,3% και παραμένει πάνω από τον μέσο όρο του 1,8% των τραπεζών της EBA, έχει μειωθεί σημαντικά από τα επίπεδα άνω του 50% που καταγράφηκαν τα χρόνια μετά την ελληνική κρίση χρέους.
Αυτή η εξέλιξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πρόγραμμα "Ηρακλής" που εισήγαγε η ελληνική κυβέρνηση, το οποίο επέτρεψε τη μαζική πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων με την υποστήριξη κρατικών εγγυήσεων.
Παράλληλα, η μαζική απομόχλευση του εταιρικού τομέα, η συντηρητική δανειοδότηση και η ύπαρξη ενός καλά ανεπτυγμένου δικτύου επενδυτών εξειδικευμένων σε ελληνικά NPLs υπήρξαν πρόσθετοι υποστηρικτικοί παράγοντες» γράφει η Commerzbank.
Οι εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) βρίσκονται πλέον σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Οι τράπεζες φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό άνετες με τη σταθεροποίηση των δεικτών NPL μεταξύ 2% και 3%, και αναμένουμε ότι η τρέχουσα ισχυρή πιστωτική επέκταση θα οδηγήσει σε περαιτέρω μειώσεις, αν και σε μικρότερο βαθμό, με τους δείκτες NPL πιθανώς να πλησιάζουν το 2% για κάποιο διάστημα.
Ωστόσο, η αύξηση των χορηγήσεων πιθανότατα θα επηρεάσει τη μελλοντική εξέλιξη του δείκτη.
Τα ελληνικά spreads
Σύμφωνα με τη Commerzbank, δεδομένου ότι πολλοί διαχειριστές χαρτοφυλακίων βρίσκονται στη διαδικασία αποκατάστασης της κάλυψης αυτών των τραπεζών και με μια σαφή πορεία αναβαθμίσεων, η σύγκλιση των spreads έχει προχωρήσει ταχύτερα από τις ίδιες τις αναβαθμίσεις.
Ωστόσο, παραμένουν δύο δομικές τάσεις που αξίζει να ληφθούν υπόψη.
Ποιότητα κεφαλαίων
Σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα, το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο CET1 παραμένει διαρκής ανησυχία για τους επενδυτές στις ελληνικές τράπεζες.
Το ποσοστό των DTCs στο κεφάλαιο CET1 είναι ιδιαίτερα υψηλό για την Τράπεζα Πειραιώς, ωστόσο εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε λιγότερο από 25% έως το 2028.
Οι συμβατικοί αναβαλλόμενοι φορολογικοί πόροι (DTAs) συνήθως αφαιρούνται από το CET1 βάσει του Κανονισμού CRR, καθώς χάνουν την αξία τους σε περίπτωση χρεοκοπίας της τράπεζας, υπονομεύοντας έτσι τη λειτουργία απορρόφησης ζημιών και προστασίας των ομολογιούχων σε περίπτωση αφερεγγυότητας.
Ωστόσο, τα DTCs που δεν βασίζονται σε μελλοντικά κέρδη επιβαρύνονται με συντελεστή κινδύνου 100% αντί να αφαιρούνται από το CET1, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για την αντιστάθμιση αρνητικών αποτελεσμάτων όταν αυτά προκύπτουν.
Εάν η τράπεζα καταγράψει ζημίες, μέρος των DTCs, αναλογικά με το μερίδιό τους στο κεφάλαιο, μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο.
Αυτό σημαίνει ότι εάν το CET1 εξανεμιστεί, θα προκύψει απαίτηση κατά της ελληνικής κυβέρνησης για αντίστοιχη κεφαλαιακή ενίσχυση.
Παρόλο που αυτό αποτελεί σημαντική βελτίωση σε σχέση με τους συμβατικούς DTAs και λειτουργεί ως έμμεσο νομικό τεστ για το ευρωπαϊκό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, οι ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του κεφαλαίου εξακολουθούν να υφίστανται.
Πρώτον, η κυβέρνηση ενδέχεται να μην εκπληρώσει αυτές τις απαιτήσεις σε περίπτωση σημαντικών ζημιών που προκύπτουν από μια κρίση δημόσιου χρέους.
Δεύτερον, το χρονοδιάγραμμα απόσβεσης των DTCs σημαίνει ότι δεν προσφέρουν την ίδια διαρκή προστασία που παρέχουν άλλα κεφαλαιακά μέσα.
Η συμφωνία αποπληρωμής
Στα τέλη του περασμένου έτους, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύτηκαν με τον SSM μια επιταχυμένη κεφαλαιακή αφαίρεση των DTCs, πέραν του κανονικού τους ρυθμού απόσβεσης, με αντάλλαγμα την άρση των περιορισμών στη διανομή κερδών.
Σύμφωνα με τη συμφωνία, τα DTCs θα διαγράφονται από τον ισολογισμό με τον κανονικό ρυθμό βάσει του λογιστικού πλαισίου.
Ωστόσο, επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αφαιρούν το 29% του ποσού των μερισμάτων τους από το κεφάλαιό τους κάθε χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι έως το 2032, τα DTCs των ελληνικών τραπεζών θα έχουν είτε αποσβεστεί είτε σχεδόν πλήρως αφαιρεθεί από το κεφάλαιο, μια σημαντική επιτάχυνση σε σχέση με το αρχικό χρονοδιάγραμμα που θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι τη δεκαετία του 2040 για ορισμένες τράπεζες.
Η επιτάχυνση αυτή λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη διανομή κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να διατηρούν δείκτες CET1 υψηλότερους από ό,τι ιδανικά θα επιθυμούσαν.
Από την πλευρά της πιστοληπτικής αξιολόγησης, η διατήρηση επιπλέον κεφαλαίων είναι επιθυμητή. Ωστόσο, αυτά τα κεφάλαια πρέπει να αξιοποιηθούν.
Πλεονάζον κεφάλαιο
Σε ό,τι αφορά το πλεονάζον κεφάλαιο, λέει η Commerzbank, πιθανή χρήση είναι οι εξαγορές.
Η Τράπεζα Πειραιώς απέκτησε την Εθνική Ασφαλιστική, γεγονός που επηρέασε τον δείκτη CET1 της κατά 2%.
Η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank θα μειώσει επίσης τον δείκτη CET1 της κατά 2%.
Η πρόσφατα ανακοινωθείσα εξαγορά στοιχείων του ενεργητικού της Astrobank θα μειώσει τον δείκτη CET1 της Alpha Bank κατά 40 μονάδες βάσης.
Γενικά, η τραπεζική ενοποίηση σπάνια θεωρείται αρνητική από πλευράς πιστοληπτικής ικανότητας.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι υλοποίησης μπορεί να αυξηθούν, ειδικά όταν η στρατηγική των συγχωνεύσεων επεκτείνεται υπερβολικά λόγω κεφαλαιακής υπερεπάρκειας και έλλειψης ελκυστικών στόχων εξαγοράς.
Παρ’ όλα αυτά, η τρέχουσα αυξημένη δραστηριότητα συγχωνεύσεων & εξαγορών φαίνεται να παραμένει λογική και όχι αυτοσκοπός.
Η άλλη πιθανή χρήση του πλεονάζοντος κεφαλαίου είναι, φυσικά, η αύξηση των χορηγήσεων.
Το σχέδιο επιτάχυνσης των DTCs μειώνει έμμεσα το εναλλακτικό κόστος των χορηγήσεων, καθώς η εναλλακτική λύση (διανομή κερδών) συνοδεύεται από πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση 29%.
Οι τράπεζες που δεσμεύονται από αυτήν τη ρύθμιση θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν κίνητρο να χορηγούν νέα δάνεια με περιθώρια κέρδους χαμηλότερα από το σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου τους.
Αυτό συμβαίνει επειδή η διανομή κερδών αυξάνει έμμεσα το κόστος χρηματοδότησης για το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο δανείων.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιτάχυνση της παροχής δανείων με χαμηλά περιθώρια κέρδους, ιδιαίτερα σε κατηγορίες δανείων με υψηλότερους συντελεστές κινδύνου, όπως τα μη εξασφαλισμένα εταιρικά δάνεια.
Περισσότερο Μαραθώνας παρά Θερμοπύλες
«Προς το παρόν, η άποψή μας παραμένει θετική. Αν και θα χρειαστούν ακόμα 3-5 χρόνια μέχρι να αφαιρεθεί το μεγαλύτερο μέρος των DTCs από τους δείκτες CET1 των ελληνικών τραπεζών, η οικονομική ανάκαμψη και η ζήτηση για δάνεια συνεχίζουν να προσφέρουν ευκαιρίες για οργανική πιστωτική ανάπτυξη.
Παρ' όλα αυτά, θα αισθανόμασταν πιο άνετα εάν η μεσοπρόθεσμη τάση ανάπτυξης των χορηγήσεων συγκλίνει κάπως με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές.
Εάν μεμονωμένες τράπεζες συνεχίσουν να αναπτύσσονται με ρυθμούς σημαντικά ταχύτερους από την αγορά, αυτό μπορεί να απαιτήσει ιδιαίτερη προσοχή» καταλήγει η Commerzbank.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών